Η Ελλάδα βρίσκεται σ’ ένα σταυροδρόμι. Θα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα σ’ ένα δρόμο που ορίζεται από φαντασιώσεις και μύθους και μια πορεία που χαρακτηρίζει ο κριτικός ρεαλισμός.
Η Ελλάδα χρειάζεται ανάπτυξη για να βγει από την κρίση. Η ανάπτυξη απαιτεί την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στο μέλλον της χώρας και πόρους για επενδύσεις. Ούτε η εμπιστοσύνη ούτε τα κεφάλαια εξασφαλίζονται όταν υπάρχει συνεχής αβεβαιότητα για τις οικονομικές εξελίξεις. Η αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής πολιτικής στο σύνολό της αλλά και η μη εφαρμογή των αποφάσεων της Ένωσης αποτελούν επίσης μόνιμα εμπόδια για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης.
Το πιθανό «αναπτυξιακό σύμφωνο» που συζητείται τώρα στην Ένωση θα προβλέπει πόρους και για τη χώρα μας. Θα προϋποθέτει όμως για την καταβολή τους την εφαρμογή των περιορισμών του «δημοσιονομικού συμφώνου» καθώς και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Ελλάδας από τις δανειακές συμβάσεις. Στην χώρα πολλοί ελπίζουν ότι ο κ. Ολλάντ και οι άλλοι ηγέτες που επισήμαναν τις αρνητικές πλευρές της λιτότητας θα απαλλάξουν την Ελλάδα από τις δεσμεύσεις της. Ούτε όμως ο γάλλος πρόεδρος ούτε οι άλλοι ηγέτες της Ένωσης θα δεχθούν να χορηγήσουν χρήματα χωρίς όρους και χωρίς να εφαρμοστεί η δημοσιονομική πειθαρχία. Είναι μια πραγματικότητα με την οποία πρέπει να συμβιβαστούμε. Η συμμετοχή μας καθορίζεται από ένα κοινό δεσμευτικό πλαίσιο. Το επιβεβαίωσε το άτυπο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης της περασμένης Τετάρτης 23 Μαΐου. Ο πρόεδρός του τόνισε ότι «θέλουμε η Ελλάδα να παραμείνει στη Ζώνη του ευρώ εφόσον τηρεί τις υποχρεώσεις της».
Η Ελλάδα χρειάζεται να σταθεροποιήσει την οικονομία της, να εξασφαλίσει την ανάκαμψή της. Πρέπει να προχωρήσει σε διαρθρωτικές αλλαγές για να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της, που πάσχει. Η πρόοδός μας εξαρτάται από το εάν θα περιορίσουμε ένα πολυδάπανο κράτος, ανοίξουμε τις κλειστές αγορές, αυξήσουμε την παραγωγικότητα άσχετα από το εάν το επιτάσσει το μνημόνιο ή όχι.
Η πολιτική που συνιστά να αρνηθούμε όλες τις υποχρεώσεις μας, χωρίς όμως να φύγουμε από τη ζώνη του ευρώ, θα εντείνει την αβεβαιότητα και θα επιτείνει την ύφεση. Θα κλονισθεί το τραπεζικό σύστημα και η κατάληξη θα είναι ακριβώς αυτή που θέλουμε να αποφύγουμε, η έξοδος από το ευρώ. Δεν αποφασίζουμε μόνον εμείς αν θα μείνουμε ή όχι στη ζώνη του ευρώ. Καθορίζουν τις εξελίξεις εκτός από μας οι εταίροι και οι δανειστές μας, οι αγορές και οι δυναμικές που θέτουμε σε κίνηση με τις ενέργειές μας. Ο ισχυρισμός, ότι οι Ευρωπαίοι δεν θα τολμήσουν να διακόψουν τη χρηματοδότησή μας, διότι η ζημιά που θα υποστούν από την πτώχευση της Ελλάδας ή την αποχώρησή μας θα είναι εξαιρετικά μεγάλη, είναι εξωπραγματικός. Οι χώρες του πυρήνα της Ένωσης έχουν ήδη πάρει τα μέτρα τους. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος γι’ αυτές είναι να εμπεδωθεί η αρχή, ότι τα δανεικά μπορεί να είναι και «αγύριστα». Η υποχώρηση απέναντι στην Ελλάδα θα συνεπάγεται και υποχώρηση απέναντι στην Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Ισπανία. Γι’ αυτό και αποκλείεται.
Η επάνοδος στη δραχμή δεν θα μας χαρίσει νέες δυνατότητες. Θα οδηγήσει στην ολική οπισθοδρόμηση. Είναι πρώτα απ’ όλα άγνωστο με ποιο τρόπο μπορεί να γίνει. Δεν θα είναι μια απλή υποτίμηση, όπως φαντάζονται μερικοί. Για να πετύχει θα πρέπει να υπάρξουν δρακόντειοι έλεγχοι σε όλες τις συναλλαγές ώστε να προστατευθεί το νέο νόμισμα. Θα επανέλθουμε στη μεταπολεμική εποχή των συνεχών αδειών για να πάρουμε συνάλλαγμα, να εξάγουμε ή να εισάγουμε, να εξοφλήσουμε μια υποχρέωση στο εξωτερικό ή για να χορηγήσουν οι τράπεζες ένα δάνειο στους πολίτες. Οι ελευθερίες που μας εξασφάλισε η συμμετοχή μας στην Ένωση θα συρρικνωθούν για άγνωστο χρονικό διάστημα. Και βέβαια θα τεθεί το ερώτημα, αν μπορούμε να συνεχίσουμε να είμαστε μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν δεν εφαρμόζουμε τους κανόνες της.
Η Ελλάδα οφείλει να διαμορφώσει ένα σχέδιο για το αύριό της στην Ευρωζώνη, σχέδιο που δεν υπάρχει σήμερα. Χρειαζόμαστε επεξεργασμένες προτάσεις που συμβιβάζουν τις επιδιώξεις μας με τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Όροι του μνημονίου, που θέτουν ανέφικτους στόχους για την χρονική προσαρμογή της χώρας ή επιτείνουν την κοινωνική δυστυχία, θα πρέπει να επανεξεταστούν. Θα μπορέσουμε να τους αναθεωρήσουμε, αν με τις προτάσεις μας γεννήσουμε εμπιστοσύνη, αν πείσουμε ότι θέλησή μας είναι να αναδιαρθρώσουμε την οικονομία και το κράτος μας, αν δείξουμε ότι δεν υπεκφεύγουμε αλλά επιδιώκουμε την αποτελεσματική συνεργασία. Σ’ αυτή την περίπτωση θα μπορέσουμε να επωφεληθούμε και από το συζητούμενο ευρωομόλογο. Θα αφορά τη χρηματοδότηση μεγάλων έργων και δεν θα είναι μέσο απεριόριστου δανεισμού όπως φαντάζονται πολλοί στη χώρα μας. Η συνεργασία μας θα μας δώσει επίσης τη δυνατότητα χρηματοδοτήσεων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, εφόσον οριστικοποιηθεί η σχεδιαζόμενη αναβάθμισή της.
Οι πολίτες πλήρωσαν μέχρι σήμερα ένα πολύ ακριβό τίμημα τόσο γιατί η Ευρωζώνη σχεδίασε πρόχειρα και αλαζονικά τα μέτρα όσο και γιατί η Ελλάδα δεν παρουσίασε μια δική της πειστική άποψη για το πώς θα επανέλθει στη σταθερότητα. Η χώρα έγινε έρμαιο των εξελίξεων. Τα χιλιάδες «νεκρά» έργα και τα αναξιοποίητα δισ. των διαρθρωτικών ταμείων είναι ένδειξη της μεγάλης μας αδυναμίας. Η ρεαλιστική πολιτική και η αποτελεσματική διαπραγμάτευση αποτελούν ανάγκη για να μη σπαταληθούν και άλλοι πόροι, για να δουν οι πολίτες τους κόπους τους να αμείβονται.
Με την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη το 2000 η χώρα πέτυχε σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους απ’ ό,τι είχε παρουσιάσει για τριάντα περίπου χρόνια, ο πληθωρισμός μειώθηκε σε πρωτόγνωρα χαμηλά επίπεδα, τα επιτόκια περιορίστηκαν δραστικά, οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις αυξήθηκαν, η χώρα απέκτησε διαπραγματευτική δύναμη.
Η Ελλάδα δεν έχει μέλλον σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, αν σταθεί στο περιθώριο, έγκλειστη σε μια εθνικιστική νοοτροπία που αρνείται να αναγνωρίσει τη διεθνή πραγματικότητα. Οι ηρωικές αρνήσεις, η επίκληση των πεπρωμένων του έθνους, οι επαναστάσεις, ο νέος κόσμος που θα ανατείλει, όποτε το θελήσουμε, αποτελούν φενάκη όσων δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις ανάγκες του σήμερα, να δημιουργήσουν με τρόπο χειροπιαστό για τη χώρα τις προϋποθέσεις της ανάκαμψης.
Η χώρα έφτασε στη σημερινή κατάσταση γιατί οι ηγεσίες της μετά το 2004 νόμιζαν ότι «ήξεραν καλύτερα». Πίστευαν ότι μπορούσαν να αποφύγουν κοινοτικούς κανόνες και αυτονόητες οικονομικές αρχές. Θεωρούσαν ότι λεφτά υπάρχουν για να εφαρμόσουν τις πελατειακές πολιτικές, να χορηγήσουν ανέμελα παροχές, να σπαταλήσουν πόρους για να κατακτήσουν ή να διασφαλίσουν την εξουσία τους. Σήμερα παίζεται από τους αυτοπροβαλλόμενους σωτήρες το ίδιο παλιό παιχνίδι. Το μόνο που διαφέρει είναι η φρασεολογία, το κάλυμμα, ώστε ο λόγος να δείχνει νέος και πειστικός.
Η συμμετοχή και η συνεργασία μας στην Ένωση είναι ζωτική προϋπόθεση για τη χώρα. Παρά τις λανθασμένες ή ελλιπείς αποφάσεις της Ευρωζώνης, παρά τις καθυστερήσεις στην αντιμετώπιση της κρίσης η παρουσία μας στις ευρωπαϊκές εξελίξεις παρέχει τη δυνατότητα για την ανατροπή της σημερινής κατάστασης. Συμμετέχοντας με σχέδιο μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα. Η απόρριψη της Ένωσης και του ευρώ, που υποστηρίζουν πολλοί, δεν λύνει τα προβλήματά μας. Τα επιδεινώνει. Προσθέτει στις τόσες δυσκολίες και πολλές άλλες. Αντί να απασχολούμαστε με το ανύπαρκτο δίλημμα, αν πρέπει ή όχι να εγκαταλείψουμε την Ευρωζώνη, θα πρέπει να σκύψουμε πάνω στο κεντρικό πρόβλημα της χώρας, την αποφασιστική αντιμετώπιση της υστέρησής μας.
Έχουμε χρέος να εξασφαλίσουμε στη χώρα μια σταθερή πορεία προόδου, να τις δώσουμε τη δυνατότητα με σχέδιο, σύστημα και ρεαλισμό να ανακόψει την κατάρρευση και να προχωρήσει στην ανάκαμψη. Είναι ανάγκη να υπάρξει κυβέρνηση που θα κυβερνήσει τον τόπο με υπευθυνότητα και συνέπεια.