Όταν ανέλαβα πρωθυπουργός είχα συγκεκριμένο σχέδιο πολιτικής για το ΠΑΣΟΚ και την κυβέρνησή του. Το σχέδιο αυτό το είχα διαμορφώσει τα προηγούμενα χρόνια σε συνεχείς συζητήσεις με μέλη αλλά και φίλους του κόμματος που συμμερίζονταν το ίδιο άγχος με μένα, να πάψει δηλαδή η Ελλάδα να είναι μια χώρα με πολιτικές που προκαλούν προβληματισμό για την αντιφατικότητα και την ασυνέχειά τους και να ακολουθήσει την κατεύθυνση της ένταξης στις αναπτυγμένες χώρες και ιδίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση με συνέπεια και συνέχεια. Οι απόψεις μου αυτές ήταν γνωστές, είχαν δημοσιευτεί σε διάφορα βιβλία*, όπου περιέγραφα το στόχο μου με την έκφραση «ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός».
Πρώτος και κύριος στόχος της κυβέρνησης όφειλε να είναι η διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής. Οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν δεχτεί έναν διαχωρισμό μεταξύ της εξωτερικής και της οικονομικής πολιτικής, και δεν θεωρούσαν ότι η οικονομική πολιτική παίζει ρόλο στις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Για να υπάρξει ισχυρή Ελλάδα, δεν αρκούσε όμως μόνο μια επιδέξια εξωτερική πολιτική. Η δύναμη μιας χώρας ήταν αποτέλεσμα της ικανότητάς της να ανταγωνιστεί με επιτυχία σ’ έναν κόσμο αλληλεξάρτησης. Απαιτούνταν γι’ αυτό συντονισμένες πολιτικές που δημιουργούν και αναπτύσσουν τα εσωτερικά στοιχεία της ισχύος, όπως σταθερότητα στην οικονομία, αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη, αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, κοινωνική συνοχή και υψηλό επίπεδο παιδείας. Απαιτούνταν προγραμματισμός, ιεράρχηση στόχων, συντονισμός δράσης. Μια εθνική στρατηγική. Ένα χτυπητό παράδειγμα από την οκταετία ήταν το εξής. Η σταθεροποίηση της οικονομίας και οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης οδήγησαν στην ένταξη στην ΟΝΕ, αλλά και στην εξασφάλιση πρωτόγνωρων κοινοτικών πόρων μέσω του Γ’ ΚΠΣ. Η καλή πορεία της οικονομίας μας και της διαδικασίας ένταξης κατέστησε δυνατό το Ελσίνκι, δηλαδή την αναγνώριση από την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι τα θέματα με την Τουρκία δεν είναι μόνον διμερή αλλά ουσιαστικά αφορούν την Ένωση. Η ένταξη στην ΟΝΕ, η ταυτόχρονη εισαγωγή του ευρώ στην Ελλάδα με τις άλλες χώρες της Ένωσης, αλλά και η αναγνώριση του διεθνούς δικαίου ως καθοριστικού κριτηρίου στις σχέσεις με τους γείτονες θα διευκόλυνε τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Κύπρου. Κάθε βήμα στηριζόταν στα προηγούμενα και στήριζε τα επόμενα.
Κεντρικός στόχος της εθνικής στρατηγικής όφειλε λοιπόν να είναι η ένταξη στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Η απλή συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση πίστευα ότι δεν εξασφάλιζε όλα τα οφέλη που ήταν δυνατόν να αποκομίσουμε από την ένταξή μας. Εάν όμως ήμασταν και μέλη του οικονομικού και πολιτικού πυρήνα της, της ΟΝΕ, θα είχαμε τη δυνατότητα να αξιοποιήσουμε πολύ καλύτερα το διαμορφούμενο υπερεθνικό οικονομικό σύστημα. Η προσπάθεια αναβάθμισης της χώρας θα αποτύχαινε αν περιχαρακωνόμασταν σε αμυντικές αντιλήψεις προστατευτισμού ή απομονωτισμού. Χρειαζόμασταν μια άλλη αντίληψη συμμετοχής μας. Θέσεις για τις κοινές πρωτοβουλίες και τις κοινές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η εξωτερική πολιτική της χώρας υποστήριζα ότι όφειλε να επιδιώξει τη δημιουργική παρουσία της Ελλάδας στη διεθνή σκηνή. Αυτό θα μας επέτρεπε να διευρύνουμε τις συμμαχίες μας και να παίξουμε σημαντικό ρόλο στην περιοχή. Πολιτικές που μας φέρνουν αντιμέτωπους με τους γείτονες μας δεν μας ωφελούν. Η Ελλάδα έπρεπε πάνω απ’ όλα να τοποθετήσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε άλλη βάση. Να καταδείξει ότι η τουρκική στάση δημιουργεί προβλήματα στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και αποτελεί ανασχετικό παράγοντα της πορείας ενοποίησης. Η ειρήνη στην περιοχή και η εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας έπρεπε γι’ αυτό να γίνει στόχος όλων των ευρωπαϊκών κρατών.
Στα Βαλκάνια ήταν ανάγκη να αναστρέψουμε τις συγκρουσιακές τάσεις και τους εθνικιστικούς ανταγωνισμούς, κι ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός να είναι ο ακρογωνιαίος λίθος των σχέσεων Ελλάδας-Βαλκανίων. Η Ελλάδα είχε υποχρέωση να διαδραματίσει σταθεροποιητικό ρόλο συντρέχοντας τις γειτονικές χώρες στην ευρωπαϊκή προοπτική τους.
Ως προς το Κυπριακό, είχα τη γνώμη ότι η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα αποτελούσε τον σημαντικότερο μοχλό για μια πολιτική λύση· ότι θα οδηγούσε στην εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και ότι οι κανόνες της Ένωσης και της πολιτειακής της οργάνωσης θα επεκτείνονταν σε όλο το νησί. Θα εξασφαλίζονταν έτσι οι προϋποθέσεις της λύσης. Η ένταξη θα αποτελούσε εγγύηση για την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή που επιζητούσε η Κύπρος.
Η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, πίστευα, ήταν και το μέσο για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα της καπιταλιστικής οργάνωσης του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος όπως και της παγκοσμιοποίησης. Το κερδοσκοπικό παιχνίδι με το νόμισμα της χώρας, η επιβολή στη χώρα μας δυσμενών όρων εμπορίου, η κυκλοφορία επικίνδυνων προϊόντων και πολλά άλλα μπορούν να ελεγχθούν αποτελεσματικά στο επίπεδο της Ένωσης. Μια χώρα μόνη της μπορούσε να αντιμετωπίσει ορισμένα φαινόμενα, αλλά όχι όμως τη ραγδαία επέκταση των ελεύθερων αγορών σε παγκόσμια κλίμακα.
Η σταθερότητα της οικονομίας ήταν κατά τη γνώμη μου απαραίτητο μέσο για την ανάπτυξη. Θα έπρεπε να είναι μόνιμος στόχος μας και να μη δυσφημείται, ως μία δήθεν νεοφιλελεύθερη αντίληψη. Η ανάπτυξη δεν εξαντλείται βέβαια στη βελτίωση των διαφόρων δεικτών μιας οικονομίας. Μείωση του πληθωρισμού, των ελλειμμάτων και αύξηση του ΑΕΠ ήταν μεν επιβεβλημένες, χρειαζόμασταν όμως και ποιοτικές αλλαγές.
Κυρίως όμως χρειαζόμασταν μια διαφορετική κοινωνική πολιτική. Η στρεβλή ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους ως μηχανισμού παροχών προς ομάδες πολιτικών πελατών είχε φέρει την κοινωνική πολιτική σε αδιέξοδο. Το νέο κοινωνικό κράτος έπρεπε να έχει πολύ ευρύτερο στόχο από τον παραδοσιακό ρόλο της βοήθειας προς αναξιοπαθούντες, να επιδιώκει τη διαμόρφωση μιας κοινωνίας περισσότερο δίκαιης, περισσότερο συνεκτικής, περισσότερο αλληλέγγυας. Αυτός ο στόχος έπρεπε να αποτελεί τη βάση κάθε επιμέρους πολιτικής. Έτσι θα δημιουργούνταν ένας κοινωνικός ιστός ασφάλειας, και κοινωνικός ιστός ασφάλειας δεν σήμαινε επιδόματα αλλά συγκεκριμένες πολιτικές. Για παράδειγμα, όσον αφορά την καταπολέμηση της ανεργίας σήμαινε εκπαίδευση και μετεκπαίδευση εργαζομένων, δημιουργία θέσεων εργασίας, ενασχόληση των γραφείων ευρέσεως εργασίας με την περίπτωση του κάθε ανέργου χωριστά.
O όρος «ποιοτικές αλλαγές» στην οικονομία προκαλούσε δυσπιστία. Μεγάλο μέρος των πολιτών τις θεωρούσε κίνδυνο και όχι στόχο που έπρεπε να κερδηθεί. Η πολιτική του ΠΑΣΟΚ δεν έπρεπε να ακολουθήσει, νοοτροπίες που καθήλωναν την ελληνική οικονομία σε ένα επίπεδο ημιανάπτυξης, αλλά αντίθετα να προωθήσει αποφασιστικά μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές. Να καταργήσει συντεχνιακές ρυθμίσεις, πρακτικές που συντηρούσαν ολιγοπώλια, να επιτρέψει τη δραστηριοποίηση ιδιωτικών επιχειρήσεων σε τομείς όπου υπήρχαν κρατικά μονοπώλια, να επιβάλει περισσότερη διαφάνεια στις δημόσιες επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα με παρεμβάσεις στην εκπαίδευση, στις μεταφορές, στο περιβάλλον να βελτιώσει την ποιότητα ζωής. Έτσι μόνο θα μπορούσαμε να πετύχουμε αύξηση του εισοδήματος, της απασχόλησης, περισσότερη ευημερία. Τα μέσα που διαθέταμε ήταν η απελευθέρωση των αγορών, οι αποκρατικοποιήσεις, τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης και οι δημόσιες επενδύσεις. Με σχέδιο και ιεράρχηση στόχων μπορούσαμε να βελτιώσουμε θεαματικά τις θεσμικές και φυσικές υποδομές της οικονομίας.
Η πολιτική στην Ελλάδα είναι συχνά κυρίως ζήτημα τακτικής. Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι οι πολιτικοί πρέπει να συντάσσονται με την όποια δημοφιλή άποψη, να αδιαφορούν για τις αντιφάσεις, εύκολα να υπόσχονται, εύκολα να ξεχνούν και να εμφανίζονται ότι διαθέτουν αμέσως λύσεις για όλα. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι η στιγμή, η εντύπωση, το εφήμερο πλεονέκτημα. «Θα τα βρούμε», είναι η συνηθισμένη απάντηση μπροστά σε δυσκολίες. Αντίθετα, για μένα η πολιτική προϋποθέτει σοβαρή και επίμονη δουλειά. Δεν μπορεί να στηριχθεί στην καπατσοσύνη και την εύκολη ρητορεία.
Σε ένα παλαιότερο άρθρο μου διερευνούσα τη σχέση ηθικής και πολιτικής. Πεποίθησή μου ήταν ότι το πολιτικοποιημένο άτομο οφείλει να προωθεί το επίπεδο ηθικής συνείδησης της κοινωνίας. Χωρίς ηθική όχι μόνο δεν υπάρχει κριτήριο για τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν στον πολιτικό αγώνα, αλλά δεν μπορεί και να προσδιοριστεί το περιεχόμενο της αναγκαίας κοινωνικής αλλαγής. Στις προγραμματικές δηλώσεις αναφέρθηκα στο ήθος και το ύφος της εξουσίας, και τόνισα την ανάγκη ένα κόμμα και μια κυβέρνηση να στηρίζονται σε ηθικές αρχές και πρακτικές. Η κυβέρνηση, πιστεύω, υπάρχει όχι για να διαιωνίζει την εξουσία της, αλλά για να διαμορφώνει μια καλύτερη κοινωνία.
Το πρόγραμμα αυτό το περιέγραψα με μία μόνο λέξη, «εκσυγχρονισμός». Οι εσωτερικές δυσκολίες της χώρας μας δεν ήταν αποτέλεσμα εξωτερικών επιβουλών και επεμβάσεων, προέκυπταν κυρίως από τη δίκιά μας κοινωνική δομή και λειτουργία. Από τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, την έλλειψη υποδομών, τον κατακερματισμό της κοινωνίας σε ομάδες με ειδικές σχέσεις με το κράτος, τον πελατειακό χαρακτήρα της πολιτικής και της διοίκησης, την έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης, τη χαμηλή στάθμη της παιδείας, την έλλειψη εντέλει ενός σύγχρονου πολιτικού πολιτισμού. Ο εκσυγχρονισμός ήταν για μένα σύνθημα που μας καλούσε σε αναγκαίες αντιπαραθέσεις και επιβεβλημένες ρήξεις.
Ο εκσυγχρονισμός επιβάλλει να δημιουργούμε μια κοινωνία με δυνάμεις που αναγνωρίζουν και αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τα προβλήματά της. Μια κοινωνία που δεν εμφανίζεται ανήμπορη, αλλά δυνατή και με αυτοπεποίθηση. Η δυνατή κοινωνία είναι αποτέλεσμα αποκέντρωσης, μεταφοράς εξουσιών, δημιουργίας νέων κέντρων λήψης αποφάσεων, μιας όλο ευρύτερης συμμετοχής των πολιτών. Μόνιμος στόχος μας οφείλει να είναι μια πολιτεία οργανωτής και εγγυητής της ελευθερίας.
O εκσυγχρονισμός δεν έχει ημερομηνία λήξης. Είναι μια διαρκής πολιτική-κοινωνική διεργασία, της οποίας το αντίκείμενο καθορίζεται σε κάθε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή με βάση τις αξίες και τις μόνιμες επιδιώξεις μας. Αυτές είναι κυρίως η επέκταση της δημοκρατίας, η κοινωνική δικαιοσύνη, η συνεχής διεύρυνση των δυνατοτήτων του ατόμου και μια ζωή με ολοένα λιγότερη αλλοτρίωση και καταπίεση.
O όρος «εκσυγχρονισμός» έχει περιεχόμενο, κοινωνική σημασία και πολιτική αξία. Αποτελεί εργαλείο δράσης για την αλλαγή της κοινωνίας όσο υπάρχει καταπιεστικό παρελθόν που καθορίζει το παρόν και εμποδίζει την προσαρμογή στο μέλλον, όσο αλλάζουν οι συνθήκες ζωής μας.
Από το βιβλίο «Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα» (σσ. 38-45, εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2005)