Παράδειγμα μιας πολιτικής πρακτικής με την οποία ένα σοσιαλιστικό κόμμα πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή αναμέτρηση είναι ο λαϊκισμός. Ο λαϊκισμός απλοποιεί. Απευθύνεται όχι στο λογικό επιχείρημα αλλά στο πηγαίο συναίσθημα. Χρησιμοποιεί διάφορα θέματα που συγκινούν για να διεγείρει. Επιστρατεύει ανάλογα με τις συγκυρίες ή τα ακροατήρια τη φτώχεια, τις κοινωνικές αδικίες, την ξενοφοβία, τις διεθνείς και εσωτερικές συνωμοσίες, τις εκμεταλλευτικές διαθέσεις των μονοπωλίων, την αδηφαγία των βιομηχάνων, την τεμπελιά των εργαζομένων, τη θρασύτητα των αναρχικών και την ανικανότητα των πολιτικών. Δεν ενοχλείται από λογικές ασυνέπειες. Δεν ενδιαφέρεται για μια συγκροτημένη επιχειρηματολογία. Ενδιαφέρεται μόνο να προκαλέσει διαμαρτυρίες και να συγκεράσει τις απογοητεύσεις σε μια καθολική άρνηση. Ενδιαφέρεται να συσπειρωθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι, ασχέτως των πεποιθήσεών τους, κατά του εχθρού που υποδεικνύει. Ο λαϊκισμός με τον τρόπο αυτό μεταθέτει τα προβλήματα από το επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων, της λειτουργίας της οικονομίας και των θεσμών σε ένα επίπεδο σχέσεων των πολιτών προς τους κυβερνώντες. Κατά τον λαϊκιστικό λόγο οι πολίτες δεν έχουν κανένα λόγο να προβληματίζονται με το πώς λειτουργεί η οικονομία και η κοινωνία. Οφείλουν να στρέφονται αδιαμεσολάβητα στους ηγέτες και να απαιτούν. Αυτοί τότε με την αντίδρασή τους αποδεικνύουν αν είναι φίλοι ή εχθροί.
Η νέα κυβέρνηση είχε από το 1996 στόχο να περιορίσει αυτές τις πρακτικές, να αποφύγει τις απλουστευμένες και χωρίς τεκμηρίωση επιχειρηματολογίες. Γι’ αυτό και επιδίωξε να πληροφορεί, να τεκμηριώνει, να αναδεικνύει τη σημασία των κοινωνικών συνθηκών και μιας σχεδιασμένης αντιμετώπισης των προβλημάτων. Οι φορείς του λαϊκισμού και ορισμένα MME που τους εξέφραζαν έπαψαν να έχουν ρόλο για το ΠΑΣΟΚ και την κυβέρνηση. Συνέχισαν όμως να διαμορφώνουν απόψεις στην κοινωνία και να αποτελούν ιδεολογικό μέτωπο απέναντι στο εγχείρημα του εκσυγχρονισμού.
Από το βιβλίο «Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα 1996-2004» (σσ. 529-530, εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2005)