Οι συντεχνιακές νοοτροπίες είναι και διαδεδομένες και αποδεκτές από σημαντικό τμήμα της κοινωνίας. Οι διάφοροι σύλλογοι, φορείς και επιμελητήρια που εκπροσωπούν τα συμφέροντα των μελών τους, δικηγόρων, γιατρών, βιομηχάνων, εμπόρων κλπ. έχουν κατά κανόνα αναγνωριστεί από το κράτος ως σύμβουλοί του. Με τον τρόπο αυτό οι ομάδες πίεσης, που καταδικάζει ο δημόσιος λόγος ως φαινόμενο παρακμής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις ΗΠΑ, έχουν ενσωματωθεί στη ζωή του κράτους και δεν υπόκεινται σε ελέγχους, δημόσια κριτική και αποτίμηση της συμπεριφοράς τους. Το αποτέλεσμα είναι οι συνδικαλιστικές και συντεχνιακές εκπροσωπήσεις να επηρεάζουν υπέρμετρα τις κυβερνητικές και κομματικές πολιτικές.
Τα συμφέροντα των καταναλωτών, των πολιτών ή της πολιτείας υποχωρούν.
Στόχος του ΠΑΣΟΚ και της κυβέρνησής του το 1996 ήταν να αντιπαρατεθούν στη νομιμοποιημένη και κοινωνικά αποδεκτή κυριαρχία συντεχνιακών νοοτροπιών. Η συνέχεια δεν ήταν εύκολη. Παράδειγμα αποτελεί η αντιπαράθεση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ με τους δικηγορικούς συλλόγους για την αναμόρφωση της πολιτικής και ποινικής δικονομίας. Στη θέση της κυβέρνησης να καταργηθούν διαδικασίες που καθυστερούν επί πολύ και άνευ λόγου την απονομή της δικαιοσύνης, αντέδρασαν οι δικηγορικοί σύλλογοι, οργανώνοντας επί εβδομάδες κινητοποιήσεις και αποχές από τα δικαστήρια. Δεν δέχονταν να μειωθεί το έργο των δικηγόρων, π.χ. οι πολλές αναβολές ή οι αποδεικτικές διαδικασίες που παρέτειναν επί χρόνια τις δίκες. Η μεταρρύθμιση όμως επιβλήθηκε. Αλλά και πολλά νοσοκομεία καθυστέρησαν την έναρξη και ανάπτυξη της λειτουργίας τους λόγω τόσο των συντεχνιακών αντιστάσεων και των ενδοϊατρικών συγκρούσεων όσο και κυρίως του ανταγωνισμού μεταξύ των πανεπιστημιακών και των γιατρών του ΕΣΥ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν το Αττικό νοσοκομείο, το Πανεπιστημιακό της Λάρισας και το Παπαγεωργίου στη Θεσσαλονίκη. Χάρη όμως στην επιμονή της κυβέρνησης τα νοσοκομεία αυτά τελικά λειτούργησαν.
Αλλά και στον επιχειρηματικό κόσμο υπάρχουν αντίστοιχες συμπεριφορές. Τα αναπτυξιακά κίνητρα δεν θεωρούνται ποτέ επαρκή, οι φορολογικές μειώσεις ποτέ ικανοποιητικές. Η ανταγωνιστικότητα είναι το κεντρικό επιχείρημα για τις αιτούμενες παροχές. Όμως οι βασικές προϋποθέσεις της ανταγωνιστικότητας, δηλαδή η καλύτερη οργάνωση των επιχειρήσεων, η εκπαίδευση του προσωπικού, η εφαρμογή νέων τεχνολογιών θεωρούνται πάντα ευθύνη «των άλλων», της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση επέμενε σθεναρά ότι προνομιακές ρυθμίσεις, δημιουργία ειδικών κατηγοριών, εξαιρέσεις από γενικούς κανόνες δεν συμβιβάζονται με την επιδίωξη για διαρθρωτικές μεταβολές, ελεύθερο ανταγωνισμό και κατάργηση του κρατικού προστατευτισμού. Γι’ αυτό και αντιμετώπισε, ιδίως τη δεύτερη τετραετία, έντονες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου.
Από το βιβλίο «Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα 1996-2004» (σσ. 533-535, εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2005)