του Κώστα Σημίτη
Το «Εθνικό Σχέδιο» περιέχει τις «Στρατηγικές Κατευθύνσεις» για την εφεξής πορεία της ελληνικής οικονομικής πολιτικής όπως τις επεξεργάστηκε η κυβέρνηση με βάση τις εισηγήσεις της Έκθεσης Πισσαρίδη. Το σχέδιο αυτό καθορίζει ως προτεραιότητες: 1) Την πράσινη μετάβαση, την σημαντική μείωση του ενεργειακού κόστους και την αξιοποίηση του δυναμικού της χώρας σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. 2) Την ψηφιακή μετάβαση, όπως ευρείες επενδύσεις σε ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες, ώστε να επιτευχθεί μεταξύ άλλων η αναβάθμιση των ψηφιακών υπηρεσιών που παρέχουν τα υπουργεία. 3) Την «μεταρρύθμιση» της εργασίας ώστε να ενισχυθεί η δημιουργία θέσεων εργασίας και η διατήρησή τους σε περιόδους κρίσης. 4) Τις ιδιωτικές επενδύσεις και τον «θεσμικό μετασχηματισμό», την ψηφιοποίηση των φορολογικών υπηρεσιών, τις ενέργειες για να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα των δημοσίων επενδύσεων με δράσεις υπέρ της ενίσχυσής τους και της διαφάνειάς τους.
Από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο ίδρυσε η Ευρωπαϊκή Ένωση για να αντιμετωπίσει τα αποτελέσματα της πανδημίας, θα προέλθουν συνολικά πόροι 32 δις για την Ελλάδα. Εξ’ αυτών τα 19 δις θα δοθούν υπό μορφή επιδοτήσεων. Τα υπόλοιπα 13 δις θα χορηγηθούν ως δάνεια σε ιδιωτικές επιχειρήσεις υπό την προϋπόθεση ότι αυτές θα έχουν εξασφαλίσει τραπεζικά δάνεια αντίστοιχου ύψους. Αυτό σημαίνει ότι οι συνολικές ιδιωτικές επενδύσεις θα φθάσουν τουλάχιστον 26 δις. Συνολικά υπολογίζεται η αξιοποίηση 45 δις. Ο τρόπος λειτουργίας του όλου συστήματος χρηματοδότησης και λειτουργίας του Ταμείου είναι ακόμη υπό συζήτηση. Είναι όμως βέβαιο, ότι θα υπάρξει η χρηματοδότηση αυτή και ο αναγκαίος σχεδιασμός για την αξιοποίηση των διατεθειμένων κεφαλαίων. Γενικότερος στόχος είναι: η χρηματοδότηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, ώστε η Ελλάδα να αυξήσει σημαντικά το επίπεδο των επενδύσεών της. Το 2019 οι ελληνικές επενδύσεις έφτασαν το 10,1% του ΑΕΠ, ένα ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό σε σύγκριση με το 22,2% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης θέτει ως πρώτο στόχο του την «πράσινη μετάβαση». Η προστασία του περιβάλλοντος είναι πράγματι ένα σημαντικό θέμα. Όμως σε μια χώρα με ιδιαίτερα χαμηλή παραγωγικότητα και χρέη υψηλότερα από το προϊόν που παράγει το πιο σημαντικό θέμα είναι ο πολλαπλασιασμός επενδύσεων, η θεαματική αύξηση της παραγωγής, η σημαντική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, ώστε ταυτόχρονα να υπάρξουν πρόσοδοι από τις επενδύσεις και αποτελεσματικές πρωτοβουλίες για την κάλυψη των αναγκών. Ο όρος «πράσινη μετάβαση» χρησιμοποιείται για λόγους εντυπώσεων παρά για την εκμετάλλευση του ενδιαφέροντος για την προστασία του περιβάλλοντος. Δεν ανταποκρίνεται στα κύρια, πιεστικά και δυσεπίλυτα προβλήματα της χώρας και την εξαιρετικά αρνητική κατάσταση της οικονομίας της. Η ανατροπή της μέχρι τώρα αρνητικής πορείας πρέπει να αποτελεί το πρώτο και κύριο μέλημα.
Η δεύτερη προτεραιότητα του Σχεδίου Ανάκαμψης, «η ψηφιακή μετάβαση», σχετίζεται μεν με πραγματικά προβλήματα και την ταχύτερη προσαρμογή της χώρας στη σύγχρονη εποχή. Χρησιμοποιείται όμως και αυτή για λόγους εντυπώσεων. Θέλει να συγκαλύψει την τεχνολογική της καθυστέρηση και τις άμεσες ανάγκες που πρέπει να αντιμετωπισθούν και σχετίζονται με την γενικότερη βελτίωση των τεχνολογικών της δυνατοτήτων. Η ψηφιακή μετάβαση είναι μέρος της προσπάθειας αυτής αφού προϋποθέτει γνώσεις, εμπειρίες και ικανότητες που σε μεγάλο βαθμό ακόμη λείπουν και είναι ανάγκη να αποκτηθούν. Ας μην λησμονούμε ότι στα μηχανήματα τεχνολογίας και ψηφιοποίησης και ανανεωσίμων πηγών ενέργειας η Ελλάδα είναι καταναλωτής και όχι παραγωγός.
Στις επόμενες προτεραιότητες που αναφέρει το Σχέδιο Ανάκαμψης ανήκουν εκείνες που ενδυναμώνουν «την κοινωνική δικαιοσύνη και το δίκτυο κοινωνικής προστασίας». Όμως το κείμενο δεν αναφέρεται γενικότερα στην βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και των συνθηκών ζωής των εργαζόμενων αλλά μόνον στην παροχή προστασίας στα άτομα που υφίστανται διακρίσεις λόγω ηλικίας, φύλου, αναπηρίας ή χαρακτηριστικών που τα διαφοροποιούν αρνητικά από τους υπόλοιπους πολίτες. Οι εργαζόμενοι όμως έχουν υποστεί λόγω του λοκ-νταουν σημαντικές μειώσεις του εισοδήματός τους αλλά και έχουν χάσει πολλές φορές τη δουλεία τους.
Ο πλέον ρεαλιστικός άξονας είναι ο αναφερόμενος με τον αριθμό 4. Περιλαμβάνει την προώθηση της έρευνας και της καινοτομίας με την προώθηση δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων μέσω της παροχής οικονομικών κινήτρων, την στόχευση έργων που προωθούν οικονομίες με έμφαση την συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων με στόχο να αυξήσουν τις εξαγωγές. Υπάρχουν τομείς στην Ελλάδα, όπως οι ανεμογεννήτριες, τα φωτοβολταϊκά, οι αφαλατώσεις στους οποίους θα μπορούσαμε χάρη στις υπάρχουσες εμπειρίες να αυξήσουμε σημαντικά την παρουσία μας στις διεθνείς αγορές.
Το δεύτερο μέρος του σχεδίου έχει τρείς κύριες επιδιώξεις, τη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών, την αύξηση της διαφάνειας, την καταπολέμηση της διαφθοράς και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των επενδύσεων. Τα υπαρκτά αυτά προβλήματα όμως απαιτούν συστηματική παρέμβαση για τον περιορισμό πολύπλοκων διαδικασιών και της ταυτόχρονης ύπαρξης πολλών συνυπεύθυνων. Επιβάλλεται ο συνεχής έλεγχος σχεδιασμού των ενεργειών από την πολιτική ηγεσία, η συνεχής επαφή της πολιτικής ηγεσίας με το προσωπικό και η καθοδήγησή του για το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Η εμπειρία μου από τα υπουργεία που υπηρέτησα ως υπουργός είναι ότι, όταν υπάρχει μια καθοδηγητική ομάδα με σαφείς στόχους και έντονη παρακολούθηση, οι «ατέλειωτες» διοικητικές διαδικασίες μειώνονται δραστικά και αυξάνεται κατά πολύ η αποτελεσματικότητα.
Η κυβέρνηση σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες έχει συστήσει «ομάδα προετοιμασίας έργων», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται επεκτάσεις οδών, η υποθαλάσσια ζεύξη Περάματος-Σαλαμίνας και η παράκαμψη της Χαλκίδας. Όμως το επίκεντρο της προσπάθειας δεν θα πρέπει να είναι η βελτίωση του οδικού δικτύου, αλλά η παραγωγή εξαγώγιμων προϊόντων, όπως και η υποκατάσταση των εισαγομένων, ώστε να περιορισθεί το μόνιμο εμπορικό έλλειμμα της χώρας. Είναι δυνατόν π.χ. στην Ελλάδα να πραγματοποιηθεί προσαρμογή συμβατικών αυτοκινήτων σε ηλεκτροκίνητα, διότι υφίστανται στην χώρα οι αναγκαίες τεχνικές δυνατότητες, ώστε να είναι δυνατός ο περιορισμός των εισαγωγών. Δυνατή είναι και η συνεργασία αγροτικών εκμεταλλεύσεων για την διαμόρφωση αγροδιατροφικών πάρκων εξαγωγών, μια που έχουμε τόσο την εμπειρία όσο και την γνώση των διεθνών αγορών στον τομέα αυτό.
Το συμπέρασμα είναι ότι το «Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας» είναι ένα χρήσιμο κείμενο για την πολιτική ηγεσία που θα θελήσει να εξασφαλίσει στη χώρα αποτελεσματική διοίκηση. Ταυτόχρονα όμως είναι ένα σύνολο εξαγγελιών που πιθανότατα θα μείνουν χωρίς συνέχεια, αν δεν υπάρχει η βούληση αλλαγής και η διαμόρφωση ενός μηχανισμού εφαρμογής του. Οι μεταρρυθμίσεις υπήρξαν πολλές φορές αντικείμενο εξαγγελιών και επιδιώξεις κυβερνήσεων. Αλλά η πορεία τους συνάντησε συνήθως συνεχή και ανυπέρβλητα εμπόδια. Τούτο γιατί βρίσκονται αντιμέτωπες με συμπλέγματα οργανωμένων συμφερόντων που συνδέονται και συνεργάζονται με την κρατική διοίκηση. Απαραίτητη είναι γι’ αυτό μια συστηματική εποπτεία από ένα κέντρο ισχυρότερο εκείνων που αποτελούν το περιβάλλον των υπουργών με τις αποκλειστικές τους αρμοδιότητες. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα σοβαρό. Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 27η θέση των χωρών της Ένωσης όσον αφορά την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης. Προφανώς όχι τυχαία. Ένα κείμενο που παρουσιάζει η κυβέρνηση με τόση έμφαση θα έπρεπε να είναι πιο επεξεργασμένο και λεπτομερειακό, ώστε να είναι αφορμή για τη μεταβολή των εξαγγελιών σε πράξη.