Η επιλογή του Κινήματος Αλλαγής να διαμορφωθεί ως σοσιαλιστικό κόμμα και να ενταχθεί στη Σοσιαλιστική Διεθνή δείχνει με σαφήνεια την πολιτική κατεύθυνση που έχει επιλέξει. Πολιτική κατεύθυνση θετική για την ανάπτυξη ενός προοδευτικού κινήματος με ευρύτερη απήχηση στη χώρα. Στην πορεία διαμόρφωσης του κόμματος είναι χρήσιμη η συνειδητοποίηση των στόχων που επιδιώκονται και των δυσκολιών που υπάρχουν.
Η κοινωνία του σήμερα διαφέρει κατά πολύ της κοινωνίας στην οποία διαμορφώθηκε και αναδείχθηκε το εργατικό κίνημα και τα σοσιαλιστικά κόμματα. Καθοριστικές είναι σήμερα οι τεχνολογικές εξελίξεις, που αλλάζουν τις συνθήκες εργασίας και το ρόλο του εργαζόμενου, οι απαιτήσεις για την αποτελεσματικότερη οργάνωση των επιχειρήσεων, ο διεθνής ανταγωνισμός και η εξάρτηση των αμοιβών από τη γενικότερη πορεία της οικονομίας. Το πρόβλημα του χειρισμού των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών με ένα τρόπο ευνοϊκό για τους εργαζόμενους απαιτεί γι’ αυτό μια συνεχή αποτίμηση για το πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί η κοινωνική αλλαγή σε μια οικονομία που αντιμετωπίζει, όπως η Ελλάδα, τον διεθνή ανταγωνισμό, τις τεχνολογικές αλλαγές και την υστέρησή της σε σχέση με τους πρωταγωνιστές των διεθνών εξελίξεων. Απαιτεί σαφείς στόχους που συνδέονται με ένα καλά προετοιμασμένο πρόγραμμα ανάπτυξης, παρεμβάσεις που εξασφαλίζουν συνθήκες αποδοχής από την κοινωνία, καθαρότητα λόγου, ώστε να στηρίζεται ευρύτερα η προσπάθεια για μια δικαιότερη κοινωνία. Προϋποθέτει ότι το πρόγραμμα σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής καθορίζει με σαφήνεια την δυνατή και απαραίτητη πορεία της χώρας.
Οι ταξικές διαφορές είναι σήμερα πολύπλοκες και δεν περιορίζονται στην διαμάχη δύο και μόνο τάξεων, αλλά στον ανταγωνισμό περισσότερων κοινωνικών ομάδων, των οποίων άλλοτε τα συμφέροντα συμπίπτουν και άλλοτε διαφέρουν. Εργάτες και υπάλληλοι δεν ταυτίζονται πάντα, αν και είναι «εργαζόμενοι», όπως επίσης δεν ταυτίζονται οι δημόσιοι υπάλληλοι με τους υπαλλήλους των επιχειρήσεων. Οι ταξικές αντιπαραθέσεις πήραν νέες μορφές και απαιτούν νέες λύσεις, απαιτούν ρυθμίσεις και λύσεις όχι μόνο στο επίπεδο του χώρου εργασίας και της λειτουργίας των επιχειρήσεων αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο. Παράδειγμα, οι αναμετρήσεις σε σχέση με το φόρο εισοδήματος, τις δαπάνες του κράτους για την υγεία, την παιδεία, την οργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών. Το αποτέλεσμα τους επηρεάζει το σύνολο της κοινωνικής πολιτικής και τις κοινωνικές σχέσεις.
Προγράμματα έχουν δημοσιευθεί από τα ελληνικά πολιτικά κόμματα κατά καιρούς πολλά. Αλλά η γενική εικόνα του τί επιδιώκεται παραμένει ασαφής καθώς η πληθώρα των επιμέρους υποσχέσεων για την κάλυψη υπαρχόντων αιτημάτων δημιουργεί την εντύπωση της εξυπηρέτησης ενός συνόλου ειδικών απαιτήσεων. Το κοινωνικό επίκεντρο της προσπάθειας και οι κυρίαρχες κοινωνικές επιδιώξεις παραμένουν ασαφείς. Με τον τρόπο αυτό διευκολύνονται αλλαγές πολιτικής και η εκάστοτε συμφέρουσα ανάδειξη προβλημάτων. Η επιτυχία μιας σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής εξαρτάται από μια προσέγγιση που χαρακτηρίζεται από σαφήνεια στόχων, τη συστηματική προσπάθεια επίτευξής τους και την ειλικρίνεια του λόγου. Από την αποδοτική οργάνωση της οικονομίας με ταυτόχρονη εξασφάλιση κοινωνικής δικαιοσύνης.
Δηλώσεις και εξαγγελίες που θέλουν μόνο να αναδείξουν προθέσεις, αλλά δεν συνοδεύονται από ουσιαστική μελέτη και αποτελεσματική πράξη, δεν οδηγούν σε αλλαγές, αλλά σε αποτυχίες και φτωχοποίηση λαϊκών στρωμάτων τα οποία προσπαθούν να βοηθήσουν. Ένα παράδειγμα της ανάγκης εφαρμογής μιας εφικτής πολιτικής, για να ελεγχθούν οι αρνητικές συνέπειες για την οικονομία και τους εργαζόμενους, είναι οι πολιτικές εξελίξεις του 2015-2018, στην χώρα μας. Η δήθεν «φιλολαϊκή» πολιτική της τότε κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, προκάλεσε το 2015 τον κίνδυνο πτώχευσης. Η ανάκαμψη της οικονομίας πραγματοποιήθηκε μετά από επέμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έλαβε υπόψη της τους περιορισμούς, τις αδυναμίες και τις ανάγκες της Ελλάδας στο πλαίσιο των διεθνών και ευρωπαϊκών οικονομικών εξελίξεων, στοιχεία που αρχικά είχε παραβλέψει η τότε κυβέρνηση. Οι παρεμβάσεις και χρηματοδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι όμως πάντα διαθέσιμες. Η πολιτική που βελτιώνει το επίπεδο ζωής και την ανάπτυξη της οικονομίας είναι υποχρέωση της ελληνικής κυβέρνησης.
Το πρόγραμμα ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος πρέπει να θίγει τα κύρια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν η χώρα και οι πολίτες της, όπως είναι η σωστή λειτουργία των δημοσίων οικονομικών η βελτίωση των οικονομικών δυνατοτήτων των εργαζομένων, η λειτουργία της αγοράς σε τρόπο ώστε να εξασφαλίζει στους πολίτες την κάλυψη των αναγκών τους, η αποδοτικότητα των δημοσίων υπηρεσιών ώστε το κράτος να δρα αποτελεσματικά και η αντιμετώπιση του διεθνούς ανταγωνισμού από τις επιχειρήσεις. Ιδιαίτερη σημασία έχει και ο τομέας της εκπαίδευσης, ώστε να παρέχει δυνατότητες κατανόησης του περιβάλλοντος και συμβολής στην επίλυση κοινωνικών προβλημάτων. Σε όλους τους τομείς πρέπει να επιδιώκονται κοινωνικές εξελίξεις που διαμορφώνουν «ένα νέο παραγωγικό μοντέλο για τη χώρα»[1], βελτιώνουν τη θέση των εργαζομένων με αναδιανομή των εισοδημάτων, εξασφαλίζουν περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη και τις προϋποθέσεις μιας συνεχούς ανάπτυξης.
Η περιγραφή των στόχων του Κινήματος Αλλαγής στις πρώτες δημοσιεύσεις της ηγεσίας του είναι ένα βήμα στη σωστή κατεύθυνση. Αναφέρονται π.χ. στο πρόβλημα της στέγασης και την ανάγκη ενός προγράμματος κοινωνικής κατοικίας με αξιοποίηση των χρημάτων του Ταμείου Ανάκαμψης. Χρήσιμη είναι και η αναφορά των άμεσων και μακροπρόθεσμων μέτρων στον τομέα της ενέργειας και της υγείας. Όσον αφορά το κεντρικό θέμα της οικονομίας έχει ήδη διαγραφεί η απαραίτητη στόχευση. Οι δημοσιεύσεις αυτές είναι ένδειξη ότι στην Ελλάδα το Κίνημα Αλλαγής αποτελεί μια σημαντική και ελπιδοφόρα προσπάθεια. Η νέα ηγεσία του ήδη σε αυτή την πρώτη φάση οργάνωσης έχει δημοσιεύσει κείμενα που αναφέρονται λεπτομερειακά στα θέματα κοινωνικής κατοικίας, υγείας, την μετάβαση στην πράσινη εποχή και την αξιοποίηση των πόρων που διατίθενται στην Ελλάδα από το Ταμείο Ανάκαμψης. Από τα κείμενα αυτά προκύπτει ότι η επεξεργασμένη και δημιουργική πολιτική θα αποτελέσει έναν από τους κύριους στόχους του Κινήματος. Η προσπάθεια αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη όχι μόνο για τη συγκεκριμενοποίηση των επιδιώξεων αλλά κυρίως για να καλλιεργηθεί η συναίσθηση ότι στην πολιτική αντιπαράθεση χρειάζεται ένα διαρκώς βελτιούμενο πρόγραμμα με στόχο τις αναγκαίες για την κοινωνική δικαιοσύνη αλλαγές και όχι τα πολλά και ωραία λόγια.
[1] Ν. Χριστοδουλάκης, Athens Voice, τεύχος 806, 19.11.2021