Η συζήτηση για τη λίστα Λαγκάρντ, το CD που χάθηκε, τα στικάκια, ένα ή περισσότερα που κυκλοφορούσαν χωρίς να ασχολείται κανείς με το ουσιαστικό πρόβλημα, η απογοητευτική συνεδρίαση της Βουλής για το θέμα έφεραν πάλι στο προσκήνιο το ερώτημα για την υποχώρηση του κράτους δικαίου, την επαναλαμβανόμενη αδυναμία να λειτουργήσουν οι θεσμοί μας. Γιατί αποτυγχάνουμε εκεί που άλλες κοινωνίες λύνουν τα προβλήματά τους χωρίς διαμάχες, πολιτικές αναμετρήσεις, δημόσιες καταγγελίες και σκανδαλολογία; Γιατί χαρακτηρίζει τη λειτουργία της πολιτείας μας η αντιπαλότητα και η σύγχυση;
Το φαινόμενο που ζήσαμε τις προηγούμενες μέρες δεν εμφανίστηκε για πρώτη φορά. Είναι χρόνιο και επαναλαμβανόμενο. Διάφορες εξεταστικές επιτροπές της Βουλής επί των κυβερνήσεων Καραμανλή και Παπανδρέου, παρ’ όλο που ξεκίνησαν με τυμπανοκρουσίες ως απαρχή της πολυπόθητης κάθαρσης, δεν κατέληξαν σε ουσιαστικά αποτελέσματα. Μάλιστα στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την έκδοση των τελικών πορισμάτων σύμφωνα με τις εφημερίδες γίνονταν «συνεχείς συσκέψεις μεταξύ των κομμάτων και των βουλευτών», πρώην υπουργοί «αθωώνονταν» και άλλοι καταδικάζονταν ανάλογα με το τι θεωρούσε κάθε κόμμα σκόπιμο, υπήρχε «όργιο παρασκηνίου»,ένα «συνεχές αλισιβερίσι», «θέατρο». Θα περίμενε κανείς ότι εξεταστικές επιτροπές της Βουλής δεν θα υπηρετούσαν πολιτικές επιδιώξεις και δεν θα υποβάθμιζαν τη δικαιοσύνη και το κράτος δικαίου.
Πιο πρόσφατα αποκαλύφθηκε η ύπαρξη χιλιάδων ατόμων που εισέπρατταν σύνταξη χωρίς να το δικαιούνται, πολιτών που δεν ήταν ανάπηροι, αλλά έπαιρναν αναπηρικά επιδόματα, καταναλωτών που δεν πλήρωναν τους λογαριασμούς ρεύματος γιατί είχαν παραποιήσει τα στοιχεία. Τα σκάνδαλα αυτά δεν αποκαλύφθηκαν από τα κόμματα, τις εφημερίδες ή άλλα ΜΜΕ που πρωτοστατούν στην σκανδαλολογία αλλά από τη δημόσια διοίκηση που μπόρεσε να κάνει τη δουλειά της, χάρη στα νέα ηλεκτρονικά συστήματα ελέγχου. Τιμωρίες δεν έχουν υπάρξει ακόμη.
Το ότι υπήρξαν και υπάρχουν φαινόμενα αδιαφορίας για το κράτος δικαίου δεν οφείλεται ειδικά στην πολιτική του ενός ή του άλλου κόμματος εξουσίας. Οφείλεται σε μια γενικευμένη κοινωνική στάση. Ανέχεται ένας πολίτης να ζητά από τον γιατρό του να τον χαρακτηρίσει ανάπηρο, ενώ δεν είναι – ο γιατρός-πολιτευτής να υπογράφει τον χαρακτηρισμό του για να εξασφαλίζει έτσι ψηφοφόρους – το κόμμα να τον συμπεριλαμβάνει στους συνδυασμούς γιατί φέρνει ψήφους – οι πολιτικά υπεύθυνοι να τον επιλέγουν ως υπουργό, υφυπουργό, διοικητή οργανισμού κλπ. γιατί πρέπει να αντιπροσωπεύεται είτε η εκλογική περιφέρεια είτε μια συγκεκριμένη κομματική ομάδα – ο διορισμένος πια σε πολιτική θέση να θεωρεί τις εξυπηρετήσεις πρώτη προτεραιότητά του για να εξασφαλίσει το πολιτικό του μέλλον και χρήματα για τον κομματικό μηχανισμό – τα ΜΜΕ να του προσφέρουν την συμπαράστασή τους στις εκλογές μεν με βάση συγκεκριμένη ταρίφα και στο μεσοδιάστημα ανάλογα με τις υπηρεσίες που τους παρέχει –τέλος ο ίδιος χάρη στις υψηλόφωνες αναμετρήσεις του, το μεγαλόπνοο κενό του λόγο, τα ρουσφέτιά του, τα καλά λόγια των ΜΜΕ και την «φιλολαϊκή πολιτική του», να επανεκλέγεται από τους ψηφοφόρους. Το κοινωνικό-πολιτικό σύστημα, η υστέρηση της χώρας σε σχέση με τα προβλήματα που καλείται να λύσει και το χαμηλό επίπεδο κοινωνικής ηθικής συνείδησης παράγουν την ανομία.
Και χτες και σήμερα η σκανδαλοθηρία και σκανδαλολογία χρησιμοποιήθηκαν ως κύριο όπλο στις αναμετρήσεις των πελατειακών παρατάξεων. Τα σκάνδαλα έχουν χρώμα «μπλε», «πράσινο» ή «κόκκινο». Πραγματικά αλλά και ανύπαρκτα γεγονότα παίρνουν διαστάσεις, ερμηνεύονται ως παραδείγματα εξαχρείωσης των στελεχών των αντιπάλων κομμάτων και της αδιαφορίας τους απέναντι σε ηθικούς κανόνες. Όλοι οι πολιτικοί της μιας παράταξης είναι «ποινικά υπόλογοι» για τους επικοινωνιολόγους της άλλης παράταξης. Οικονομικά ή κοινωνικά θέματα, από την ανάπτυξη ως την προσαρμογή στις εξελίξεις της ΟΝΕ, από το ασφαλιστικό ως την ανακατανομή του εισοδήματος και τον περιορισμό της φτώχειας έπαιζαν και παίζουν ένα δευτερεύοντα ρόλο σε σχέση με το «κυνήγι ενόχων». Οι «αγανακτισμένοι» επιδείκνυαν κρεμάλες στο Σύνταγμα και ζητούσαν οι υπεύθυνοι να «πάνε στο Γουδί», δηλαδή να εκτελεσθούν.
Η συνεχής ενασχόληση με σκάνδαλο, όπως συμβαίνει τώρα με τη «λίστα Λαγκάρντ», σημαίνει ότι η πολιτική είναι κενή περιεχομένου. Η λογική που θέλει να κρύβει τα κοινωνικά αίτια των εξελίξεων και να παρουσιάζει την πολιτική ως μάχη των άφθαρτων με τους φθαρμένους έχει επικρατήσει. Υπό τις συνθήκες αυτές η εμπεριστατωμένη έρευνα αλλά και η κοινή λογική υποχωρούν. Κυριαρχεί η προχειρότητα στις αποδεικτικές διαδικασίες και η πίεση να καταδειχθούν ως αληθινά όλα «τα φοβερά και τρομερά», τα οποία κατά καιρούς οι πολλαπλοί κατήγοροι και θηρευτές σκανδάλων ισχυρίζονται. Η πολιτική υποκαθιστά τη δικαιοσύνη. Επιβάλλεται η εργαλειακή αντιμετώπιση του δικαίου. Το δίκαιο καλείται να αποδείξει αυτό που έχει προαποφασισθεί στην πολιτική διαμάχη.
Ο λαϊκισμός ζει με το να δημιουργεί αποδιοπομπαίους τράγους. Στη σημερινή Ελλάδα η πρακτική αυτή συνοψίσθηκε από πολιτικούς στην παρότρυνση οι πολίτες «να δώσουν ονόματα» προσώπων για τα οποία «τα στοιχεία δεν αρκούν» αλλά εκτιμάται ως πολιτικά αναγκαία η απόδοση «πολιτικών μομφών» σε αυτά. Ο κάθε πολίτης αναγορεύθηκε έτσι ως φορέας της επιθυμητής κάθαρσης και εξουσιοδοτήθηκε να απονέμει «υποψίες».
Πολίτες και πολιτικοί δεν μπορούν να καλούνται μα συμμετάσχουν χωρίς στοιχεία σε διαδικασίες κατάδοσης. Οι διαδικασίες αυτές δεν διαθέτουν τα τεκμήρια εγκυρότητας, ανεξαρτησίας και αμεροληψίας που εξασφαλίζουν οι νόμιμες διαδικασίες έρευνας αδικημάτων. Ο εντοπισμός των ενόχων με λαϊκή κινητοποίηση οδηγεί σ’ αυτό ακριβώς που είναι το χαρακτηριστικό ενός αυταρχικού κράτους. Όποιος κερδίζει τη διαμάχη για την εξουσία αποκτά τη δυνατότητα να σπιλώσει την υπόληψη των ηττημένων να τους οδηγήσει στην εξορία ή στη φυλακή. Η πολιτική ζωή συνίσταται σε εναλλασσόμενες νίκες και καταδίκες αντιπάλων παρατάξεων. Είναι μια σειρά αντεκδικήσεων, που δεν έχουν καμιά σχέση με το γενικότερο συμφέρον.
Υπάρχει δυσαρέσκεια και οργή στους πολίτες για τη σημερινή κατάσταση της χώρας. Η οργή είναι δικαιολογημένη. Μια χώρα, που παρουσίαζε στις αρχές της δεκαετίας έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έλεγχε τα δημοσιονομικά της θέματα κατά τρόπο πιο ικανοποιητικό απ’ ό,τι οποιαδήποτε άλλη φορά τα προηγούμενα σαράντα χρόνια, βρέθηκε σε πέντε περίπου χρόνια το 2009 σε κατάσταση χρεοκοπίας. Την ελπίδα για το μέλλον αντικατέστησε ο φόβος. Πρόσωπα βέβαια έχουν συγκεκριμένες ευθύνες γι’ αυτήν την εξέλιξη. Αλλά κύρια αιτία ήταν η πολιτική των ελλειμμάτων της ΝΔ την περίοδο 2005-2009, των συνεχών παροχών προς τους πελάτες ψηφοφόρους και της αδιαφορίας απέναντι στις οικονομικές εξελίξεις. Αυτές οι πολιτικές δεν τιμωρούνται δικαστικά. Οι πολίτες άλλωστε τις επικύρωσαν στις εκλογές του 2007.
Άλλο απόδοση ευθυνών και άλλο σκανδαλολογία.
Το κλίμα της ακραίας φραστικής αντιπαλότητας δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο στην Ελλάδα. Ήταν και είναι πάγιο χαρακτηριστικό των πολιτικών αναμετρήσεων. Όσο πιο ακραία ή ρητορική τόσο περισσότερα χειροκροτήματα συγκεντρώνει. Μεγιστοποιεί το θυμό των οπαδών, ενοχοποιεί και δυσφημεί τον αντίπαλο και έτσι διασφαλίζει την κατάκτηση ή διατήρηση της εξουσίας και τη νομή της. Η ακραία αντιπαράθεση κοστίζει στη χώρα. Δεν επιτρέπει συνεννοήσεις, συσπείρωση και ευρύτερα αποδεκτές λύσεις. Υπονομεύει το κράτος δικαίου, που υποβιβάζεται σε ρόλο σκηνικού των αναμετρήσεων εξόντωσης. Επιβάλλει την αμφιβολία, την καχυποψία, την αμφισβήτηση ως κυρίαρχη στάση. Η κοινωνία μένει παγιδευμένη στα δίχτυα της πελατειακής πολιτικής.
Στο πλαίσιο αυτής της αχαλίνωτης πολιτικής διαμάχης, πολλοί πολίτες θεωρούν ότι η πολιτική αποδοκιμασία πρέπει να οδηγεί άμεσα σε τιμωρία. Είναι μια βολική λύση για τους οπαδούς του λαϊκισμού που δυσανασχετούν με την υποχρέωση να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς τους. Τιμωροί πρέπει να είναι κατ’ αυτούς, εκείνοι, δικαστές ή όχι, που αφουγκράζονται τη λαϊκή οργή και δεν μπερδεύονται στους δαιδάλους της νομοθεσίας. Όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι εύκολα.
Στο κράτος δικαίου τιμωρούνται μόνο οι πράξεις που θεωρούνται από το νόμο ως εγκλήματα και μόνο σε προβλεπόμενες από το νόμο δικαστικές διαδικασίες. Το κράτος θα κατέρρεε, αν κάθε πολιτική απόφαση συνδεόταν με δικαστικούς αγώνες για να ελέγξουν τα δικαστήρια την εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος. Θα επικρατούσε μια γενική απραξία. Πολιτικά θέματα κρίνονται με πολιτικές διαδικασίες, την εκλογική αποδοκιμασία ή επιδοκιμασία, την απόρριψη ή αποδοχή της κοινωνίας, τη δημόσια συζήτηση και αντιπαράθεση.
Οι ευθύνες όλων μας, και των ίδιων των πολιτών, είναι μεγάλες. Εμείς, οι πολίτες, και όχι τα δικαστήρια είμαστε οι κριτές της πολιτικής. Οφείλουμε γι’ αυτό να έχουμε συνείδηση τι είναι αναγκαίο για τη χώρα και να παίρνουμε θέση. Όταν αδιαφορούμε, όταν ψηφίζουμε σύμφωνα με υποσχέσεις, όταν επιλέγουμε διορισμούς στο Δημόσιο και εξυπηρετήσεις από πελατειακά δίκτυα αντί για πολιτικές, δεν μπορεί να επικαλούμαστε το όποιο λάθος των πολιτικών και να ζητούμε την «τιμωρία» τους. Ποινή δεν προβλέπεται επειδή οι ψηφοφόροι μετάνιωσαν ή διαμαρτύρονται ή προσβλήθηκε το αίσθημα δικαίου τους. Οι δικαστικές αποφάσεις δεν μπορεί να παίρνονται από θυμωμένους πολιτικούς, εξοργισμένους δημοσιογράφους ή αθώα θύματα. Η απονομή της δικαιοσύνης μέσω λαϊκής κατακραυγής είναι επιθυμία όσων επιδιώκουν να καθορίσουν το δίκαιο με τεχνάσματα για να υποκαταστήσουν τους κανόνες του με πολιτικές σκοπιμότητες.
Να καταργηθούν οι ειδικές διατάξεις για την παραγραφή.
Ο λαϊκισμός, που θέλει να δώσει στους αυτόκλητους πολίτες το δικαίωμα να δικάζουν, ανοίγει το δρόμο στο φασισμό. Το σύνθημα «όλοι είναι ύποπτοι» υποδηλώνει το στόχο: μόνο οι ίδιοι οι αυτοαποκαλούμενοι «άφθαρτοι» να ασκούν κατά την κρίση τους δικαιοσύνη. Να ορίζουν ελεύθερα τα αδικήματα, τους παραβάτες και τις τιμωρίες, δηλαδή να εξοντώνουν τους αντιπάλους.
Σημαίνουν όλα αυτά ότι οι υπουργοί δεν πρέπει να ελέγχονται από τη δικαιοσύνη; Όχι βέβαια. Οι υπουργοί, όπως όλοι οι πολίτες, πρέπει να τιμωρούνται. Οι ειδικές διατάξεις για την παραγραφή των αδικημάτων τους πρέπει να καταργηθούν και να ισχύσουν και γι’ αυτούς οι διατάξεις που ισχύουν για όλους τους πολίτες. Τα κόμματα αποδέχονται σήμερα αυτή την αρχή. Δεν έχουν όμως το θάρρος να εξηγήσουν ότι οι απαράδεκτες αυτές διατάξεις είχαν καθιερωθεί ήδη από το 1876 και επέζησαν λόγω της συνεχούς και ατεκμηρίωτης σκανδαλολογίας που τα ίδια προκαλούσαν. Αποτελούσαν ένα φρένο σε εκδικήσεις και αντεκδικήσεις, σε υποθέσεις όπως «τα βραχώδη οικόπεδα» του Κωνσταντίνου Καραμανλή ή η «συνομωσία του Ασπίδα».
Η ατιμωρησία δεν είναι συνέπεια συνωμοσίας. Οι πολιτικές-πελατειακές αντιλήψεις, ο λαϊκισμός και η συντεχνιακή αντίληψη βραχυκυκλώνουν τους κανόνες του κράτους δικαίου. Όλοι οι πολίτες διαμαρτύρονται για την φοροδιαφυγή. Όμως στην Ελλάδα μόλις τώρα μπόρεσε να εφαρμοστεί δειλά ο έλεγχος ορισμένων τραπεζικών λογαριασμών φορολογουμένων από την εφορία. Ο επιλεκτικός έλεγχος που αποτελεί κοινή πρακτική στις χώρες της Ένωσης θεωρείτο και θεωρείται από τους εγχώριους διαμορφωτές της κοινής γνώμης απαράδεκτη ενέργεια διότι αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας και στο τραπεζικό απόρρητο! Ανάλογα λειτούργησαν οι κρατούσες αντιλήψεις για τον έλεγχο του πόθεν έσχες των δημοσίων υπαλλήλων. Η ΑΔΕΔΥ αντέδρασε σε επιλεκτικούς ελέγχους και «πέτυχε» να ελέγχονται όλοι οι υπάλληλοι ανεξαιρέτως, άρα στην πραγματικότητα κανένας. Οι δηλώσεις του πόθεν έσχες σωρεύονται τώρα σε αποθήκες άχρηστα λόγω του όγκου τους. Τα πειθαρχικά συμβούλια των δικηγορικών ή ιατρικών συλλόγων σπανίως δέχονται ότι μέλη του συλλόγου υποπίπτουν σε παραπτώματα. Η προστασία των συναδέλφων προέχει. Στη Μεγ. Βρετανία, αντίθετα, συμπεριφορές που στη χώρα μας δεν θεωρούνται καν παραπτώματα τιμωρούνται με εξαιρετική αυστηρότητα από τα πειθαρχικά συμβούλια, διότι προέχει το συμφέρον του κοινού.
Στο ερώτημα, γιατί δεν υπήρξαν μέχρι σήμερα ικανοποιητικές τιμωρίες, υπάρχει επιπρόσθετα μια απλή και αποκαρδιωτική απάντηση. Η συνεχής προχειρότητα, η αδιαφορία, η έλλειψη προσώπων με τις απαραίτητες γνώσεις, η βραδύτητα των δικαστικών διαδικασιών αλλά και οι πολιτικές σκοπιμότητες οδηγούν στην ανικανότητα χειρισμού υποθέσεων οι οποίες ξεφεύγουν από το συνηθισμένο. Η αντιτρομοκρατική υπηρεσία θεωρούσε επί χρόνια, ακόμη και μετά το 1981, ότι τα στελέχη της 17 Νοέμβρη προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ. Γι’ αυτό και οι προσπάθειές της να συλλάβει τα μέλη της οργάνωσης έμεναν χωρίς αποτέλεσμα. Η επιτυχία ήρθε όταν αποφασίστηκε να εξετασθούν τα στοιχεία χωρίς παρωπίδες και προκαταλήψεις. Η «ατιμωρησία» που ενοχλεί τους πολλούς είναι συνέπεια της χαμηλής ποιότητας του κρατικού μηχανισμού. Αυτή η κραυγαλέα έλλειψη δεν ενοχλεί όμως όλους εκείνους που καθορίζουν τη λειτουργία του, εφόσον εξασφαλίζονται οι συντεχνιακές–κομματικές ισορροπίες που επιδιώκουν. Η ατιμωρησία είναι έκφραση της υστέρησής μας.
Η συνεχής σκανδαλολογία έχει ως αποτέλεσμα όλα όσα καταγγέλλονται να θεωρούνται τεκμηριωμένα και μη επιδεχόμενα αμφισβήτηση. Πολλαπλασιάζεται έτσι η κοινωνική αγανάκτηση όταν τελικά οι δικαστικές διαδικασίες δεν καταλήγουν είτε γιατί δεν ανευρέθηκαν στοιχεία είτε γιατί δεν αποδείχτηκαν οι προϋποθέσεις επιβολής ποινής που θέτει ο νόμος. Ενισχύεται η πεποίθηση ότι «όλα συγκαλύπτονται», «όλοι γλιτώνουν». Τα ερωτήματα, αν έγινε εμπεριστατωμένη έρευνα, αν δούλεψαν σωστά οι υπεύθυνοι του ελέγχου, αν όσοι πρόβαλαν τις καταγγελίες είχαν τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς τους ή αερολογούσαν, δεν τίθενται καν. Οι ευθύνες των όσων με μεγάλη ελαφρότητα κατηγορούσαν ή αναζητούσαν την αλήθεια παραβλέπονται. Η κοινωνία υποβαθμίζει την ανάγκη για υπεύθυνη και σοβαρή συμπεριφορά.
Ηχηρό παράδειγμα η υπόθεση της ΔΕΚΑ (Δημόσια Επιχείρηση Κινητών Αξιών). Τα μέλη της διοίκησής της είχαν κατηγορηθεί ως υπεύθυνα «του σκανδάλου του χρηματιστηρίου» το 2000. Δύο φορές απαλλάχθηκαν για νομικούς λόγους, δύο φορές αναιρέθηκαν οι απαλλακτικές αποφάσεις σε διαδικασίες που προκάλεσαν πολλά σχόλια. Στο τέλος ήρθε η πανηγυρική απαλλαγή επί της ουσίας το 2010. Είχαν περάσει δέκα χρόνια από την αρχή της δίωξης. Το «σκάνδαλο της ΔΕΚΑ» που άρχισε με κραυγές της Νέας Δημοκρατίας για την τιμωρία των ενόχων έκλεισε χωρίς να σχολιάσει το τέλος του σχεδόν κανείς. Για όσους ταλαιπωρήθηκαν και διασύρθηκαν δεν υπήρξε οποιαδήποτε έκφραση συγγνώμης από τους πολιτικούς που προκάλεσαν τη δίωξη.
Τα φαινόμενα άρνησης συμμόρφωσης στου νόμους ή υποχώρησης του κράτους δικαίου δεν πρόκειται να σταματήσουν, αν δεν καταπολεμήσουμε τις αιτίες τους, μικρές ή μεγάλες. Πρέπει να βελτιώσουμε συστηματικά την ποιότητα της διοίκησης και της παιδείας, να αντιπαρατεθούμε στην ασυδοσία των επιχειρήσεων και στην κατάχρηση εξουσίας στην κοινωνική ζωή, να προωθούμε την κοινωνική δικαιοσύνη, να καταπολεμήσουμε την διαρκή αντίδραση των κατεστημένων συμφερόντων σε οποιαδήποτε κοινωνική μεταβολή. Να ανατρέψουμε την υστέρησή μας. Και ταυτόχρονα κάτι πολύ απλό. Να κάνουμε σοβαρά τη δουλειά μας με συνείδηση της ευθύνης και της αποστολής μας. Να ζητούμε από όλους να κάνουν και αυτοί σοβαρά τη δουλειά τους. Όταν αυτό δεν συμβαίνει να επισημαίνουμε χωρίς δισταγμούς το γεγονός. Η πολιτική σκοπιμότητα να πάψει να είναι το κριτήριο συμπεριφοράς μας.
Να λειτουργήσει η δικαιοσύνη. Οι νόμοι να εφαρμόζονται, η παρανομία να έχει την προβλεπόμενη επίπτωση. Είναι σωστό ότι η αποκλειστικά νομική αντιμετώπιση ενός προβλήματος χωρίς την ενασχόληση με τα κοινωνικά αίτιά του μπορεί να οδηγήσει σε όξυνσή του. Όμως το γεγονός αυτό δεν δικαιολογεί την αδιαφορία της αστυνομίας ή την άρνηση των δικαστικών αρχών να ασχοληθούν με θέματα που τους αφορούν. Οι καθυστερήσεις στα δικαστήρια είναι υπερβολικές. Απλές υποθέσεις παίρνουν μήνες και χρόνια να καταλήξουν σε αποφάσεις. Άλλες διανύουν πολλά χρόνια σε εκκρεμοδικία. Η κατάσταση θα μπορούσε να βελτιωθεί αισθητά με ορισμένες απλές κινήσεις, αλλά η γραφειοκρατία και οι συντεχνίες δεν θέλουν να περιορίσουν ούτε την εξουσία ούτε τα έσοδά τους που τροφοδοτεί η καθυστέρηση. Δικαιοσύνη, η οποία βραδυπορεί τόσο πολύ στην πραγματικότητα δεν απονέμεται. Ανοίγει την πόρτα σε εκβιασμούς των αδίστακτων.
Η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή στην εφαρμογή των κανόνων του κράτους δικαίου. Το κράτος δικαίου είναι μία κατάκτηση που πρέπει να υπερασπιζόμαστε και να διευρύνουμε. Σε μία δημοκρατία η πολιτική εξουσία και οι πολίτες οφείλουν να υπακούουν στις έννομες προδιαγραφές που έχουν αποφασίσει οι εκπρόσωποι του λαού. Τόσο η καλλιέργεια ενός περιβάλλοντος, όπου κυριαρχούν ο λαϊκισμός και οι ωμές πολιτικές επιδιώξεις, όσο και η οικονομική ανασφάλεια και η όλο και μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση προάγουν την άρνηση του νόμου. Η ανομία οδηγεί σε περισσότερη αυθαιρεσία και τέλος σε «σωτήρες» πρόθυμους να καθιερώσουν το δικό τους άδικο και καταπιεστικό σύστημα. Και να το βαφτίσουν νόμο.