Έχουν περάσει ήδη είκοσι χρόνια από την κυκλοφορία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Οι χώρες, όπως η Ελλάδα που διαθέτουν ως νόμισμα το ευρώ, από αυτήν και μόνο την αιτία έχουν ένα ισχυρό μέσο στήριξης της οικονομίας τους και αυξημένη ικανότητα διαπραγμάτευσης στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις.
Η συμμετοχή στην κυκλοφορία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος εξασφαλίζει επίσης σημαντικές δυνατότητες χρηματοδότησης της οικονομίας. Στην Ένωση πέραν του κοινού νομίσματος, θεσπίστηκε ένας κοινός Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας με στόχο να συμβάλει αποφασιστικά στην οικονομική ανάπτυξη και ευημερία των κρατών μελών. Πρόκειται για μια ρύθμιση που αφορά μία περίοδο τριάντα ετών αλλά η τάση μονιμοποίησής της θα είναι ισχυρή για να εξασφαλιστεί η μακροοικονομική σταθεροποίηση των οικονομιών.
Σύμφωνα με τις ισχύουσες ρυθμίσεις ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα είναι μέσο χορήγησης δανείων με χαμηλό επιτόκιο και επιδοτήσεων στις χώρες της Ένωσης, ώστε να πραγματοποιούν σημαντικές επενδύσεις και να χρηματοδοτούν αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Η χορήγηση θα λαμβάνει υπόψη της όχι μόνο οικονομικούς και κοινωνικούς δείκτες που χαρακτηρίζουν κάθε χώρα όπως «την ανάγκη καταπολέμησης της ανεργίας» αλλά και επιβεβλημένες υπό τις σημερινές συνθήκες ψηφιακές και πράσινες προσαρμογές στις κοινωνίες. Θα είναι μέσο εκσυγχρονισμού. Χώρες που έχουν σήμερα το χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα θα τύχουν κατά τη χορήγηση των δανείων ιδιαίτερης προσοχής, ώστε να επιτευχθεί η δυνατόν μεγαλύτερη επίπτωση τόσο στο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας τους όσο και στην προσπάθεια διάχυσης των θετικών επιδράσεων στο σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας. Με τις πραγματοποιούμενες επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, θα πρέπει να επιδιώκεται η συμπληρωματικότητά τους ως προς τις ήδη υπάρχουσες, ώστε να εξασφαλίζεται υψηλή αποδοτικότητα. Η ευρεία αυτή προσπάθεια σε χώρες όπως η Ελλάδα θα έχει ως συνέπεια την σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας και την βελτίωση των συνθηκών ζωής. Η εφαρμογή του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας υπολογίζεται ότι θα αυξήσει σωρευτικά το ελληνικό ΑΕΠ μέχρι το 2026 κατά 7% και την απασχόληση κατά 4%. Βέβαιο πάντως είναι ότι η Ελλάδα, εάν εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες που θα παρέχει η χρηματοδότηση της Ένωσης, θα έχει τα επόμενα χρόνια υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, θα βελτιώσει το επίπεδο ζωής και θα διευρύνει τις δυνατότητές της. Χάρη στους ρυθμούς αυτούς θα μπορέσει επίσης βαθμιαία να μειώσει το ύψος του χρέους της τόσο σε σχέση με το ΑΕΠ όσο και έναντι των άλλων χωρών της ευρωζώνης.
Η επιτυχία της όλης προσπάθειας εξαρτάται από την συστηματική διαχείριση των πόρων, δηλαδή την απορρόφησή τους στο επιβεβλημένο χρονικό διάστημα και την αξιοποίησή τους στους στόχους που έχουν συμφωνηθεί. Σημαντικό ρόλο θα παίξει και η διοικητική ικανότητα τόσο των κρατικών υπηρεσιών όσο και των υπευθύνων των ιδιωτικών επενδύσεων.
Η Ελλάδα έχει ζητήσει σε επιχορηγήσεις και δάνεια συνολικά 31,6 δισεκ. ευρώ (τιμές 2018). Από το ποσό αυτό 12,7 δισεκ. ευρώ θα προέλθουν από δάνεια από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και 18,9 δισεκ. ευρώ από επιχορηγήσεις, των οποίων το μεγαλύτερο τμήμα προέρχεται επίσης από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης.
Η σύντομη αυτή έκθεση για τους στόχους του Μηχανισμού Ανάκαμψης επιβεβαιώνει τη μεγάλη σημασία που έχει η εφαρμογή του προγράμματός του στην Ελλάδα. Αποτελεί όμως και ένα πρόσθετο επιχείρημα για τη διάψευση της διαδεδομένης άποψης στην Ελλάδα, ότι η σχέση της χώρας με την Ένωση αποβαίνει εις βάρος της. Στην «Καθημερινή» της 16.01.2022 αναφέρεται η έρευνα «Ευρωβαρόμετρο» από την οποία διαπιστώνεται ότι «η Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό αρνητικών απαντήσεων (30%) και το χαμηλότερο ποσοστό θετικών (μόλις 33%) από όλες τις 27 χώρες της Ε.Ε. στο ερώτημα «εάν οι πολίτες έχουν μια θετική, ουδέτερη ή αρνητική εικόνα για την Ε.Ε.». Η αρνητική αυτή εικόνα που υποστηρίζεται ευρύτατα είναι παραπλανητική όχι μόνο για την ελληνική οικονομία αλλά και για την Ε.Ε. και αποτελεί ένα εμπόδιο στην πραγματοποίηση ουσιαστικής βελτίωσης των οικονομικών δυνατοτήτων της χώρας. Ένα παράδειγμα κακής διαχείρισης είναι το 1/3 των χρημάτων που διατέθηκαν από το ΕΣΠΑ (Εταιρικό Σύμφωνο για το Πλαίσιο Ανάπτυξης) 2014-2020 στην Ελλάδα. Δεν έχει απορροφηθεί ακόμη και πολλά έργα βρίσκονται σε καθυστέρηση. Τούτο είτε γιατί δεν είχαν ικανοποιητικά μελετηθεί είτε γιατί η δημόσια διοίκηση δεν επιμελήθηκε την ταχύτερη εκτέλεσή τους είτε γιατί επικράτησε η νοοτροπία ότι οι υποχρεώσεις απέναντι στην Ένωση μπορούν να εκτελούνται ελαστικά. Εάν δεν αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά αυτά τα φαινόμενα τότε η προσφορά του Ταμείου Ανάκαμψης διατρέχει τον κίνδυνο σημαντικής μείωσης.
Θα πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι η συνεργασία με την Ένωση έχει εξασφαλίσει σε δύσκολες περιστάσεις έκτακτες ενισχύσεις που συνέτειναν και βοηθούν στην αντιμετώπιση των αναγκών και των ζημιών. Παράδειγμα αποτελούν τα 27,4 εκατ. ευρώ για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, τα 1,5 δις ευρώ για τη διαχείριση του μεταναστευτικού και τα 2,7 δισεκ. ευρώ για την καταπολέμηση της πανδημίας Covid. Παράδειγμα αποτελούν επίσης τα 33 δις ευρώ που κατέβαλε έως τώρα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την αγορά ελληνικών κρατικών ομολόγων, ώστε να καταβληθούν αποζημιώσεις σε εργαζόμενους και επιχειρήσεις που ανέστειλαν τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες λόγω του λοκντάουν και της πανδημίας. Η Ένωση συντείνει ώστε η χώρα να έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαχείρισης των κινδύνων στη ζωή των πολιτών και της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Η εικόνα της Ένωσης πάσχει παρ’ όλα αυτά από την έλλειψη μιας θετικής πληροφόρησης για τις ενέργειες και τα επιτεύγματά της προς όφελος της Ελλάδας.
Η Ελλάδα θα πρέπει να αξιοποιήσει αποτελεσματικά αυτή τη διάθεση και στάση της Ένωσης, για έτσι θα πετύχει τη συνέχισή της και την πραγματοποίηση της επιβεβλημένης για τη χώρα αναπτυξιακής πολιτικής.