Ο Γάλλος Πρόεδρος Μακρόν ανέδειξε σε ομιλία του τον περασμένο Απρίλη την ανάγκη «στρατηγικής αυτονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Η θέση του αυτή υπήρξε αντικείμενο έντονης κριτικής. Θεωρήθηκε είτε ως κίνηση για τον περιορισμό της συνεργασίας της Ένωσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες είτε ως προσπάθεια να αναλάβει η Γαλλία καθοδηγητικό ρόλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κύριο αντεπιχείρημα ήταν το παράδειγμα της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία. Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες συμφώνησαν να βοηθηθεί η Ουκρανία και από τις ΗΠΑ. Η βοήθεια των ΗΠΑ υπήρξε αποφασιστική για την μέχρι σήμερα επιτυχή ανακοπή της ρωσικής επίθεσης και όχι η «ευρωπαϊκή συμπαράσταση».
Η γνώμη του Γάλλου Προέδρου εκφράζει όμως την κύρια επιδίωξη και τον αναγκαίο καθοριστικό γνώμονα για την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ένωση δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι απλώς μια συνεργασία των ευρωπαϊκών χωρών σε πολλά επίπεδα ή προσπάθεια κοινής αντιμετώπισης προβλημάτων. Η όλο και στενότερη συμπόρευση των μελών της σε έναν κόσμο όπου μεγάλες δυνάμεις όπως, οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ρωσία, διαμορφώνουν την παγκόσμια τάξη είναι αναγκαία εξέλιξη. Η ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει και αυτή να πρωταγωνιστεί για να διατηρήσει την ενότητά της. Να έχει την πολιτική και οικονομική δύναμη, ώστε να υπερασπίζεται αποτελεσματικά τα συμφέροντα της ευρωπαϊκής ηπείρου και να συμβάλει στην παγκόσμια τάξη με τρόπο, ώστε να υπάρχει η αναγκαία ισορροπία δυνάμεων και ειρήνη που επιδιώκει.
Η σκέψη της «στρατηγικής αυτονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης» έχει ως κύρια επιδίωξη την ενίσχυση της κοινής συνεργασίας και προσπάθειας των κρατών μελών, ώστε η Ένωση να αποδεσμευθεί κάθε φορά που προκύπτει ένα σημαντικό πρόβλημα από την υποχρέωση χρονοβόρας και δύσκολης διαπραγμάτευσης μεταξύ των κρατών μελών. Να έχει η ίδια άμεσα γνώμη και δυνατότητα ισχυρής παρέμβασης. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έδειξε, ότι η Ένωση σήμερα δεν είναι σε θέση να χειριστεί αποτελεσματικά και επιτυχημένα μια αντιπαράθεση με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις. Η ηγεσία της Ρωσίας αποφάσισε την επίθεση επειδή θεωρεί τη χώρα της κυρίαρχη δύναμη στην ανατολική Ευρώπη. Η επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών θεωρήθηκε αναγκαία και υπήρξε καθοριστική για την ανακοπή των ρωσικών σχεδίων. Η Ευρώπη χωρίς τη δυνατότητα για μια ουσιαστική παρέμβαση υπήρξε θεατής, δεν κινητοποιήθηκε αποτελεσματικά. Στην επιδημία του κορονοϊού επίσης, διαπιστώθηκε ότι τα μεγέθη τρίτων χωρών απειλούσαν να αποκλείσουν τα κράτη-μέλη από τη διαθέσιμη δεξαμενή εμβολίων και ήταν η ευρωπαϊκή «ομπρέλα» που εξασφάλισε σε όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς την απαραίτητη βοήθεια.
Οι διαπιστώσεις αυτές είναι γνωστές αν και δεν ομολογούνται. Το κύριο και καθοριστικό πρόβλημα είναι σε ποιο βαθμό η ανάληψη ευθύνης από μια ενιαία Ευρώπη θα περιορίσει την ανεξαρτησία των κρατών μελών. Θα την εξαφανίσει; Θα υπάρχει δυνατότητα των κρατών μελών να υποστηρίξουν δικά τους συμφέροντα σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή πολιτική και σε ποια έκταση; Η δημιουργία μιας ενιαίας Ευρώπης προϋποθέτει τον καθορισμό με σαφήνεια της σχέσης της κεντρικής εξουσίας με τα κράτη μέλη και τον προσδιορισμό της διαδικασίας επίλυσης των μεταξύ τους διαφορών. Σημαντικός για τη σχέση αυτή θα είναι ο καθορισμός των εξουσιών. Η οικονομική πολιτική θα είναι ενιαία για την Ευρώπη, αλλά και θα πρέπει να αντιμετωπίζει τις ιδιαιτερότητες και τα προβλήματα των μελών που δεν έχουν το ίδιο επίπεδο ανάπτυξης με τις πιο αναπτυγμένες χώρες όπως η Γερμανία ή η Γαλλία. Η αρχή θα πρέπει να είναι «μαζί στην προσπάθεια ανάπτυξης και καλύτερων συνθηκών ζωής» αλλά και προσοχή στις αδυναμίες και τις υστερήσεις του κάθε μέλους για να εξασφαλισθεί η κοινή πορεία. Ταυτόχρονα τα κράτη μέλη θα είναι υπεύθυνα για την ύπαρξη της προσαρμογής της γενικής πολιτικής στις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας και αντιμετώπισης των ειδικών προβλημάτων τους.
Η «ενοποίηση της Ευρώπης» μπορεί να θεωρηθεί ένα εξωπραγματικό θέμα. Όμως αν ανατρέξουμε στον 20ο αιώνα θα διαπιστώσουμε, ότι η μέχρι σήμερα εξέλιξη ήταν στο τέλος της πρώτης πεντηκονταετίας του, το 1950, μη προβλέψιμη. Κοινή επιδίωξη ήταν η ειρηνική ανάπτυξη των ευρωπαϊκών κρατών, η διατήρηση του ισχυρού κράτους έθνους και όχι η όλο και στενότερη συνεργασία, που θα περιόριζε δραστικά την αυτονομία τους αν και συμβάλει στην κοινή ανάπτυξη και ειρήνη. Η εξέλιξη έδειξε ότι η ανάπτυξη της Ευρώπης και η εξασφάλιση ειρήνης απαιτεί όλο και περισσότερο κοινή προσπάθεια, ταύτιση επιδιώξεων. Η εξέλιξη αυτή όχι μόνο δεν είχε προβλεφθεί αλλά βρίσκεται σε αντίθεση με την τότε επιδιωκόμενη δημιουργία και ανάδειξη του εθνικού κράτους. Το εθνικό κράτος ήταν ένα στάδιο εξέλιξης μετά τις ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες, όπως σήμερα η ευρωπαϊκή συνδημιουργία είναι αποτέλεσμα των συνθηκών ανάπτυξης στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Είναι το επιβεβλημένο βήμα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομικής τεχνολογικής και πολιτικής εξέλιξης που επιβάλλει ο ισχυρότερος διεθνής ανταγωνισμός με πρωτεργάτες τις «μεγάλες δυνάμεις».