του Κώστα Σημίτη
Ο Πρωθυπουργός παρουσίασε την περασμένη Δευτέρα την Έκθεση Πισσαρίδη για την ελληνική οικονομία και αναφέρθηκε λεπτομερειακά στις προτάσεις της για να επιτευχθεί η ταχύτερη ανάπτυξη της χώρας.
Η Έκθεση Πισσαρίδη είναι αυτή που δίνει την πληρέστερη εικόνα της ελληνικής οικονομίας, των προβλημάτων της και των προσπαθειών που θα πρέπει να καταβληθούν για ν’ αποκτήσει η Ελλάδα την αναπτυξιακή δυναμική για την υπέρβαση των προβλημάτων της και να επιτύχει την ομαλή εξέλιξή της στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως κεντρικό στόχο ορίζει την συστηματική αύξηση του κατά κεφαλήν πραγματικού εισοδήματος, ώστε να συγκρίνει σταδιακά με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Ως επιμέρους στόχοι ορίζονται κυρίως η αύξηση των συνολικών πάγιων επενδύσεων, των ιδιωτικών και δημοσίων δαπανών σε έρευνα και ανάπτυξη, η σταδιακή αύξηση των εξαγωγών, ο πολλαπλασιασμός των μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων, ώστε να ενισχυθούν η παραγωγικότητα και οι εξαγωγές και τέλος η μεγαλύτερη συμμετοχή στην αγορά εργασίας των νέων και των γυναικών.
Οι παραπάνω στόχοι δεν σημαίνουν μόνο ότι η Ελλάδα δεν έχει παρά να προσαρμοστεί στα πρότυπα της Ένωσης και να ακολουθήσει τις εξελίξεις της. Συνεπάγονται και κάτι πολύ διαφορετικό. Οι πολίτες της χώρας οφείλουν να καταβάλουν κάθε προσπάθεια να αξιοποιήσουν τις υπάρχουσες δυναμικές για να πετύχουν ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης και ευρύτερη κοινωνική δικαιοσύνη.
Το «Σχέδιο» ακολουθεί και εκφράζει τις γενικότερα αποδεκτές και ευρύτερα εφαρμοζόμενες στις χώρες της Ένωσης αρχές οικονομικής πολιτικής. Σε κείμενο που δημοσιεύτηκε φέτος το καλοκαίρι θεωρήθηκε ότι η Έκθεση «είναι εκτός τόπου και χρόνου» διότι διαπνέεται από «νεοφιλελεύθερες ιδεολογίες». Όμως η Ελλάδα ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνδεδεμένη οικονομικά και πολιτικά με τις χώρες της Ένωσης που εφαρμόζουν την οικονομία της αγοράς δεν έχει το περιθώριο να εφαρμόσει ένα δικό της οικονομικό πρότυπο που θα στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην κυριαρχία του κράτους. Πρέπει να αναπτυχθεί στις συνθήκες του χώρου στον οποίο ανήκει τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά. Άλλωστε και ιστορικά συνδέεται με τον χώρο αυτό.
Εκείνο το οποίο οφείλει να επιδιώξει είναι η όποια οργάνωση της οικονομίας να συνεισφέρει σημαντικά στην βελτίωση του επιπέδου ζωής των εργαζομένων και στη δικαιότερη κατανομή του παραγόμενου πλούτου. Αυτό επιτυγχάνεται με συστηματική προσπάθεια και συνείδηση της ανάγκης για κοινωνική δικαιοσύνη. Πραγματοποιείται με την συμμετοχή και επιρροή της στην διαμόρφωση της πολιτικής του ευρωπαϊκού χώρου που είναι εγγυητής τόσο της ασφάλειάς όσο και της συμπαράστασής του στις οικονομικές της εξελίξεις.
Όπως προκύπτει από τα δημοσιευόμενα στατιστικά στοιχεία η Ελλάδα υστερεί σημαντικά σε πολλούς τομείς. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η αναλογία του χρέους προς το ακαθάριστο προϊόν της χώρας (ΑΕΠ). Το ΑΕΠ θα πρέπει να είναι υψηλότερο του χρέους σε μια αναπτυσσόμενη οικονομία και θα πρέπει να υπάρχουν προοπτικές διαρκούς επέκτασης των οικονομικών δραστηριοτήτων, ώστε να διατηρείται να αυξάνεται η διαφορά προς το χρέος. Στην Ελλάδα όμως σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το χρέος είναι κατά πολύ υψηλότερο του ΑΕΠ. Υπολογίζεται ότι το 2021 θα είναι 199,6%, το 2022 193,1% και το 2023 187,3% του ΑΕΠ. Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος θα είναι αντικείμενο ιδιαίτερης συνεννόησης με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η υστέρηση της χώρας επιβεβαιώνεται και από σειρά άλλων στοιχείων. Κατατάσσεται 28η σε 33 χώρες όσον αφορά την επιλογή των ανώτατου διοικητικού προσωπικού. Το ποσοστό των μαθητών με χαμηλές επιδόσεις είναι πολύ υψηλότερο στην Ελλάδα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι ελληνικές εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων το 2019 ήταν 9,2% του ΑΕΠ ενώ για εννέα ευρωπαϊκές χώρες πληθυσμιακά συγκρίσιμες με την Ελλάδα ήταν 38,2%. Η αξία της αγροτικής παραγωγής ανά αγροτική εκμετάλλευση είναι από τις χαμηλότερες στην Ένωση. Η χαμηλή παραγωγικότητα έχει ως αποτέλεσμα και το πολύ χαμηλό εισόδημα των αγροτών. Το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα είναι περίπου 13 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερο του ποσοστού στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 15. Η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων είναι γενικά χαμηλή. Υπάρχουν βέβαια και θετικά στοιχεία. Ο ελληνικός τουρισμός συνεισέφερε το 20,8% του ΑΕΠ το 2019 (39 δισεκ.). Η Ελλάδα κατέχει την 13η θέση στον κόσμο από πλευράς διεθνών αφίξεων. Παρόλα αυτά είναι γεγονός ότι υπάρχουν σημαντικά εμπόδια στην αναπτυξιακή της πορεία και είναι αναγκαίος ο σχεδιασμός πολιτικών που θα εξασφαλίσουν επιταχυνόμενη πρόοδο.
Η Έκθεση αφιερώνει ένα κεφάλαιο στην εργασία, αλλά και σε πολλά σημεία αναφέρεται στα προβλήματα των εργαζομένων. Κατά την Έκθεση το επιχειρηματικό υπόδειγμα στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μικρών και ατομικών επιχειρήσεων χαμηλής παραγωγικότητας. Το γεγονός αυτό επηρεάζει σημαντικά τη σχέση εργοδότη-εργαζόμενου. Το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα είναι περίπου 13 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερο του ποσοστού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός που ερμηνεύει και το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας. Ταυτόχρονα η σημαντική έκταση της παραοικονομίας (κατά ορισμένες εκτιμήσεις αντιστοιχεί στο 25% του ΑΕΠ) έχει ως αποτέλεσμα ένα σημαντικό ποσοστό εργαζομένων να μην δηλώνει την απασχόληση αποφεύγοντας έτσι την πληρωμή εισφορών για την κοινωνική ασφάλιση. Σημαντική βελτίωση της θέσης των εργαζομένων συναρτάται με την αύξηση του αριθμού των μεγάλων και μεσαίων επιχειρήσεων.
Απαραίτητη θεωρείται και η ριζική αναβάθμιση του συστήματος κατάρτισης τόσο των ανέργων όσο και των εργαζόμενων, η διευκόλυνση της πληρέστερης ένταξης γυναικών στην αγορά εργασίας με αύξηση των αμοιβών τους.
Τέλος στα σχετικά με τα θέματα εργασίας τονίζεται η βελτίωση της δομής και στόχευσης των κοινωνικών επιδομάτων, που σήμερα λειτουργούν ενίοτε και ως αντικίνητρα για την εργασία.
Η Έκθεση τονίζει, ότι η προοπτική μετασχηματισμού της οικονομίας με αύξηση της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας θα επιτρέψει την σταδιακή σύγκλιση με τις άλλες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα επιτρέψει όμως επίσης την πληρέστερη εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που σχετίζονται με τα ειδικά χαρακτηριστικά της χώρας, όπως η γεωγραφική της θέση και η ύπαρξη ισχυρής ομογένειας και άλλου προσωπικού στο εξωτερικό.
Η Έκθεση αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για τη διαμόρφωση μιας συστηματικής προσπάθειας της χώρας. Η χώρα πολλές φορές στο παρελθόν δεν είχε πρόγραμμα και κατευθύνσεις για την ανάπτυξη. Η οικονομική πολιτική ήταν μόνο μέσο εκμετάλλευσης για πολιτικούς στόχους. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε την καταστροφική εξέλιξη που άρχισε το 2005 και οδήγησε σε ελάχιστο χρόνο το 2010 στην καθολική αδυναμία της να παρακολουθήσει τις εξελίξεις της διεθνούς οικονομίας. Το Σχέδιο Πισσαρίδη παρά τις δυνατόν διαφορετικές αξιολογήσεις των προτάσεών του, την ανάδειξη και άλλων σημαντικών θεμάτων, που οφείλουμε να προσέξουμε, είναι μια αξιόλογη βάση για μια συστηματική προσπάθεια εξόδου από την κρίση.