Αιγιαλίτιδα ζώνη – ΑΟΖ – Υφαλοκρηπίδα: Προσοχή τώρα
του Κώστα Σημίτη
Η νέα κυβέρνηση, που θα αναδειχθεί από τις εκλογές του Ιουλίου, θα πρέπει να αντιμετωπίσει ένα σημαντικό θέμα της εξωτερικής πολιτικής μας, τις σχέσεις με την Τουρκία. Τα προβλήματα είναι γνωστά, αλλά οι συνθήκες που επικρατούν σήμερα είναι διαφορετικές από εκείνες που επικρατούσαν επί δεκαετίες μέχρι πρόσφατα. Η αποφασιστική διαφορά προέκυψε από την ανεύρεση κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) και την πιθανολόγηση ότι υπάρχουν κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου σε περιοχές της ελληνικής και κυπριακής υφαλοκρηπίδας. (Η ΑΟΖ κάθε χώρας συμπίπτει με την υφαλοκρηπίδα που ανήκει στη χώρα.) Ο υπουργός Αμυνας της Τουρκίας δήλωσε πριν από λίγες ημέρες: «Δεν μπορείτε να αγνοείτε τα δικαιώματα και το δίκιο της Τουρκίας και της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου […] Διαμηνύουμε στους συνομιλητές μας ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο δεν θα επιτρέψουμε τετελεσμένα». Η φράση «δεν θα επιτρέψουμε τετελεσμένα» έχει χρησιμοποιηθεί και από τον Ερντογάν.
Είναι πεποίθησή μου ότι το πρόβλημα των Ιμίων το 1996 δεν προέκυψε τυχαία. Η τουρκική ηγεσία τότε θέλησε να εκμεταλλευθεί την κρίση που προκάλεσε η ασθένεια του Ανδρέα Παπανδρέου, η παραίτησή του, και η εκλογή νέας ηγεσίας, για την οποία πίστεψε ότι μπορεί να την αιφνιδιάσει. Δεν αποκλείεται να υπάρξουν παρόμοιες σκέψεις στη σημερινή τουρκική ηγεσία. Η έντονη πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα λόγω των εκλογών δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις για δράσεις. Η Τουρκία μπορεί να θεωρήσει ότι η περίοδος αυτή προσφέρεται για να επιβάλει τις απόψεις της στα θέματα των ορίων τόσο της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης όσο και της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Ενα τουρκικό πλοίο με στόχο την έρευνα κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου πλέει ήδη επί της κυπριακής υφαλοκρηπίδας. Μπορεί πιθανότατα η Τουρκία να στείλει πλοίο σε τμήμα της υφαλοκρηπίδας, που η Ελλάδα θεωρεί ελληνική αλλά η Τουρκία τουρκική.Remaining Time-1:15FullscreenUnmute
Το γεγονός αυτό, αντί να προκαλέσει την αρνητική στάση και τη διαμαρτυρία των συμμάχων της Ελλάδας, πιθανόν να τους οδηγήσει σε μια επιφυλακτική στάση. Να θεωρήσουν ότι έχουν την ευκαιρία να τελειώνουν με τις ελληνοτουρκικές διαφορές και έτσι να ισχυροποιήσουν την παρουσία τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι ενδεικτική η τοποθέτηση του πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, που σε ερωτήσεις σχετικά με «τις προκλήσεις της Τουρκίας» στην κυπριακή ΑΟΖ, «σημείωσε την ανάγκη σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο» και «μίλησε για συμφωνίες εξίσου επωφελείς για τα εμπλεκόμενα μέρη», μία απάντηση που υποδηλώνει πρωτοβουλίες που ίσως δεν θα είναι συμφέρουσες για τη χώρα μας.
Πολλοί πιθανώς θα θεωρήσουν ότι μια τέτοια στάση των «συμμάχων» δεν είναι επιτρεπτή. Θα εκφράσουν την πεποίθησή τους ότι όλοι «όπως συνήθως» στρέφονται κατά της Ελλάδας. Αγνοούν όμως, όπως η πλειοψηφία των Ελλήνων, ότι ακολουθήσαμε και ακολουθούμε μέχρι τώρα συνειδητά μια πολιτική στην οποία κυριαρχεί η επίκληση των δικαιωμάτων μας, αλλά αποφεύγουμε να τα κατοχυρώσουμε για να μην προκαλέσουμε αμφισβητήσεις. Αναγνωρίζουμε τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, αλλά εν γνώσει μας δεν επιδιώξαμε την εφαρμογή τους γιατί θεωρούμε πιθανό να προκύψουν αρνητικές επιπτώσεις για τη χώρα. Υπογράψαμε και κυρώσαμε τη διεθνή σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας το 1982, η οποία προβλέπει ότι η αιγιαλίτιδα ζώνη μιας χώρας έχει εύρος 12 μίλια. Παρ’ όλα αυτά δεν έχουμε αυξήσει τα χωρικά μας ύδατα στα 12 μίλια.
Εχουμε επίσης τώρα διαφορετικό εύρος χωρικών υδάτων (6 μίλια) και εναερίου χώρου (10 μίλια). Η αιτία είναι η εξής: Η δυνατή επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια θα καταστήσει σημαντικά τμήματα του Αιγαίου και νομικά ελληνική θάλασσα. Η ναυσιπλοΐα θα παραμείνει ελεύθερη αλλά ξένα πλοία, π.χ. τουρκικά ή άλλα που ανήκουν στις χώρες του Ευξείνου Πόντου (Ρωσία, Ρουμανία κ.λπ.), θα οφείλουν πλέον να υπακούουν στις οδηγίες των ελληνικών αρχών. Κατά της επέκτασης θα διαμαρτυρηθούν όχι μόνο η Τουρκία αλλά και η Ρωσία και οι άλλες χώρες του Ευξείνου Πόντου. Μια δυνατή λύση είναι να υπάρξει μια ζώνη ελεύθερης ναυσιπλοΐας που να διασχίζει το Αιγαίο Πέλαγος. Θεωρείται όμως προς το παρόν μη δυνατή γιατί οι απόψεις Ελλάδας και Τουρκίας ως προς την αιγιαλίτιδα ζώνη τους διαφέρουν πολύ.
Ένα άλλο παράδειγμα εκκρεμότητας, λόγω των υφισταμένων με την Τουρκία διαφορών, είναι η μη κατάθεση των συντεταγμένων (του γεωγραφικού μήκους και πλάτους) για τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στον γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, όπως έχουμε υποχρέωση σύμφωνα με τη σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας. Υποστηρίζουμε δημόσια την άποψη ότι η ελληνική υφαλοκρηπίδα εκτείνεται μέχρι την υφαλοκρηπίδα της Κύπρου. Η Τουρκία διεκδικεί όμως ένα τμήμα του χώρου αυτού και έχει ενημερώσει τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών για τις απόψεις της. Η ελληνική και η τουρκική άποψη για τα όρια των υφαλοκρηπίδων δεν συμβιβάζονται και συγκρούονται.
Ο ορισμός συντεταγμένων εξισούται με μονομερή οριοθέτηση, πράγμα το οποίο αποκλείεται από τη σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας. Η σύμβαση υποδεικνύει, στην περίπτωση στενότητας θαλασσών, τη διμερή συμφωνία ως τη λύση για την οριοθέτηση. Είμαστε, κατά συνέπεια, υποχρεωμένοι, προτού προχωρήσουμε σε οριοθέτηση, να επιδιώξουμε λύση με συμφωνία ή με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο. Κατάθεση συντεταγμένων, με τις οποίες διαφωνεί η Τουρκία, θα είχε ως άμεση συνέπεια κατάθεση συντεταγμένων εκ μέρους της, που θα ήταν ασυμβίβαστες με τις ελληνικές. Τα Ηνωμένα Εθνη θα θεωρούσαν αναγκαία την επίλυση της διαφοράς από το Διεθνές Δικαστήριο. Για το τι θα αποφασίσει το Δικαστήριο επικρατεί αβεβαιότητα. Μπορεί να επιδιώξει μια συμβιβαστική λύση που δεν θα ικανοποιούσε καμία από τις δύο πλευρές.
Κατά την ελληνική άποψη όλα τα νησιά μας έχουν υφαλοκρηπίδα και αυτή ανήκει στην ελληνική ΑΟΖ. Η Κρήτη π.χ. όπως και τα Δωδεκάνησα έχουν υφαλοκρηπίδα που πρέπει να θεωρείται και θεωρείται ελληνική. Η Τουρκία αμφισβητεί ότι τα ελληνικά νησιά, όπως τα Δωδεκάνησα ή η Κρήτη, έχουν ελληνική υφαλοκρηπίδα. Η Τουρκία επικαλείται την άποψη ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα. Παρερμηνεύει τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Το Διεθνές Δικαστήριο έχει αποφανθεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, ότι ένα μικρό νησί δεν έχει δική του υφαλοκρηπίδα εφόσον βρίσκεται κοντά σε έναν «κύριο όγκο ξηράς». Η υφαλοκρηπίδα ανήκει σε αυτήν την περίπτωση στο κράτος που έχει τον κύριο όγκο ξηράς. Η Ελλάδα προβάλλει όμως το επιχείρημα ότι στην περιοχή υπάρχουν πολλά νησιά και νησίδες που όλα μαζί αποτελούν μια ενότητα, τα Δωδεκάνησα, και ορίζουν έτσι την ελληνική κυριότητα της υφαλοκρηπίδας στην περιοχή. Οσον αφορά την Κρήτη, θεωρεί αυτονόητο ότι το μέγεθός της αποδεικνύει τόσο ότι είναι προέκταση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, όσο και ότι επεκτείνει την ελληνική υφαλοκρηπίδα προς το Λιβυκό Πέλαγος. Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι κατά την Τουρκία η υφαλοκρηπίδα νότια της Κρήτης και δυτικά της Κύπρου της ανήκει, μια που πρόκειται για νησιά και επομένως δεν μπορεί να έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα!!
Για τη λύση των θεμάτων που αφορούν τα θέματα των θαλασσίων συνόρων έχουν πραγματοποιηθεί διαπραγματεύσεις με την Τουρκία στο πλαίσιο μιας συνεννόησης εμπειρογνωμόνων τα έτη 2002 μέχρι το 2016. Οι διαπραγματεύσεις υπήρξαν συστηματικές σε ορισμένες στιγμές κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ιδίως τα χρόνια 2002-2004 και 2010-2012. Στον υπόλοιπο χρόνο σχεδόν μόνο τυπικές. Δεν απέδωσαν. Η Ελλάδα και η Τουρκία απείχαν επίσης μέχρι τώρα από έρευνες/εξορύξεις στο Αιγαίο σε περιοχές αμφισβητούμενης κυριότητας για να μην προκληθεί επεισόδιο. Αλλά τώρα είναι μεγάλες οι πιθανότητες να αλλάξει η Τουρκία στάση.
Η κυβέρνησή μου, στο διάστημα 1996-2004, για να αποφευχθεί μία διαμάχη με την Τουρκία, για τα σύνορά μας, είχε επιτύχει το 1999 να συμπεριληφθεί στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι ρήτρα που υποχρέωνε κάθε υποψήφιο κράτος, όπως ήταν η Τουρκία, «να καταβάλλει κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς. Αλλιώς θα πρέπει να φέρει τη διαφορά ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου».
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας του 2004 παραιτήθηκε του δικαιώματος αυτού ένστασης για την ένταξη της Τουρκίας, που είχε αποφασισθεί στο Ελσίνκι και είχε καθιερωθεί και από τη στάση της Ελλάδας στα Συμβούλια της Ενωσης. Αποδέχθηκε την έναρξη των συζητήσεων για την ένταξη της Τουρκίας παρά την αμφισβήτηση των ελληνικών συνόρων από την Τουρκία. Θεώρησε, ίσως, ότι η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, εάν προσέφευγε η Τουρκία σε αυτό, να μην αποδεχόταν το σύνολο της ελληνικής άποψης για τα σύνορα της υφαλοκρηπίδας της χώρας. Αγνόησε όμως τελείως τους κινδύνους στους οποίους θα οδηγούσε και οδήγησε η στάση της. Η πρωτοβουλία αυτή της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας έδωσε τη δυνατότητα στην Τουρκία να επαναφέρει το θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας όποτε το κρίνει σκόπιμο. Γι’ αυτό και είναι δυνατή η σημερινή αμφισβήτηση των συνόρων από την Τουρκία, η ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών και πάντα ο κίνδυνος μιας πρόκλησης.
Θα πρέπει επίσης να υπενθυμίσουμε ότι η Τουρκία έχει παραχωρήσει για έρευνες οικόπεδα που ανήκουν στην κυπριακή υφαλοκρηπίδα (ΑΟΖ) με τον ισχυρισμό ότι ανήκουν στην Τουρκία. Αντιτίθεται επίσης στη συμφωνία συνεργασίας Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου για την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων που θα ανευρεθούν. Η Τουρκία τη θεωρεί εχθρική πράξη. Δεν αποκλείεται επίσης οι υπάρχουσες εκκρεμότητες, οι οικονομικές δυσκολίες και η αμφισβήτηση του πρωθυπουργού Ερντογάν, που διεφάνη στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές, να οδηγήσουν τον Ερντογάν σε επιθετικές ενέργειες με τον ισχυρισμό ότι η Κύπρος δεν έχει δική της υφαλοκρηπίδα.
Η Τουρκία επιδιώκει επίσης τη λύση του Κυπριακού με τη δημιουργία δύο κρατών, ενός τουρκικού και ενός ελληνικού, και όχι όπως έχει συμφωνηθεί με τη δημιουργία ενός ομόσπονδου κράτους με μέλη δύο κοινότητες, μία ελληνική και μία τουρκική. Η δημιουργία ενός τουρκικού κράτους στην Κύπρο θα διευκολύνει τις διεκδικήσεις της Τουρκίας σχετικά με την κυπριακή υφαλοκρηπίδα. Θα ενέχει επίσης τον κίνδυνο η Τουρκία να εμπλέξει το ελληνοκυπριακό κράτος στις συνοριακές διαφορές της με την Ελλάδα για να ασκήσει έτσι πιο αποτελεσματική πίεση.
Πιστεύω ότι η τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων μετά τις εκλογές είναι αναγκαία. Ο κίνδυνος επεισοδίων με αρνητικές επιπτώσεις θα είναι υπαρκτός, εάν δεν προσπαθήσουμε να βρούμε λύσεις, όχι πάντα ευχάριστες ίσως, αλλά που κατοχυρώνουν την ειρήνη στην περιοχή. Σε μια τέτοια προσπάθεια η Ελλάδα θα έχει, πιστεύω, την συμπαράσταση τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και των ΗΠΑ.