Tο πολιτικό σκηνικό αστάθειας της Μεγ. Βρετανίας, οι δυσοίωνες προοπτικές για το άμεσο μέλλον της και η επιμονή της Σκωτίας για ανεξαρτησία και επανένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δείχνουν ένα πράγμα: ότι το μοντέλο της κυρίαρχης χώρας, που κινείται εκτός μιας μεγάλης ενότητας, είναι στις μέρες μας ασυμβίβαστο με τις εξελίξεις. Η ισχυρή Βρετανία που είχε μια αξιόλογη ενεργειακή και βιομηχανική παραγωγή κι ένα εμβληματικό εθνικό σύστημα υγείας, σήμερα πλήττεται από τις επιπτώσεις του Brexit. Η οικονομική της κατάσταση επιδεινώνεται καθημερινά, η ενότητα της χώρας διακυβεύεται, οι εξαγωγές μειώνονται, οι επενδύσεις έχουν υποστεί καθίζηση, οι λίστες αναμονής για θέματα υγείας φτάνουν τα 7 εκ. ασθενείς…
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση αντιστοίχως έχει διαπιστωθεί, ότι η κρίση της πανδημίας και η κρίση της Ουκρανίας αντιμετωπίστηκαν με αδυναμίες. Το κόκκινο νήμα των εξελίξεων περνούσε μέσα από την Ουάσιγκτον, τη Μόσχα και το Πεκίνο, προσπερνώντας την επικράτεια της Ε.Ε. Το συμπέρασμα όλων αυτών προκύπτει αβίαστα: αν η Ευρώπη θέλει να διατηρήσει την αυτονομία της, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προασπίζει τα συμφέροντά της στον διεθνή ανταγωνισμό, που θα είναι όλο και πιο έντονος. Και μόνον η ενοποίηση τής εξασφαλίζει την αναγκαία δύναμη.
Ουσιαστικό εμπόδιο στην πρόοδο της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι ο κανόνας της ομοφωνίας – που απαιτείται στη λήψη σοβαρών αποφάσεων. Σε ένα σύνολο 27 μελών η ομοφωνία είναι ακατόρθωτη και άρα, η Ε.Ε. εμφανίζεται αδύναμη στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων. Γι’ αυτό θα πρέπει να ορισθεί μια νέα διαδικασία λήψεως αποφάσεων, η οποία θα επιτρέπει σε μια ισχυρή πλειοψηφία – την «ειδική πλειοψηφία» – να λαμβάνει τις αποφάσεις. Λογικό επίσης είναι, να υπάρξει η δυνατότητα της δημιουργία ομάδων κρατών στο μηχανισμό της «ενισχυμένης συνεργασίας» – πέραν του κοινού πλαισίου που ισχύει για όλους. Ειδικές ομάδες θα είναι δυνατές και σκόπιμες, μεταξύ άλλων, στα θέματα άμυνας, ρύθμισης του μεταναστευτικού, βιομηχανικής πολιτικής, κοινών τεχνολογικών επιδιώξεων και παιδείας.
Με το σημερινό σύστημα, μια χώρα πρέπει να συμπράττει με δικαίωμα ψήφου σε όλα τα θέματα και να συμμετέχει σε όλες τις προσπάθειες για την πρόοδο της ενοποίησης – ακόμη και αν δεν ενδιαφέρεται πραγματικά. Είναι δηλαδή αντιμέτωπη με την επιλογή: ή όλα ή τίποτα. Σκοπιμότερο θα ήταν, η συμμετοχή στην Ένωση να είναι αναγκαία σε ορισμένα βασικά θέματα, αλλά σε ορισμένα άλλα προαιρετική. Η συμμετοχή π.χ. στην ενιαία αγορά να είναι επιβεβλημένη, αλλά η συμμετοχή σε ένα ενιαίο εκπαιδευτικό σύστημα να είναι προαιρετική.
Σήμερα, όπως προκύπτει από τις ενέργειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η μεταρρύθμιση της λειτουργίας της Ένωσης είναι αναγκαία. Το κλίμα έχει αντιστραφεί υπό την πίεση των διεθνών εξελίξεων. Η Διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης, η οποία συνήλθε το 2021 και συνέχισε για ένα έτος τις εργασίες της, ήταν μια πρωτόγνωρη ευρωπαϊκή προσπάθεια σε εύρος και σε παραγωγή αποτελεσμάτων. Οι αποφάσεις της όμως, παρά τις δεσμεύσεις των ευρωπαϊκών θεσμών, δεν έχουν προωθηθεί.
Ας ξαναδούμε λοιπόν σήμερα τι απαιτείται άμεσα να προχωρήσει:
Κυρίαρχο πρόβλημα είναι η ασφάλεια των κρατών-μελών της Ένωσης. Η Ευρώπη είναι μια «ένωση ασφάλειας». Βασίζεται στην αλληλοβοήθεια μεταξύ των κρατών-μελών, που υποστηρίζουν μια κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας. Όμως οι απόψεις για την πολιτική ασφάλειας διαφέρουν. Θα υπάρχει λίγο ως πολύ ταύτιση με το ΝΑΤΟ, ή μία ευρωπαϊκή πολιτική που δεν θα εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τη συνεργασία των ΗΠΑ με την Ένωση; Η Γερμανία και η Γαλλία προτείνουν την σύναψη ενός Ευρωπαϊκού Συμφώνου Ασφαλείας. Ήδη υπάρχει συνεργασία στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας στην Ένωση και η Ελλάδα φραστικά έχει ταχθεί υπέρ της Ένωσης Ασφάλειας.
Γνωστό σε όλους θέμα, που απαιτεί κοινή αντιμετώπιση, είναι η πολιτική ασύλου και μετανάστευσης. Η αρχή της αλληλεγγύης επιβάλλει να κατανεμηθούν τα βάρη μεταξύ των κρατών-μελών ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Υπάρχουν ωστόσο χώρες που διαφωνούν έντονα και οι αντιρρήσεις τους παρεμποδίζουν μια κοινά αποδεκτή θέση. Με δεδομένη όμως την ανάγκη να βρεθούν άμεσες λύσεις, είναι σκόπιμο και πιθανό μια ομάδα κρατών-μελών που συναισθάνονται κοινή ευθύνη να προχωρήσει στη διαμόρφωση κοινής πολιτικής. Η Ελλάδα θα συμμετάσχει.
Το σημαντικότερο βήμα για να εξασφαλισθεί σταθερότητα και ανάπτυξη είναι η ενιαία αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων, η ανάπτυξη της «οικονομικής διακυβέρνησης». Συνεχώς προκύπτουν προβλήματα, επειδή υπάρχει ένα ενιαίο νόμισμα αλλά, ταυτόχρονα, δεκαεννέα διαφορετικά δημόσια χρέη, δεκαεννέα φορολογικά συστήματα, τα οποία ανταγωνίζονται το ένα το άλλο με δεκαεννέα διαφορετικές προσεγγίσεις στα θέματα της ανάπτυξης. Σε αναρίθμητες δηλώσεις και άρθρα, πολιτικοί και οικονομολόγοι έχουν υποστηρίξει ότι είναι αναγκαία η θέσπιση μιας «οικονομικής κυβέρνησης», ή ο ορισμός ενός «υπουργού Οικονομικών» της Ευρωζώνης. Το νέο αυτό όργανο θα πρέπει να διαθέτει την πολιτική εξουσία για τον συντονισμό των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών, την επιβολή των κανόνων των Συνθηκών και την αντιμετώπιση των περιφερειακών κλυδωνισμών. Πολλοί πιστεύουν επίσης ότι η Ευρωζώνη θα πρέπει να έχει δικό της προϋπολογισμό για να στηρίξει την ανάπτυξη. Τα κεφάλαια θα προέρχονται, μεταξύ άλλων, από ένα ποσοστό του φόρου που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις στα κράτη-μέλη.
Δυσκολίες για κοινή αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων προκύπτουν από το γεγονός, ότι η δομή των οικονομιών διαφέρει. Τα επίπεδα ανάπτυξης επίσης, όπως και ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούν στις εξελίξεις. Ενδεικτικό είναι το γεγονός, ότι η υποχώρηση της βιομηχανικής δραστηριότητας την περίοδο 2000-2017 ήταν περίπου 3% σε όλη των Ένωση εκτός από τη Γερμανία, το μερίδιο της οποίας παρέμεινε σταθερό στο 20% ανάπτυξη της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας της χώρας. Ας σημειωθεί ότι στην Ένωση δεν υπάρχει κοινή βιομηχανική πολιτική – με ελάχιστες εξαιρέσεις, π.χ. έναντι του ισχυρού ανταγωνισμού της Κίνας.
Κατά την οικονομική κρίση την περίοδο 2010-2014 ορισμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, δεν ήταν πια σε θέση να εξοφλήσουν τις οφειλές τους και υποχρεώθηκαν από την Ένωση να ακολουθήσουν μια σταθεροποιητική πολιτική περιορίζοντας αισθητά τις δαπάνες τους. Η κρίση μπορούσε σύμφωνα με παράγοντες της Ένωσης, να αντιμετωπισθεί πιο αποτελεσματικά εάν υπήρχε μια τραπεζική ένωση και μια ενιαία κεφαλαιαγορά. H κρίση βέβαια θα ήταν αισθητά πιο περιορισμένη στην Ελλάδα, αν η ελληνική κυβέρνηση του 2007 και μετά δεν αύξανε αλόγιστα το έλλειμμα της χώρας.
Διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης συνεπάγονται και διαφορές στις δυνατότητες απασχόλησης. Σύμφωνα με πρόσφατες στατιστικές οι νέοι κάτω των 25 ετών χωρίς απασχόληση και χωρίς ειδίκευση, είναι περισσότεροι στην νότια Ευρώπη – γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα, τη μετανάστευσή τους προς πιο αναπτυγμένες χώρες. Το Δεκέμβριο του 2018 το ποσοστό ανεργίας στους νέους κάτω των 25 ετών ήταν στην Ελλάδα 39,5%, στην Ιταλία 32%, στην Ισπανία 32,6% ενώ στη Γερμανία 6%.
Η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να αποκτήσει εντονότερο κοινωνικό χαρακτήρα. Για να επιτευχθεί αυτό, απαιτείται η μετεξέλιξή της. Να γίνει δηλαδή μια μεταφορά πόρων από το ανεπτυγμένο κέντρο προς την περιφέρεια που υστερεί, να προωθηθούν επενδύσεις για την καταπολέμηση της ανεργίας, να διαμορφωθούν πολιτικές κοινωνικής αλληλεγγύης που θα στηρίζονται σε μια κοινή δημοσιονομική πολιτική. Η Ε.Ε. πρέπει να αλλάξει μοντέλο, καθώς μέχρι τώρα η πορεία της καθορίσθηκε από το παράδειγμα της Γερμανίας – που επέμενε και επιμένει να μην υπάρχουν επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές, δηλαδή ελλείμματα στους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών.
Ας σημειωθεί επίσης, ότι στις χώρες της Ένωσης διαφέρουν οι φορολογικές πολιτικές με αποτέλεσμα στη Δυτική Ευρώπη να μειωθούν οι ανισότητες των εισοδημάτων κατά 29%, στη δε Νότια Ευρώπη κατά 23% και στην Ανατολική Ευρώπη μόνον κατά 15%.[1]
Υπό τις σημερινές συνθήκες, η ενοποίηση θα πραγματοποιείται σταδιακά κατά θέματα. Οι υπάρχουσες υστερήσεις ή οι αναπτυσσόμενες δυναμικές θα οδηγήσουν σε διαφορές επιπέδων ενοποίησης. Το κοινό δίκτυο, που καλύπτει το σύνολο της Ένωσης, θα έχει διαφορετική πυκνότητα κατά θέμα. Η κοινή αγροτική πολιτική υπάρχει εδώ και καιρό. Κοινή φορολογική πολιτική, όμως, δεν έχει διαμορφωθεί ακόμη. Ως εκ τούτου θα διαμορφώνονται αποκλίσεις και ανισορροπίες. Γιατί, το όλο σύστημα θα το διαχειρίζεται τύποις ένα ενιαίο κέντρο, αλλά ουσιαστικά θα το καθοδηγεί ο πυρήνας των οικονομικά ισχυρότερων κρατών και θα το εφαρμόζει με τον τρόπο που θα κρίνει σκόπιμο. Παράδειγμα αποτελεί η στάση απέναντι στη κινεζική εταιρεία Huawei που εγκαθιστά νέες τεχνολογίες επικοινωνίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να απαγορεύσουν δραστηριότητές της στην αμερικάνικη αγορά. Ζήτησαν και από την Ευρώπη μια ανάλογη στάση. Η Ευρώπη ακολούθησε όμως έναν διαφορετικό δρόμο. Με πρωτοβουλία της Γερμανίας και της Γαλλίας. δεν επέβαλε απαγόρευση, αλλά με απόφαση του ευρωκοινοβουλίου καθόρισε κανόνες ασφάλειας που θα πρέπει να τηρηθούν κατά την δραστηριοποίηση της Huawei στην Ένωση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εκφράσει ρητά την πολιτική της βούληση για τη διαμόρφωση ΕΝΟΣ πλαισίου ενοποίησης. Όμως, η πρόοδος υπήρξε βραδύτατη. Οι δηλώσεις δεν γίνονται πράξεις. Το άλλοθι παρέχουν οι χώρες με συντηρητικές εθνικιστικές κυβερνήσεις όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία που καλλιεργούν το φόβο της αποξένωσης από τις εθνικές παραδόσεις.
Το συμπέρασμα από την μέχρι τώρα εξέλιξη της Ένωσης και της παγκοσμιοποίησης, είναι ότι οι ευρωπαϊκοί λαοί θα πρέπει να επιδιώξουν σταθερά τη δημιουργία ενός ευέλικτου ευρωπαϊκού κράτους και τη συμβίωση και συνέργεια των διάφορων εθνικών τους πολιτισμών. Πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους, εάν θέλουν να έχουν τη δυνατότητα παρέμβασης στην ημερήσια διάταξη της παγκόσμιας πολιτικής και στην επίλυση παγκοσμίων προβλημάτων. Η παραίτηση από την ευρωπαϊκή ενοποίηση θα σημάνει και το τέλος της οποιαδήποτε επιρροής τους στη παγκόσμια ιστορία. H περαιτέρω ενοποίηση αποτελεί sine qua non όρο επιβίωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
[1] Le Monde 3.4.2019