Στη New York Times International Edition στο φύλλο της 2 Δεκεμβρίου δημοσιεύτηκε ένα άρθρο με τίτλο «Η Ελλάδα σε αμυντική θέση για τη μεταχείριση των προσφύγων». Το άρθρο εξιστορεί περιπτώσεις, στις οποίες οι Έλληνες φύλακες των συνόρων συλλαμβάνουν πρόσφυγες που προσπαθούν να περάσουν από την Τουρκία στην Ελλάδα, τους κακομεταχειρίζονται και τους αναγκάζουν βιαία να επιστρέψουν στην Τουρκία.
Στην Ελλάδα επικρατεί σωστά η άποψη, ότι σε επανειλημμένες προσπάθειες να περάσουν τα ελληνικά σύνορα χιλιάδες πρόσφυγες ομαδικά και οργανωμένα είναι αποτέλεσμα της οργάνωσης και στήριξης της προσπάθειας από την Τουρκία με την εργαλειοποίση τους. Ταυτόχρονα θεωρείται ότι η τουρκική αυτή πολιτική αποτελεί μία εξαίρεση. Παρόμοιες προσπάθειες δεν έχουν γίνει αλλού. Όμως εξαναγκασμός ενός κράτους να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά με την αποστολή κυμάτων προσφύγων εφαρμόστηκε και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 80 περιπτώσεις από το 1951. Παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη πολιτική της Λευκορωσίας (Belarus) με στόχο να εξαναγκάσει την Πολωνία, με την οποία συνορεύει σε όρους συνεργασίας, που οι Πολωνοί απορρίπτουν. Η Λευκορωσία διέδωσε στις χώρες της Μέσης Ανατολής, ότι είναι δυνατή και σχετικά οργανωμένη η μετάβαση στη Δυτική Ευρώπη προσφύγων από την πρωτεύουσά της, το Μινσκ. Για να κάνει πιστευτό τον ισχυρισμό της οργάνωσε και αεροπορική σύνδεση με τη Συρία, το Ιράκ και άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής. Το αποτέλεσμα υπήρξε η μετάβαση χιλιάδων προσφύγων στην πρωτεύουσα Μινσκ. Οι πρόσφυγες οδηγήθηκαν από την πρωτεύουσα σε ακατοίκητες περιοχές με την υπόσχεση ότι οργανώνεται η μετάβασή τους σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Καταβλήθηκε επίσης προσπάθεια, αρχικά με επιτυχία, να περάσουν στην Πολωνία για να προχωρήσουν από εκεί στη Δυτική Ευρώπη. Σκοπός της Λευκορωσίας ήταν να εκβιάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να χαλαρώσει τις κυρώσεις εναντίον της. Η Πολωνία για να αντιμετωπίσει το προσφυγικό κύμα έσπευσε να κλείσει τα σύνορά της. Το ίδιο και η Ρωσία, προς την οποία στράφηκαν οι αποκλεισμένοι πρόσφυγες. Χιλιάδες πρόσφυγες έμειναν στην Λευκορωσία και εξαθλιώθηκαν. Η Ρωσία και η Ευρωπαϊκή Ένωση επενέβησαν και οργανώθηκε η επιστροφή προσφύγων είτε στη χώρα προέλευσή τους, είτε σε άλλες χώρες. Η επιστροφή όμως πραγματοποιείται βραδύτατα εντείνοντας την εξαθλίωσή τους. Και η Ρωσία είχε εφαρμόσει την μετάβαση προσφύγων στη Φινλανδία το 2015 για να πιέσει τη Φινλανδία στη ρύθμιση των συνοριακών τους σχέσεων. Το Μαρόκο την άνοιξη του 2015 οργάνωσε τη μετάβαση 8000 υπηκόων του ως προσφύγων στον θύλακα Σεούτα που ανήκει στην Ισπανία αλλά βρίσκεται σε αφρικανικό έδαφος της περιοχής του Μαρόκου. Αποτέλεσμα ήταν η διαπραγμάτευση και μία νέα αποδεκτή αρχικώς από το Μαρόκο ρύθμιση η οποία όμως δεν εφαρμόζεται .
Η Ελλάδα πέτυχε να ματαιώσει τον τουρκικό εκβιασμό και δημιούργησε επίσης τις προϋποθέσεις προστασίας της επικράτειάς της από τα μεταναστευτικά κύματα που δίκτυα διακινητών προωθούν προς την Ευρώπη. Όμως σκόπιμο είναι να ενταθεί στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης η προστασία των εξωτερικών συνόρων χωρίς βέβαια η Ευρώπη να καθίσταται «φρούριο». Για να επιτύχει αυτό θα πρέπει να καταστούν σαφείς τόσο οι κανόνες που ισχύουν όσο και η πολιτική που θα πρέπει να εφαρμόζεται στην Ένωση. Αυτό δεν συμβαίνει.
Η κύρια ευθύνη για το πρόβλημα ανήκει στην Ένωση. Αν και το πρόβλημα είναι γνωστό και έχει απασχολήσει επανειλημμένα τις χώρες της Ένωσης δεν έγινε μέχρι σήμερα δυνατό να βρεθεί μια λύση, ώστε όλες οι χώρες να συμμετέχουν στην αντιμετώπιση του μέσω μιας γνήσιας μεταναστευτικής πολιτικής στη βάση της ίσης κατανομής των βαρών και της αλληλεγγύης. Δεν είναι δυνατό το κύριο βάρος να φέρουν μόνο οι χώρες πρώτης εισόδου (όπως Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία) όπως εσφαλμένα προβλέπει η συμφωνία του Δουβλίνου. Οι χώρες της Ένωσης που δεν έχουν σύνορα με την Αφρική, την Ασία ή την ανατολική Ευρώπη είναι ευτυχείς που δεν έχουν να αντιμετωπίσουν προσφυγικό πρόβλημα και δεν θέλουν να επιβαρυνθούν μ’ αυτό. Θεωρούν ότι το πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπισθεί κυρίως από τις χώρες, στις οποίες οι πρόσφυγες εισέρχονται στην Ένωση (σύμφωνα με τις ξεπερασμένες ρυθμίσεις του πλαισίου του Δουβλίνου). Το άλυτο αυτό θέμα θα πρέπει να λυθεί γιατί δημιουργεί διακρίσεις μεταξύ των χωρών της Ένωσης. Το πρόβλημα είναι Ευρωπαϊκό. Αφορά όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. Και όταν στο διεθνή τύπο αναφέρονται κακομεταχειρίσεις προσφύγων, η απάντηση πρέπει να υπενθυμίζει ότι βασική αιτία είναι η στάση της ίδιας της Ένωσης που διατηρεί ένα προβληματικό σύστημα χειρισμού του προσφυγικού προβλήματος.
Ειδικότερα, η Ένωση δεν έχει καταφέρει να υιοθετήσει μια γνήσια κοινή μεταναστευτική πολιτική και κοινή πολιτική ασύλου που θα λαμβάνει υπόψη τις τρέχουσες πραγματικότητες και συνθήκες. Το «Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο» που έχει προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Σεπτέμβριο 2020 και που στηρίζεται στις αρχές της υπευθυνότητας και αλληλεγγύης δεν έχει ακόμα υιοθετηθεί λόγω της αντίθεσης ορισμένων κρατών μελών. Με την υιοθέτηση του Συμφώνου αυτού θα υπάρξει δικαιότερη κατανομή ευθυνών κατά την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα η Ένωση και τα κράτη μέλη στο πεδίο της μετανάστευσης – προσφύγων. Επιβάλλεται επίσης η αναθεώρηση της Δήλωσης του Μαρτίου 2016 μεταξύ Ε.Ε και Τουρκίας για την πιο αποτελεσματική και δίκαιη διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος. Την ανάγκη να υπάρξει μια νέα ρύθμιση του όλου προβλήματος, τόνισε προ ημερών, ο πρόεδρος της Γαλλίας Μακρόν. Δήλωσε μάλιστα ότι η Γαλλία, που αναλαμβάνει τον Ιανουάριο την προεδρία της Ένωσης, θα θεωρήσει ως πρώτο θέμα του Συμβουλίου της Ένωσης την επανεξέταση των ρυθμίσεων για τη μετανάστευση και την προστασία των εξωτερικών συνόρων της ανάγκης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει κατά τη διαχείριση του μεταναστευτικού-προσφυγικού προβλήματος να διαμορφώσει με σεβασμό στις ανθρωπιστικές αξίες τη σωστή ισορροπία μεταξύ της ελεύθερης διακίνησης προσφύγων και της ασφάλειας των πολιτών της.