Οι όροι για την ανάκαμψη
Στις 19 Ιουνίου συμπληρώνονται δέκα χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) -τη ζώνη του ευρώ- και οκτώμισι χρόνια από την εισαγωγή του ευρώ σε φυσική μορφή.
Σήμερα πολλοί αντιλαμβάνονται την επιλογή να επιδιώξει η χώρα την είσοδό της στη ΟΝΕ ως αυτονόητη πολιτική επιλογή και την κατάληξη της προσπάθειας που άρχισε από τα μέσα της δεκαετίας του 90’ ως ένα εύκολο επίτευγμα. Όμως η εικόνα στο ξεκίνημα ήταν πολύ διαφορετική. Στις αρχές της δεκαετίας του 90’ το κόστος της επίτευξης των κριτηρίων εισόδου θεωρείτο ως κοινωνικά μη αποδεκτό. Η επιτυχία δε του εγχειρήματος θεωρούταν από Έλληνες και ξένους εξαιρετικά αμφίβολη. Η Ελλάδα ήταν σε τροχιά αποσταθεροποίησης και απόκλισης από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ελάχιστοι θεωρούσαν ότι στο τέλος της δεκαετίας το «μαύρο πρόβατο της Ε.Ε.» θα γινόταν μέλος της ΟΝΕ.
Πεποίθησή μου τότε ήταν ότι η χώρα έπρεπε -με οποιοδήποτε κόστος- να συνταχθεί με τον πυρήνα των χωρών που θα συγκροτούσαν τελικά την ΟΝΕ. Η αναγκαιότητα ήταν πολιτική και οικονομική. Η ΟΝΕ θα διασφάλιζε συνθήκες οικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης σε σχέση με ένα παρελθόν συνεχών κρίσεων, μόνιμης αστάθειας και αβεβαιότητας. Από πολιτική άποψη η απόφαση ήταν μια στρατηγική επιλογή για το ποια θα ήταν η θέση της χώρας στον υπό διαμόρφωση πολιτικό χάρτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης: μια θέση στο περιθώριο των διεθνών εξελίξεων ή μια θέση στον «σκληρό πυρήνα», όπου θα παίρνονταν όλες οι κρίσιμες αποφάσεις; Η συμμετοχή στην ΟΝΕ αντιπροσώπευε το όχημα για την ισότιμη συμμετοχή μας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης και για αυξημένη αποτελεσματικότητα στην επιδίωξη των εθνικών πολιτικών μας.
Η Ελλάδα χάρη σε μια συνεπή πολιτική σταθεροποίησης, η οποία μείωσε τα ελλείμματα, τον πληθωρισμό, την ανεργία και ενίσχυσε την ανάπτυξη, πέτυχε τον στόχο της.
Τα οφέλη και οι προκλήσεις μέσα στην ΟΝΕ
Η είσοδος στην ΟΝΕ έφερε μια σειρά από οφέλη. Η νομισματική πολιτική της ΟΝΕ στοχεύει στη σταθερότητα των τιμών και διαφυλάσσει τη μακροχρόνια αγοραστική αξία του χρήματος. Οι οικονομίες της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, μπήκαν με τον τρόπο αυτό σε μια σταθερή περίοδο χαμηλού πληθωρισμού. Ρυθμοί πληθωρισμού ύψους άνω του 10% που ήταν οι συνήθεις στη χώρα αποτελούν μια κακή ανάμνηση.
Με το ευρώ μειώθηκε η αβεβαιότητα από τις διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Διευκολύνθηκαν οι διασυνοριακές συναλλαγές. Το ενιαίο νόμισμα συμβάλλει στην αύξηση της διαφάνειας των τιμών και ως εκ τούτου ενισχύει τον ανταγωνισμό στις αγορές αγαθών, υπηρεσιών και συντελεστών παραγωγής.
Όλα τα μέλη της ΟΝΕ αξιοποίησαν τη συμμετοχή τους. Η Ελλάδα έζησε μια πολυετή περίοδο χωρίς νομισματικές διαταραχές. Τα επιτόκια χορηγήσεων μειώθηκαν δραστικά, από το επίπεδο του 23% το 1995 στο 7% το τέλος του 2003. Τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων έπεσαν από επίπεδα άνω του 14% σε επίπεδα κοντά στο 5%, κάνοντας το «όνειρο» της απόκτησης στέγης προσιτό στο μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων. Με τη μείωση των επιτοκίων εξοικονομήσαμε σημαντικά ποσά που διαθέσαμε για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Η χώρα απέκτησε έτσι πολύ περισσότερες δυνατότητες να χρηματοδοτήσει την παιδεία, την υγεία, το κοινωνικό κράτος και τις αναπτυξιακές δομές. Ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης την τετραετία 2000-2003 ήταν 4,2% ενώ στην Ε.Ε.-15 μόλις 1,8%. Η ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου εξασφάλισε φτηνότερο πετρέλαιο. Η Ελλάδα άρχισε να έχει ένα γρήγορο ευρωπαϊκό βηματισμό.
Ο οικονομικός κύκλος και η τροχιά του πληθωρισμού δεν είναι πανομοιότυποι από χώρα σε χώρα. Υπάρχουν ιδιαίτερες διαταράξεις στις επιμέρους χώρες, τις οποίες δεν μπορεί να αντιμετωπίσει η κοινή νομισματική πολιτική. Στο παρελθόν, για παράδειγμα, ενώ οι ρυθμοί ανάπτυξης στην Ελλάδα ήταν υψηλοί -και υψηλότεροι των αντίστοιχων στην Ε.Ε., η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ακολουθούσε επεκτατική νομισματική πολιτική που προωθούσε την ανάπτυξη στις οικονομίες του Βορρά. Αποτέλεσμα ήταν να εντείνονται οι πληθωριστικές πιέσεις στην Ελλάδα. Η υπερβολική αύξηση των τιμών των ακινήτων και των μετοχών τόσο στην Ελλάδα όσο και αλλού ήταν προϊόν αυτής της εξέλιξης.
Υπό το καθεστώς του ευρώ οι μηχανισμοί έγκαιρης προειδοποίησης επερχόμενων οικονομικών διαταραχών λειτουργούν, αλλά δεν γίνονται εύκολα αντιληπτοί από την κοινή γνώμη. Μια πτώση της αξίας της δραχμής λόγω ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας αποτελούσε άλλοτε ένα σοβαρό σήμα κινδύνου για την αγορά. Αποτέλεσμα ήταν οι οικονομικές αρχές να λαμβάνουν έγκαιρα τα κατάλληλα μέτρα, π.χ. να αποφασίζουν την άμεση αύξηση των εγχωρίων επιτοκίων. Σήμερα οι ανισορροπίες δεν έχουν άμεσες αρνητικές επιπτώσεις. Οι κυβερνήσεις, αν και τις διαπιστώνουν, μπορούν να μην αντιδράσουν φοβούμενες τις πολιτικές επιπτώσεις. Έχουν τη δυνατότητα να περιμένουν. Κατά συνέπεια το πρόβλημα παραμένει και μεγεθύνεται έως ότου παρουσιαστούν δύσκολα ανατρέψιμες εξελίξεις, όπως αποδεικνύει η σημερινή κρίση.
Η ανολοκλήρωτη ΟΝΕ
Η θεσμοθέτηση του ευρώ επιτεύχθηκε χάρη σ’ ένα πολιτικό συμβιβασμό μεταξύ των χωρών που θεωρούσαν το ενιαίο νόμισμα απαραίτητο βήμα για την καλύτερη λειτουργία της ενιαίας αγοράς, και της Γερμανίας που ήθελε το κοινό νόμισμα μόνο υπό συνθήκες εξασφάλισής της απέναντι στις οικονομικές ανισορροπίες άλλων χωρών. Ο συμβιβασμός αυτός χαρακτηρίζει τη λειτουργία της ΟΝΕ. Ενώ για τη νομισματική ένωση υπάρχουν σαφείς υποχρεωτικοί κανόνες, για την οικονομική πολιτική επικρατεί ασάφεια και κυρίως έλλειψη επαρκούς συντονισμού. Το περιεχόμενό της προσδιορίζεται με τη βοήθεια της διακυβερνητικής συνεργασίας, δηλαδή μετά από διαπραγματεύσεις και την συμφωνία όλων. Ενιαία υποχρεωτική για όλους οικονομική πολιτική δεν προέκυψε μέχρι σήμερα.
Με την πάροδο του χρόνου φάνηκε το αρνητικό αποτέλεσμα. Ενώ για αρκετά χρόνια ενισχύθηκε η οικονομική σύγκλιση των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, σταδιακά άρχισαν να δημιουργούνται ανισορροπίες μεταξύ του Βορρά και του Νότου. Στο Νότο ο πληθωρισμός ήταν πιο υψηλός και τα δημοσιονομικά ελλείμματα ξεπέρασαν κατά πολύ τα όρια που είχαν καθοριστεί. Οι χώρες του Νότου, και ιδίως η Ελλάδα, που ήταν λιγότερο ανταγωνιστικές οδηγήθηκαν στη διόγκωση των ελλειμμάτων του εμπορικού ισοζυγίου και σε αυξημένο δανεισμό. Παρ’ όλα αυτά οι κυβερνήσεις τους δεν αντέδρασαν. Λόγω της σταθερότητας του ευρώ δεν υπήρχαν αντιδράσεις στην κοινή γνώμη και ανησυχία στις αγορές.
Τα παραπάνω αντανακλούν την πραγματικότητα της ΟΝΕ. Αποτελεί μια νομισματική ένωση και πολύ λιγότερο μια οικονομική ένωση. Σε μια οικονομική ένωση με ισχυρό ομοσπονδιακό χαρακτήρα, όπως π.χ. στις ΗΠΑ, υπάρχει υποχρέωση αλληλεγγύης μεταξύ των μελών. Οι μεγάλες ανισορροπίες μεταξύ περιοχών αντιμετωπίζονται κυρίως με δημοσιονομικές μεταβιβάσεις. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης είναι μια μορφή μεταφοράς πόρων, αλλά πολύ περιορισμένη.
Η ελληνική κρίση ανέδειξε και άλλες ανεπάρκειες στο οικοδόμημα της ΟΝΕ. Η λειτουργία της ΟΝΕ στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι ο έλεγχος των στοιχείων των κρατών μελών από την Eurostat θα είναι επαρκής και θα εξασφαλίζει μια αντικειμενική εικόνα της οικονομικής κατάστασης των κρατών μελών. Ο έλεγχος αποδείχθηκε ανεπαρκής. Προέκυψε επίσης ότι η λειτουργία των αρμοδίων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επηρεάζεται από πολιτικές προτιμήσεις. Κατά την δήθεν απογραφή του ελληνικού ελλείμματος του 2004 έγιναν αποδεκτοί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ειδικοί για την περίπτωση κανόνες που υποβοήθησαν το στόχο της νεοδημοκρατικής κυβέρνησης να παρουσιάσει τα στοιχεία της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ ως αναληθή. Ως προς τα ελληνικά ελλείμματα των ετών 2008 και 2009 οι κοινοτικές υπηρεσίες δεν έδωσαν σημασία σε υπαρκτές αρνητικές εξελίξεις, που θα έπρεπε να είχαν επισημανθεί.
Η ελληνική κρίση έδειξε ότι η σημερινή κατάσταση με διαφορετικά επιτόκια κατά χώρα ευνοεί την κερδοσκοπία εις βάρος της πιο αδύνατης χώρας. Διευρύνει ανισότητες στη νομισματική ζώνη. Η νομισματική πολιτική που είναι κοινή πολιτική πρέπει να λαμβάνει όμως υπ’ όψη της τα συμφέροντα όλων των μελών. Το ευρώ δεν είναι μόνο το νόμισμα των χωρών του Βορρά. Χρειάζεται να λειτουργούν και μηχανισμοί αλληλεγγύης ή έστω μηχανισμοί διαχείρισης κρίσεων ώστε να μην πληρώνουν μόνο ορισμένοι τις αδυναμίες του συστήματος. Το πρόβλημα είναι και ότι η λειτουργία του όλου συστήματος βασίζεται στην παραγωγικότητα, στην ανταγωνιστικότητα, στις επενδύσεις, στο επίπεδο γνώσης, σε στοιχεία στα οποία ορισμένα κράτη υπερτερούν και άλλα υστερούν. Χρειάζονται εξισορροπητικοί μηχανισμοί και για την καταπολέμηση της υστέρησης.
Το 2008 το 27% των παγκόσμιων νομισματικών αποθεμάτων είχαν επενδυθεί σε ευρώ, μια εξέλιξη που ενίσχυσε το κύρος και τη διαπραγματευτική δύναμη όλων των μελών της ΟΝΕ. Προκάλεσε όμως ενόχληση και ανησυχία στους χρηματοπιστωτικούς κύκλους των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας. Διαπίστωσαν ότι ο νέος ανταγωνιστής του δολαρίου και της λίρας έθετε σε κίνδυνο την πρωτοκαθεδρία τους. Το ευρώ αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής και υπονόμευσης. Στα χρηματιστήρια υπήρξε οργανωμένη κερδοσκοπία σε βάρος του. Η ευρωπαϊκή απάντηση ήταν ασθενής. Έλειπε ένα ενιαίο κέντρο χειρισμού της κρίσης.
Η αναστροφή της θετικής πορείας
Στο περιβάλλον της Ευρωζώνης η οικονομική σταθερότητα μιας χώρας εξαρτάται από την ικανότητα της οικονομίας της να αντιδρά αυτόματα και με μικρό κόστος σε αρνητικές διαταράξεις. Στηρίζεται στη θέληση της κυβέρνησής της να προχωρεί στις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν τις εξισορροπητικές δυνατότητες της οικονομίας. Όπως είναι επιβεβλημένη και η συνεχής τήρηση των προϋποθέσεων λειτουργίας της ΟΝΕ, το έλλειμμα να μην υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος να συγκλίνει προς το 60% του ΑΕΠ.
Οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας, στηριγμένες στο χρόνο που τους έδωσε η προσπάθεια των προηγούμενων ετών, στηριγμένες δηλαδή στις πλάτες της σκληρής δουλειάς των προηγούμενων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, φρόντισαν όχι μόνο να μην κάνουν τίποτα, αλλά και να καταστρέψουν ό,τι βρήκαν. Η απόλυτη ασυδοσία στη διαχείριση των κρατικών πόρων, οι πολιτικές ανοησίες όπως η απογραφή, και η πρόσληψη χιλιάδων «πελατών» οδήγησαν σε ένα πρωτόγνωρο για την εποχή της ΟΝΕ δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Οι κρατικές δαπάνες εκτοξεύτηκαν σε πρωτοφανή ύψη. Το δημόσιο χρέος ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Είναι τώρα αναλογικά το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η αναμόρφωση της ΟΝΕ
Η κρίση έδειξε, ότι η λειτουργία της ΟΝΕ με βάση τους συμφωνημένους κανόνες δεν είναι αρκετή να περιορίσει κινδύνους και να αποτρέψει αρνητικές επιπτώσεις στο ευρώ και στις οικονομίες των χωρών μελών. Μια κοινή και συντονισμένη αντιμετώπιση των προβλημάτων αποδείχθηκε αναγκαία. Για την Ελλάδα ανακοινώθηκε ένα σχέδιο βοήθειας στις 28.3.2010 ύψους 110 δις ευρώ. Το τελευταίο Συμβούλιο Κορυφής την Παρασκευή 7 Μαΐου 2009 εξέφρασε τη θέληση των μελών της Ένωσης να στηρίξουν το ευρώ και να αποφύγουν την οποιαδήποτε αρνητική εξέλιξη της κρίσης για τις χώρες της ΟΝΕ. Οι Υπουργοί Οικονομικών αποφάσισαν σε εφαρμογή των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τη δημιουργία ενός μηχανισμού αντιμετώπισης κρίσεων με τη συμπαράσταση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, με κεφάλαια ύψους 720 δις ευρώ περίπου. Στις 21-22 Μαΐου συζητήθηκαν στις Βρυξέλλες προτάσεις της Γερμανίας και άλλων χωρών για την ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης. Η εξέταση των σχεδίων προϋπολογισμών από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προτού ψηφισθούν από τα κοινοβούλια των κρατών μελών είναι ένα από τα υπό εξέταση μέτρα.
Χρειάζονται όμως πολλά βήματα ακόμη. Δεν αρκεί η κινητοποίηση κατά περίπτωση. Χρειάζεται η διαμόρφωση μιας συνολικής στρατηγικής και η συντεταγμένη εφαρμογή της. Οι προσπάθειες όλων των χωρών είτε σε εθνικό επίπεδο είτε σε υπερεθνικό επίπεδο δεν πρόκειται να αποδώσουν αποτελέσματα, αν ο τρόπος λειτουργίας της ΟΝΕ βασίζεται μόνο στις μακρόσυρτες και πολύπλοκες συνεννοήσεις της διακυβερνητικής συνεργασίας. Χρειάζεται ένα ενιαίο κέντρο οικονομικής πολιτικής. Χωρίς πρόοδο προς την οικονομική και πολιτική ενοποίηση, η ΟΝΕ δεν θα διαθέτει ιδέες και μέσα για να αντιμετωπίζει τις παγκόσμιες εξελίξεις, να έχει λόγο στο διεθνή διάλογο και να παίζει ρόλο στη διαμόρφωση της επιθυμητής τάξης πραγμάτων.
Το ελληνικό πρόβλημα
Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα για την ελληνική οικονομία αποτελεί ένα ισχυρό μέσο πίεσης για την προσαρμογή της χώρας. Θα συμβάλει ώστε να αντιμετωπιστούν χρόνια προβλήματα που αποτελούσαν αιτίες αστάθειας. Παράδειγμα το ασφαλιστικό. Υπάρχουν επίσης και άλλα στοιχεία, που συνηγορούν για τη δυνατότητα υπέρβασης της κρίσης. Ενδεικτικά αναφέρω την αποδοχή της ανάγκης για τη σταθεροποίηση από την ελληνική κοινωνία, μια άνετη κυβερνητική πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και τη σημαντική προσπάθεια αύξησης των κρατικών εσόδων και μείωσης του ελλείμματος.
Υπάρχουν όμως και δεδομένα που δεν επιτρέπουν αυτή τη στιγμή να προδικαστεί με βεβαιότητα η εξέλιξη. Η σταθερότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών θα επηρεάσουν ευνοϊκά την Ελλάδα. Αν όμως υπάρξει ύφεση ή μια νέα κρίση ιδίως στις άλλες χώρες του Νότου το κλίμα θα χειροτερεύσει και για τη χώρα μας. Η πτώση των επιτοκίων, που είναι αναγκαία για να προσφύγουμε στη διεθνή αγορά ομολόγων θα καθυστερήσει. Η ύφεση θα παραταθεί. Η ανεργία θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο.
Καθοριστικό ρόλο θα παίξουν και οι επιδόσεις μας κατά την εφαρμογή του σταθεροποιητικού προγράμματος. Αν οι στόχοι δεν πραγματοποιούνται και οι αποκλίσεις είναι μεγάλες θα αυξάνεται η αμφιβολία των εταίρων μας στην ΟΝΕ όσο και στις αγορές για την έκβαση του εγχειρήματος διάσωσης. Τα επιτόκια δανεισμού θα μείνουν υψηλά, οι δυνατότητές μας να εξασφαλίσουμε χρηματοδοτήσεις περιορισμένες. Χρειαζόμαστε όμως μια σχέση εμπιστοσύνης με τις αγορές και τους εταίρους μας, ώστε να μη σταματήσει η χορήγηση των ποσών που συμφωνήθηκαν αλλά και να είναι εύκολος ο εξωτερικός δανεισμός έως ότου ομαλοποιηθεί η κατάσταση. Άρα μπορούμε να κερδίσουμε το παιχνίδι της αξιοπιστίας πολύ πιο γρήγορα από τον χρονικό ορίζοντα της εξόδου από την κρίση και αυτό θα είναι καθοριστικό για τις εξελίξεις.
Η άποψη, ότι σε περίπτωση μεγάλων δυσκολιών η Ελλάδα μπορεί να αποχωρήσει από την ΟΝΕ και να υποτιμήσει τη δραχμή ώστε να αποκτήσει περιθώρια ελιγμών, είναι εσφαλμένη. Δεν ισχύει για μια χώρα, στην οποία η παραγωγική βάση είναι εξαιρετικά περιορισμένη και η ανταγωνιστικότητά της θα παραμείνει χαμηλή λόγω της ποιότητας και της τεχνολογίας που προσφέρει. Η έξοδος από την ΟΝΕ θα συνοδευτεί από πολλά χρόνια δυστυχίας. Οι γνώμες που υποστηρίζονται από πολλούς οικονομολόγους στο εξωτερικό συνοψίζονται στο συμπέρασμα, ότι το υπερβολικό δημόσιο χρέος, που έχει συσσωρευθεί και θα συνεχίσει να αυξάνει τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσει ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο για την επάνοδο στην ομαλότητα. Έχουμε όμως και σε άλλες εποχές πετύχει να ξεπεράσουμε κρίσιμες καταστάσεις. Η ένταξη στην ΟΝΕ αποτελεί ένα παράδειγμα. Οι κατά καιρούς διακινούμενες «πληροφορίες» ότι χρεοκοπούμε και βγαίνουμε από την Ευρωζώνη εξυπηρετούν ετερόκλητα συμφέροντα και σκοπιμότητες και αντιστρατεύονται στις προσπάθειες της χώρας για σταθερότητα και ανάπτυξη.
Η μόνη ενδεδειγμένη τακτική σήμερα είναι η συνεχής περικοπή των κρατικών δαπανών, η εφαρμογή του σταθεροποιητικού προγράμματος, τροποποίηση του όταν αυτό γίνει δυνατό, ώστε να καταστεί κοινωνικά πιο δίκαιο και η επικέντρωση σε αναπτυξιακές δραστηριότητες. Η επάνοδος σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης είναι μια εξίσου σημαντική προϋπόθεση επιτυχίας όπως και η μείωση των δαπανών. Η έξοδος από την κρίση εξαρτάται λοιπόν κατά κύριο λόγο από τη δικιά μας δουλειά. Δεν πρόκειται να προκύψει χωρίς επίπονη και συνεχή προσπάθεια. Είμαι βέβαιος ότι μπορούμε.