Η πρώτη εμφανής αξία του βιβλίου του Τ. Ιωακείμιδη είναι ότι η οπτική του είναι απαλλαγμένη από στερεότυπα, βλέπει κατευθείαν το πρόβλημα, πώς αντιμετωπίζεται, ποιες είναι οι συμβατικές επιχειρηματολογίες και ποιες οι ουσιαστικές, πού βρίσκεται – όταν είναι απαραίτητη – η μέση οδός. Στον ίδιο τον συγγραφέα έχω εκτιμήσει τη διαρκή ανανέωση των γνώσεών του, τη συνθετική του ικανότητα και την εκτεταμένη και βαθιά γνώση του στην ευρωπαϊκή ιστορία και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, που επίσης είναι στοιχεία εμφανή στο βιβλίο. Και ειδικότερα για τα ευρωπαϊκά, θα έλεγα ότι ο Ιωακειμίδης είναι ίσως ο κύριος πόλος αναφοράς στην Ελλάδα, καθώς έζησε στον πυρήνα των γεγονότων (μέσα από διάφορες θέσεις ευθύνης) διαχρονικά όλες τις ευρωπαϊκές εξελίξεις.
Το συγκεκριμένο βιβλίο αναφέρεται στις πολυκύμαντες ελληνο-τουρκικές σχέσεις, τις οποίες επίσης παρακολουθεί από κοντά ο συγγραφέας εδώ και πολλά χρόνια. Ο συγγραφέας υπηρετεί εδώ μια κεντρική ιδέα: Πως είναι επιζήμια για τα εθνικά συμφέροντα, η συνεχιζόμενη διαχείριση των ελληνοτουρκικών και όχι η λύση τους. Ο Ιωκειμίδης έχει καταλήξει στο συμπέρασμα, πως η πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου «μη πόλεμος/ μη ειρήνη» έχει ημερομηνία λήξης και πως για να αποτρέψουμε τον πόλεμο, αναγκαστικά θα πρέπει να κατευθυνθούμε στην ειρήνη. Κι επ’ αυτού έχει πολλά να πει και θα επανέλθω.
Αυτό που θα ήθελα στο σημείο αυτό να παρατηρήσω, είναι ότι το υπόστρωμα των γνώσεών του στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, δίνει στον συγγραφέα το μεγάλο πλεονέκτημα της δυνατότητας εισήγησης πολιτικής, μέσω της υποβολής συνεκτικών, σύγχρονων και σύνθετων προτάσεων.
Παράδειγμα ένα: όταν η διεθνής κοινότητα απευθύνεται σε Αθήνα και Άγκυρα με το κλισέ «βρείτε τα» λέει ο Ιωακειμίδης, «για να τα βρούμε, θα πρέπει η Αθήνα να χαράξει ένα συγκεκριμένο σχέδιο και στρατηγική, εμπλέκοντας και την Ευρωπαϊκή Ένωση – προβλέποντας λόχου χάρη τη σύσταση μιας ειδικής task force, όπως προβλέπεται στο άρθ.42 παρ.5 της ΚΕΠΠΑ».
Παράδειγμα δύο: αναφερόμενος στο καυτό θέμα των εξορύξεων στο Αιγαίο, ο συγγραφέας στέκεται καθαρά αρνητικός. Μεταξύ άλλων για το ενδεχόμενο ενός ατυχήματος, που θα είχε αναμφίβολα τρομακτικές συνέπειες στο Αιγαίο. Υποστηρίζοντας αυτή την άποψη, που απορρίπτει τόσο την εκμετάλλευση όσο και τη συνεκμετάλλευση, ο Ιωακειμίδης επισημαίνει, ότι μια απόφαση μη εκμετάλλευσης συμπλέει και με τους γενικότερους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της Κλιματικής Αλλαγής, όπως περιγράφονται στην «Πράσινη Συμφωνία».
Ο βασικός κορμός του βιβλίου είναι η σκέψη, πως οποιαδήποτε καθυστέρηση στην επίλυση των ελληνοτουρκικών δεν ευνοεί τα ελληνικά συμφέροντα. Επ’ αυτού προσφέρει πλήθος επιχειρημάτων.
Πρώτα απ’ όλα σημειώνει, ότι το ενδεχόμενο μιας πολεμικής σύγκρουσης μπορεί να προκύψει ανά πάσα στιγμή, είτε εξαιτίας ενός ατυχήματος, είτε εξαιτίας μιας παρεξήγησης που μπορεί να συμβεί σε περίοδο έλλειψης επικοινωνίας.
Στη συνέχεια απαριθμεί τα γεγονότα που σωρεύονται και που καθιστούν μειονεκτικό για μας τον συσχετισμό των δυνάμεων. Η Τουρκία λέει, πληθυσμιακά είναι η ισχυρότερη χώρα της περιοχής και σε σύγκριση με την Ελλάδα η σχέση είναι 1 προς 8. Η οικονομία της είναι τετραπλάσια απ’ αυτή της Ελλάδας, εξού και είναι μέλος του G20. Έχει αξιόλογη πολεμική βιομηχανία και πιθανολογείται ότι αναπτύσσει μυστικά οπλικά προγράμματα, πυραύλους ίσως και πυρηνικά όπλα. Συν τω χρόνω σωρεύεται και το μεταναστευτικό/προσφυγικό πρόβλημα που εργαλειοποιείται από την Άγκυρα.
Παραπέμποντας εξάλλου σε διεθνείς αναλύσεις, ο Ιωακειμίδης υπογραμμίζει πως ένας «ανεξέλεγκτος ηγέτης δεν είναι πολιτικά υπόλογος για το κόστος ενός πολέμου. Στον πόλεμο άλλωστε, δεν καταφεύγουν οι δημοκρατίες παρά τα αυταρχικά καθεστώτα, όπου η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής είναι προσωποπαγής και δεν περιορίζεται από κάποιο θεσμικό αντίβαρο».
Με την πάροδο του χρόνου τέλος, σημειώνει ο συγγραφέας , από την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, που ήταν το μοναδικό ελληνοτουρκικό θέμα προς επίλυση το 1973, σήμερα είναι τουλάχιστον οχτώ. Οι γκρίζες ζώνες, η συνάρτηση της ελληνικής κυριαρχίας των νησιών με τον όρο της αποστρατικοποίησης, το casus belli κ.α.
Από την άλλη μεριά, η Ελλάδα είναι πολιτικά ισχυρή. Η χώρα μας κατατάσσεται στις 35 περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη – πολιτικά, δημοκρατικά, οικονομικά, κοινωνικά. Η εξωτερική της πολιτική επίσης, στα μεταπολιτευτικά χρόνια υπήρξε συνολικά επιτυχημένη κατακτώντας τους επιμέρους στόχους της, και χαρακτηρίσθηκε (συν/πλην) από μια σταθερότητα προσανατολισμού. Στο σημείο αυτό, ο Ιωακειμίδης αναφέρεται και σε τρείς στρατηγικές αστοχίες. Δεν πέτυχε η Αθήνα, λέει, την επίλυση των ελληνο-τουρκικών και του Κυπριακού, ενώ συνηθίζει να συμμετέχει σε τριμερείς στρατιωτικές συμπράξεις με χώρες εχθρικές προς την Τουρκία. Με αυτή την τακτική η Ελλάδα, υποστηρίζει ο Ιωακειμίδης, « στέλνει το μήνυμα περικύκλωσης της Τουρκίας, προκαλώντας ως αντίδραση δυσμενείς συνέπειες, όπως είναι το έκνομο τουρκο-λιβυκό σύμφωνο».
Το βιβλίο έχει τέλος δύο κρυφές αξίες: πρώτον, βλέπει τη σύγχρονη πραγματικότητα με το ιστορικό της βάθος. Παραπέμποντας λ.χ. σε πρωτογενείς πηγές μας θυμίζει ότι στη συνάντηση Καραμανλή-Ετζεβίτ, στο Μοντρέ το 1978. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αφενός μιλούσε για «τουρκική μειονότητα στη Θράκη» και αφετέρου αναγνώρισε ότι «το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη, καθώς η Τουρκία έχει ορισμένα δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου», δεδομένου ότι υπάρχουν «ειδικές συνθήκες στο Αιγαίο». Ο Καραμανλής πρεσβύτερος επίσης, ήταν ανοιχτός στη λύση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, την οποία απέρριψε 26 χρόνια αργότερα ο Καραμανλής νεώτερος. Ο πρεσβύτερος είχε πει – «προσωπικώς πιστεύω ότι δεν υπάρχει πρόβλημα που να μην έχει τη λύση του, κι αν στο τέλος του διαλόγου δεν υπάρχει συμφωνία, τότε θα πρέπει να πάμε στη Χάγη». Το 1976 είχε προτείνει δύο σύμφωνα Μη επίθεσης και Αμοιβαίου περιορισμού των εξοπλισμών, ενώ το 1975 είχε αρχίσει διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό συνυποσχετικού ώστε να παραπεμφθεί το θέμα της υφαλοκρηπίδας στο ΔΔΧ, μια προσπάθεια που έμεινε εκκρεμής, καθώς η Τουρκία υπαναχώρησε. Ένα μόλις χρόνο μετά από την εισβολή στην Κύπρο.
Το δεύτερο σημείο που εντοπίζει ο Ιωακειμίδης είναι οι αντιφάσεις στην τρέχουσα ρητορεία. Τρία παραδείγματα: 1) Μιλούμε, λέει, για την επέκταση των χωρικών μας υδάτων ως απειλή έναντι της Τουρκίας και ξεχνούμε ότι ούτε η Ρωσία ούτε οι ΗΠΑ θα δεχθούν τη μείωση του εύρους των διεθνών υδάτων απ’ το 50% που είναι σήμερα στο 20%. 2) Ειρωνευόμαστε την Τουρκία ότι «πατά σε δυο βάρκες», ενώ στην πραγματικότητα λειτουργεί ως σύμμαχος της Δύσης αλλά και διαμεσολαβητής στην Ανατολή. Και 3) διακηρύσσουμε σε κάθε τόνο ότι η πολιτική μας στηρίζεται στο διεθνές δίκαιο, αλλά ταυτόχρονα απ’ το 2004 και μετά, υπόγεια διαχέεται το μήνυμα ότι στη Χάγη, οι θέσεις μας δεν θα δικαιωθούν. Ίσως, επειδή διακατεχόμαστε από μια δυσανεξία στην έννοια του συμβιβασμού και μια πλειοδοσία στον όρο του «δίκιου»…
Τέλος, ο Ιωακειμίδης φωτίζει με ενδιαφέροντα τρόπο γεγονότα που είδαμε αποσπασματικά. Παράδειγμα – το 2021, ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας από τη Σαουδική Αραβία δήλωσε, «πως η Ελλάδα πιστεύει στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και δεν πρόκειται να αρχίσει να σκάβει τον βυθό της Μεσογείου. Επειδή το Αιγαίο είναι ένας παράδεισος στη γή και δεν σκοπεύουμε να το μετατρέψουμε σε Κόλπο του Μεξικού». Η θέση, αυτή ευθυγραμμίζεται και με την Πράσινη Συμφωνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδεσμεύοντας γενναίες χρηματοδοτήσεις. Αποδυναμώνει επίσης και την ένταση στη διαμάχη για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Καταλήγοντας, θέλω να αναφερθώ σε μια παρατήρηση του Ιωακειμίδη: 8 χρόνια μετά από την Μικρασιατική καταστροφή ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Κεμάλ Ατατούρκ συνυπέγραψαν τη Συνθήκη Φιλίας. Δυο χρόνια μετά από τον Αττίλα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πρότεινε στον Ετζεβίτ τη σύναψη συμφώνου μη επιθέσεων. Τρία χρόνια μετά από την κρίση των Ιμίων, η κυβέρνησή μου δέχθηκε την τουρκική υποψηφιότητα στην Ε.Ε. εφόσον επιλυθούν οι εκκρεμείς διαφορές με προσφυγή στη Χάγη, το αργότερο το 2004. Οι κρίσεις λοιπόν, επισημαίνει ο Ιωακειμίδης, λειτουργούν και παιδευτικά. Κατευθύνουν τις εξελίξεις στη λογική της προσέγγισης. Ας ελπίσουμε αυτή τη φορά, να φτάσουμε στο ίδιο αποτέλεσμα, χωρίς να έχει προηγηθεί κρίση!