Απαραίτητη η ευρύτερη συνεργασία
του Κώστα Σημίτη
Η πολιτική συζήτηση πορεύεται ήδη στον γνωστό δρόμο της μόνιμης αναμέτρησης και μάλιστα με ιδιαίτερη ένταση από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Οι συνήθειες δύσκολα αλλάζουν. Κατά την έναρξη της μετεκλογικής εποχής θα πίστευε κάποιος ότι η αντιπολίτευση, μια που δεν είναι υποχρεωμένη να προβεί σε εφαρμογή της πολιτικής της, θα έπρεπε να αποτιμήσει μέχρι τώρα τη στάση της και να επιδιώξει το κατ’ αυτήν χρήσιμο για τη χώρα. Κριτική στάση βέβαια, αλλά με επιχειρηματολογία και που επιτρέπει τον ευρύτερο διάλογο στη κοινωνία για το πρακτέο. Ούτε η κυβέρνηση έχει λόγο να προχωρήσει άμεσα σε μια επιθετική στάση, αν και θα ανατρέπει στάσεις και πράξεις της προηγούμενης κυβέρνησης. Κέντρο βάρους της πρέπει να είναι η εφαρμογή της πολιτικής της και όχι η αντιπαράθεση.
Δυσκολίες θα προκύψουν, όταν θα πρέπει να ληφθούν καίριες αποφάσεις, όπως ήταν η επίλυση της διαφοράς με τα Σκόπια. Η τότε κυβέρνηση προχώρησε χωρίς να προσπαθήσει να εντάξει την αντιπολίτευση σε μια κοινή προσπάθεια, ώστε να υπάρξει μια ευρύτερη αποδοχή της λύσης. Θέλησε να μονοπωλήσει τις δάφνες της επιτυχίας. Η συνεννόηση όμως θα διευκόλυνε όχι μόνο την ευρύτερη αποδοχή της λύσης, αλλά και την απρόσκοπτη ανάπτυξη της συνεργασίας των δύο κρατών. Η αναζήτηση μιας κοινής στάσης, επιβάλλεται σε ορισμένα σημαντικά προβλήματα που θα αντιμετωπίσει η χώρα. Εντονη αντιπαράθεση θα έχει ως αποτέλεσμα την κληρονόμηση προβλημάτων που θα ταλανίζουν τη χώρα. Οχι άλλες «μονόπλευρες Πρέσπες» σε καίρια ζητήματα. Θα αναφέρω ενδεικτικά μερικά.
Οι συζητήσεις για το Κυπριακό στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας των Ηνωμένων Εθνών επαναλήφθηκαν στις 9 Αυγούστου με τη συνάντηση του προέδρου Αναστασιάδη με τον πρωθυπουργό της τουρκικής μειονότητας Ακιντζί. Θα συνεχισθούν με συναντήσεις με την εκπρόσωπο του ΓΓ του ΟΗΕ για να διαπιστωθεί αν υπάρχουν δυνατότητες συνεννόησης. Οι εξελίξεις είναι αβέβαιες, γιατί ασαφείς είναι και οι επιδιώξεις των δύο πρωταγωνιστών. Η λύση, η οποία επιδιώκεται από τα Ηνωμένα Εθνη, είναι η δημιουργία μιας ομοσπονδίας με δύο κράτη – μέλη. Αλλά τόσο από την ελληνική όσο και από την τουρκική πλευρά υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και κυρίως διαφορετικές επιδιώξεις όσον αφορά τον χαρακτήρα της ομοσπονδίας. Η ελληνοκυπριακή πλευρά τείνει τώρα σε μια λύση, η οποία θα περιορίζει τις ομοσπονδιακές εξουσίες ίσως κατά πολύ. Η τουρκοκυπριακή πλευρά θέλει να κατοχυρώσει την, για την ελληνική πλευρά απαράδεκτη, ισχυρή παρουσία της Τουρκίας στο νησί. Οι τελευταίες γεωτρήσεις από τουρκικά ερευνητικά πλοία στην υφαλοκρηπίδα της Κύπρου αποτελούν μάλλον ένα μη αμφισβητούμενο τετελεσμένο όσον αφορά τις μελλοντικές υποχρεώσεις μιας κυπριακής ομοσπονδίας. Η Ρωσία τύποις δεν έχει ανάμειξη στην όλη εξέλιξη, όμως η παρουσία της είναι αισθητή. Δεν θέλει την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Η συνέχιση της σημερινής εκκρεμότητας δεν είναι σκόπιμη. Κυριαρχεί η αίσθηση, ότι η μη λύση πιθανότατα θα οδηγήσει σε τετελεσμένα από την τουρκική πλευρά. Η Ελλάδα και η Κύπρος σκόπιμο είναι να διευκολύνουν τον τερματισμό της εκκρεμότητας, στο πλαίσιο των προτάσεων του ΓΓ του ΟΗΕ.
Οι σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία βρίσκονται στο ναδίρ. Η Συμφωνία του Ελσίνκι του 2003 προέβλεπε, ότι η Τουρκία θα έπρεπε να επιλύσει προηγουμένως υπάρχουσες διαφορές της όσον αφορά τα θαλάσσια σύνορα με την Ελλάδα για να συμμετάσχει στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η ελληνική κυβέρνηση του 2004 ενέκρινε την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία και δεν επέμεινε στην τήρηση της Συμφωνίας του Ελσίνκι. Συνεννοήσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας όσον αφορά την αιγιαλίτιδα ζώνη προχώρησαν το 2010 – 2011 σε σημαντικό βαθμό. Αλλά τόσο η Τουρκία όσο και η Ελλάδα απέφυγαν μια συμφωνία. Το αποτέλεσμα ήταν η Τουρκία να συνεχίζει να προβάλλει διεκδικήσεις ασυμβίβαστες με τις ελληνικές απόψεις τόσο όσον αφορά την αιγιαλίτιδα ζώνη της όσο και ως προς τα όρια της υφαλοκρηπίδας. Οι διαφορετικές αυτές θέσεις αναδείχθηκαν στο επεισόδιο των Ιμίων το 1996. Παρέμειναν από τότε χωρίς να υπάρξουν νέα επεισόδια. Ομως η Τουρκία, ενώ ακολουθούσε μια πολιτική σιωπηρής ανοχής, άλλαξε στάση από τη στιγμή που στην Ανατολική Μεσόγειο πραγματοποιήθηκαν από το Ισραήλ γεωτρήσεις και διαπιστώθηκαν μεγάλα αποθέματα φυσικού αερίου και πετρελαίου. Ο Ερντογάν εξάγγειλε την ανάγκη άσκησης των δικαιωμάτων της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο στη «Γαλάζια Πατρίδα». Ποια έκταση καταλαμβάνει η «Γαλάζια Πατρίδα» είναι ασαφές, αλλά έχουν ήδη προβληθεί από την Τουρκία δικαιώματα νότια της Κρήτης, στην περιοχή της Δωδεκανήσου και στη θαλάσσια περιοχή της Κύπρου. Μια αντιπαράθεση Τουρκίας και Ελλάδας είναι στο άμεσο μέλλον πιθανή.
Τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα αναφέρονται σε διάφορα «θετικά» γεγονότα, για να τεκμηριωθεί το επιχείρημα ότι η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν τη διεθνή συμπαράσταση. Αναφέρονται οι έρευνες γαλλικών και αμερικανικών εταιρειών στην κυπριακή υφαλοκρηπίδα, η συνεργασία Ελλάδας – Αιγύπτου – Ισραήλ για την κοινή εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, η ένταση στις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ λόγω της αγοράς ρωσικών όπλων από την Τουρκία. Η θεώρηση αυτή των εξελίξεων παραβλέπει ότι για τις χώρες του ΝΑΤΟ η Τουρκία παρά τη στάση της παραμένει ένας σημαντικός παράγοντας που τους επιτρέπει να παρακολουθούν και αν είναι ανάγκη προλάβουν αρνητικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Το απέδειξε η συνεργασία των ΗΠΑ με την Τουρκία για να ελεγχθούν οι εξελίξεις στη Συρία. Δεν είναι γι’ αυτό βέβαιο ποια θα είναι η στάση των χωρών του ΝΑΤΟ εάν υπάρξει διαμάχη για δικαιώματα στις θαλάσσιες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου.
Ο δρόμος που πρότεινε η Συμφωνία του Ελσίνκι είναι η ενδεδειγμένη τόσο για να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύρραξη όσο και για να αποδείξει ότι επιθυμούμε την ειρήνη. Η Ελλάδα να προτείνει την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για να επιλυθεί το θέμα των ορίων της υφαλοκρηπίδας Ελλάδας και Τουρκίας.
Το τρίτο θέμα είναι εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Την 1η Νοεμβρίου αναλαμβάνει τα ηνία η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η πορεία ενοποίησης συναντά σοβαρές δυσκολίες, αλλά και η κοινή αντιμετώπιση προβλημάτων δεν είναι πια εύκολη. Το θέμα της μετανάστευσης είναι ένα αναμφισβήτητο παράδειγμα, ότι η απόψεις μεταξύ των μελών διαφέρουν και οδηγούν σε διαφορετικές στάσεις. Η ενοποίηση στο παρελθόν είχε προχωρήσει με προσεκτικά βήματα και με κανόνες που απαιτούσαν ομοφωνία και αυξημένες πλειοψηφίες. Στόχος ήταν κυρίως η ενοποίηση του οικονομικού χώρου. Σήμερα όμως διαπιστώνεται, ότι ρυθμίσεις για την περαιτέρω κοινή αντιμετώπιση θεμάτων όπως της ασφάλειας, του ελέγχου των υπερεθνικών μονοπωλίων, τις αποτελεσματικές καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, αδυνατούν να αντιμετωπισθούν για διάφορους λόγους. Μεταξύ άλλων, γιατί τα οικονομικά και κοινωνικά επίπεδα των διαφόρων χωρών διαφέρουν και πολλές αναγκαίες λύσεις απορρίπτονται από χώρες, που θεωρούν, ότι περιορίζονται τα δικαιώματα και οι δυνατότητές τους. Η λύση που διαγράφεται είναι η συνέχιση της κοινής πορείας με βάση το παράδειγμα της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης. Οι χώρες που επιθυμούν μια ταχύτερη ενοποίηση, σε ένα συγκεκριμένο ευρύτερο θέμα (όπως την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών και την παροχή ασύλου ή την τραπεζική ενοποίηση) να δημιουργούν στο πλαίσιο της Ενωσης μια ειδικότερη ομάδα. Η Ελλάδα θα κληθεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα: σε ποιον βαθμό δηλαδή επιθυμεί να συμμετάσχει στη διαμορφούμενη πολυεπίπεδη Ενωση.
Προηγουμένως βέβαια θα πρέπει να ρυθμίσει τις υπάρχουσες υποχρεώσεις της με τρόπο που να ανταποκρίνεται στα συμφωνηθέντα με την Ενωση για την υπέρβαση της κρίσης. Είναι γνωστό, ότι πολλές από τις υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί, όπως ετήσια πλεονάσματα του προϋπολογισμού ύψους 3,5% του ΑΕΠ πρέπει να αναθεωρηθούν ώστε να υπάρξουν επενδύσεις και αναγκαία δημόσια έργα. Η υπέρβαση της κρίσης που καθορίζει ακόμη την ελληνική οικονομία θα απαιτήσει συστηματική και έντονη προσπάθεια. Οχι μόνο γιατί η οικονομία υστερεί σε σχέση με τις ευρωπαϊκές χώρες που καθορίζουν το οικονομικό περιβάλλον, αλλά και γιατί στην Ενωση είναι πιθανό να σημειωθεί ύφεση, η έκταση της οποίας δεν μπορεί να προσδιορισθεί. Η γερμανική οικονομία, που είναι καθοριστική για την εξέλιξη, παρουσιάζει φαινόμενα στασιμότητας, η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2019, οι εξαγωγές παρουσίασαν δραστική υποχώρηση, μείωση κατά 8% τον Ιούνιο του 2019. Η πρόβλεψη της γερμανικής κυβέρνησης για την ανάπτυξη το έτος 2019 είναι 0,5%, ένα ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο του 1,5% που πραγματοποιήθηκε το 2018. Οι εξελίξεις αυτές οφείλονται και στη χειροτέρευση των σχέσεων μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Η Κίνα είναι σημαντικός πελάτης των ευρωπαϊκών βιομηχανιών. Η επιβράδυνση της ανάπτυξής της, λόγω των μέτρων των ΗΠΑ, έχει αντίκτυπο και στις σχέσεις της με την Ευρώπη. Η πολιτική των ΗΠΑ επιδρά και άμεσα στην ευρωπαϊκή οικονομία. Υπάρχει αβεβαιότητα για το μέλλον και φόβος, ότι είναι δυνατόν να ληφθούν μέτρα που θα αφορούν τις ευρωπαϊκές εξαγωγές στις ΗΠΑ. Αρνητική επίδραση έχει και η πολιτική του Brexit, η αναμονή των πολιτικών που θα ακολουθήσει η νέα Επιτροπή και η νέα διοίκηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας. Η έκταση της αβεβαιότητας είναι πρωτόγνωρη στην Ενωση. Επισημαίνεται από τον Τύπο σε όλη την Ευρώπη.
Η νέα ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της χώρας σε ένα περιβάλλον που δεν ευνοεί θετικές και σαφείς απαντήσεις των εταίρων της Ένωσης. Είναι ανάγκη γι’ αυτό να διαμορφώσει ένα κλίμα ανταλλαγής απόψεων και προσπάθεια ευρύτερης αποδοχής των αναγκαίων πολιτικών. Παράλληλα, και η αντιπολίτευση έχει και αυτή ευθύνη να συμβάλει στη λύση των καίριων προβλημάτων της χώρας. Ο ρόλος της δεν μπορεί να είναι μόνο αρνητικός. Έντονες αντιπαραθέσεις επιδρούν αρνητικά στην προσπάθεια να κατακτήσουμε ένα υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης, ώστε να ανταποκρινόμαστε αποτελεσματικά στα θέματα που προκύπτουν από τη συνεχή αλλαγή στο παγκόσμιο και ευρωπαϊκό περιβάλλον.