Στην μακρά πολιτική μου διαδρομή, νομίζω πως δεν υπήρξε καμιά πολιτική αναμέτρηση που να μην είχε χαρακτηριστεί κρίσιμη. Οι Βουλευτικές εκλογές ήταν πάντα κρίσιμες. Αλλά τα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσουμε δεν είχαν πάντα την ίδια βαρύτητα. Είναι ανθρώπινο στη διαδικασία στράτευσης ενόψει μιας αναμέτρησης, να τονώνεις το θυμικό σου με ενέσεις ανησυχίας – για να υπηρετείς πιο αποτελεσματικά τον στόχο σου.
Όμως, σε τούτη την περίσταση έχει ιδιαίτερη σημασία τι πρέπει να πετύχουμε και θέλω να εξηγήσω γιατί. Όχι γιατί έτσι υποστηρίζουμε μία παράταξη και την υποψηφιότητα του Χρήστου Παπαστεργίου, αλλά γιατί η αντικειμενική πραγματικότητα δείχνει πως η εικόνα της χώρας μας είναι αρνητική και ακολουθεί διαρκώς και συστηματικά μια καθοδική πορεία.
Εμείς τι επιδιώκουμε:
Θέλουμε μια κυβέρνηση που θα εργάζεται για την ανάπτυξη και την κατανομή των πόρων που προκύπτουν με τρόπο ώστε να βελτιώνεται συνεχώς το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και να εξασφαλίζει και για εκείνους που δυστυχούν μια αποτελεσματική συμπαράσταση.
Συμβαίνει αυτό σήμερα; Η απάντηση είναι όχι. Έχουμε μια κυβέρνηση με κύριο στόχο την εξουσία. Εφαρμόζει πολιτικές όχι για όλους τους Έλληνες αλλά για τη δημιουργία ενός στρώματος οπαδών της. Είναι μια δημαγωγική κυβέρνηση. Μια κυβέρνηση χωρίς αρχές που ανάλογα με την περίσταση αλλάζει την επιχειρηματολογία της. Η Ελλάδα είναι η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό φτωχού πληθυσμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η μεσαία τάξη έχει δραστικά περιοριστεί και έχει δραστικά αυξηθεί το ποσοστό εκείνων που ανήκουν στην κατώτατη κατηγορία εισοδήματος. Την ελληνική πραγματικότητα χαρακτηρίζουν αρνητικά φαινόμενα α) το υψηλό ποσοστό ανεργίας. β) Η διαρροή του προσωπικού που έχει υψηλό επίπεδο γνώσεων προς το εξωτερικό. γ) Ο υψηλός αριθμός μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα κόκκινα δάνεια (όπως ξέρουμε όλοι είναι το κυρίαρχο θέμα τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στις συζητήσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση). δ) Η κάθετη μείωση των επενδύσεων και η απαξίωση του παραγωγικού κεφαλαίου. ε) Οι χαμηλές εγχώριες αποταμιεύσεις. Επιπρόσθετα η Ελλάδα έχει περιορισμένη δυνατότητα να δανεισθεί κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές. Οι δύο τελευταίοι δανεισμοί, ο πρώτος για πέντε, ο δεύτερος για δέκα χρόνια, αφορούσαν ο καθένας ποσό 2,5 δις ευρώ, ώστε να μην πληρωθεί ιδιαίτερα υψηλό επιτόκιο. Τα επιτόκια ήταν στον πρώτο 3,2%, στον δεύτερο 3,9%, τα υψηλότερα επιτόκια στην αγορά για χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το κόστος του δανεισμού ήταν τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο περίπου πέντε φορές υψηλότερο της Ιρλανδίας, 3,4 φορές υψηλότερο της Ισπανίας και δύο φορές υψηλότερο της Πορτογαλίας. Η Ελλάδα αδυνατεί επίσης να απορροφήσει τα κονδύλια που της παρέχει η Ευρωπαϊκή Ένωση για παραγωγικές επενδύσεις. Για ν’ αποφύγει τις αρνητικές εντυπώσεις περιορίζει τα χρηματοδοτούμενα έργα κατά πολύ και καυχιέται μετά ψευδέστατα ότι απορρόφησε όλα τα ποσά που της χορηγήθηκαν.
Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης θέλει να εξασφαλίζει ποσά για να μοιράζει δεξιά αριστερά, για να προσελκύσει ψηφοφόρους. Τα λεφτά αυτά δημιουργούν σε πολλούς αίσθημα ευγνωμοσύνης, αλλά δεν αλλάζουν τις οικονομικές συνθήκες και υποβοηθούν τη στασιμότητα. Το πρώτο και κύριο θέμα είναι παραγωγικές επενδύσεις και ανάπτυξη. Έτσι θα μειωθεί η ανεργία. Έτσι θα προκύψουν δυνατότητες για να βελτιώσουμε το οικονομικό επίπεδο της χώρας. Η χώρα δεν έχει ανάγκη ένα κυβερνητικό κόμμα που μοιράζει χρήματα σε όποιον του αρέσει. Η χώρα έχει ανάγκη από δημιουργία. Η δημιουργικότητα δεν ενδιαφέρει το ΣΥΡΙΖΑ.
Ας έρθω τώρα στον τρόπο που διαχειρίζεται η κυβέρνηση τα θέματα. Κατευθυντήρια γραμμή είναι όσα απαιτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να πράξει. Δικιά της αντίληψη, για τη μακροπρόθεσμη πορεία της οικονομίας, την οποία να διαπραγματευτεί με την Ένωση, δεν υπάρχει. Η εξόφληση των χρεών προς τις τράπεζες, η τακτοποίηση των κόκκινων δανείων καθυστερεί, γιατί η κυβέρνηση δεν θέλει να χάσει ψηφοφόρους. Οι τράπεζες όμως έχουν χάσει ένα μεγάλο ποσοστό των κεφαλαίων τους. Δεν διαθέτουν τα κεφάλαια, τα οποία επιβάλλονται να έχουν, ώστε να μην περιέλθουν σε αδυναμία εκτέλεσης των υποχρεώσεών τους απέναντι στους καταθέτες. Υπάρχει ο κίνδυνος να καταρρεύσουν με αποτέλεσμα να χάσουν οι καταθέτες τα λεφτά τους. Το κυβερνητικό συμφέρον των απατηλών εντυπώσεων υπερέχει σήμερα της ανάγκης προστασίας των μικροκαταθετών.
Αν ανατρέξετε στους δείκτες των στατιστικών υπηρεσιών, θα διαπιστώσετε τα ακόλουθα:
- Η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος – φτάνει περίπου στο 180% του ΑΕΠ.
- Ο ρυθμός ανάπτυξης κινείται σε χαμηλό επίπεδο,
- Η ανεργία είναι η υψηλότερη στην ΕΕ,
- Στην ανταγωνιστικότητα είμαστε πολύ χαμηλά στην παγκόσμια κατάταξη,
- Στα θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης έχουμε τις χειρότερες επιδόσεις στην κλίμακα της ΕΕ,
- Στον χρόνο απονομής της δικαιοσύνης έχομε τη χειρότερη επίδοση στην κλίμακα της ΕΕ,
- Η Ελλάδα έχει τη δεύτερη θέση στη λίστα των πιο διεφθαρμένων χωρών της ΕΕ,
- Ενώ είμαστε πρώτοι στις στρατιωτικές δαπάνες!
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 με κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το κατά κεφαλήν εισόδημα είχε φτάσει το 86% του μέσου ευρωπαϊκού εισοδήματος. Το 2016, αναποδογυρίστηκαν τα ψηφία: από το 86% πήγαμε στο 68% – η Ελλάδα, οι Έλληνες φτωχύναμε με γοργούς ρυθμούς.
Ο εξαίρετος υποψήφιος του ΚΙΝΑΛ για την περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας Χρήστος Παπαστεργίου, μου επεσήμανε σχετικά ότι σε όλους αυτούς τους αρνητικούς δείκτες η συγκεκριμένη περιφέρεια έχει την πρωτιά – άρα γνωρίζετε όλα αυτά από πρώτο χέρι. Δυστυχώς.
Η απαρίθμηση των δεδομένων όμως δεν τελειώνει εδώ. Υπάρχουν και άλλα αρνητικά, καθώς η Ελλάδα κρίνεται απρόσφορη στην προσέλκυση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Για την ακρίβεια, είναι προτελευταία στη βαθμολογία των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Θα επισημάνω και μερικές αξίες που κάθε κυβέρνηση πρέπει να διαθέτει και αυτή η κυβέρνηση δεν διαθέτει.
Σεβασμό στην αρχή ότι όλοι οι πολίτες πρέπει να έχουν την ίδια μεταχείριση, να είναι η αντιμετώπιση των προβλημάτων κοινή για όλους. Η κυβέρνηση εφεύρε διάφορες μορφές επιδομάτων, τις οποίες μοιράζει απλόχερα. Υπάρχουν τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο πρόσωπα που δηλώνουν ελάχιστο εισόδημα, δουλεύουν μαύρα και εισπράττουν έτσι όλα τα επιδόματα. Η κυβέρνηση δεν αντιδρά γιατί θεωρεί βέβαιο ότι όλοι οι επιτήδειοι και ανειλικρινείς θα την ψηφίσουν με κλειστά μάτια.
Μια κυβέρνηση πρέπει να πληροφορεί με ειλικρίνεια για την οικονομική κατάσταση της χώρας, για τα προβλήματα, τις ανάγκες, τις υπάρχουσες δεσμεύσεις και τον τρόπο αντιμετώπισής τους. Το τι συμβαίνει στη χώρα, π.χ. ότι η κυβέρνηση δεν έχει εκτελέσει την υποχρέωσή της να εξοφλήσει όλες τις οφειλές της στην Ελλάδα, το πληροφορούμεθα από τις Βρυξέλλες. Στην Αθήνα δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξη προβλήματος.
Ο κοινωνικός διάλογος είναι σημαντικό στοιχείο μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης. Διάλογος με την σημερινή κυβέρνηση δεν είναι δυνατός. Ταχύτατα η ανταλλαγή απόψεων παίρνει τη μορφή ύβρεων προς όσους την αμφισβητούν, απειλών δικαστικών διώξεων ή και συγκεκριμένων ενεργειών τόσο των κυβερνητικών οργάνων ή της δικαιοσύνης. Ο αναπληρωτής υπουργός κατά της διαφθοράς επισημαίνει παράνομες πράξεις όσων ασκούν κριτική, παράνομες πράξεις που ο ίδιος φαντάζεται.. Κατά στελεχών της κυβερνητικής παράταξης δεν έχει ποτέ κινητοποιήσει τα όργανά του.
Στο υφιστάμενο καθεστώς δεν υπάρχει το αυτονόητο σε κάθε δημοκρατία. Να σέβεται η κυβέρνηση όλους τους πολίτες, και εκείνους που δεν ανήκουν στην παράταξή της. Να αναγνωρίζει τη συμβολή τους, την προσπάθεια και το ρόλο τους χωρίς διακρίσεις.
Οι μελλοντικές εξελίξεις θα καθορίζονται κυρίως από τα οικονομικά προβλήματα. Η όποια κυβέρνηση της χώρας θα πρέπει να επιτύχει την μεταρρύθμιση που θα δώσει στη χώρα αυτοδυναμία στην αντιμετώπισή τους. Θα πρέπει να περιορισθεί η σημερινή απόλυτη εξάρτηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΔΝΤ και τις διεθνείς τράπεζες. Τούτο σημαίνει μια νέα διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Ένωση που θα καθορίζεται από ειλικρινείς συζητήσεις, σωστή εκτίμηση της κατάστασης, γνώση της εφαρμοσιμότητας των μέτρων και αποφασιστικότητα στην εκτέλεση των συμφωνηθέντων με συνεχή παρακολούθηση. Πρώτος στόχος πρέπει να είναι η μείωση των ετησίων πλεονασμάτων που έχουν συμφωνηθεί με την Ευρωζώνη ώστε να αυξηθούν οι δυνατότητες επενδύσεων και απασχόλησης. Έχει συμφωνηθεί ότι η Ελλάδα θα πρέπει να επιτυγχάνει μέχρι το 2022 ένα πλεόνασμα του προϋπολογισμού ύψους 3% και μετά μέχρι το 2060 πλεόνασμα 2%. Τα πλεονάσματα αυτά είναι υπερβολικά και δεν συμβιβάζονται με την επιδίωξη να επανέλθει μια σταθερή ανάκαμψη στη χώρα. Ένα δεύτερο εμπόδιο στην αλλαγή πορείας αποτελούν τα «κεκτημένα» των διάφορων ομάδων του πληθυσμού καθώς και οι αντιδράσεις τους σε νέα μέτρα. Παράδειγμα η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Στην ουσία δεν υπάρχει. Αν και είναι αναγκαία, οι μέχρι τώρα κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν να την επιβάλλουν. Ο τρόπος υπέρβασης «των περιοριστικών συνθηκών» στις οποίες ζει η χώρα δεν έχει λοιπόν προσδιοριστεί ακόμη. Για να καθοριστεί και να εφαρμοστεί απαιτούνται νέοι τρόποι δράσης, μια νέα δυναμική.
Πίστευα, και πιστεύω ότι η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τις εξελίξεις στον βαλκανικό της περίγυρο. Η χώρα μας χάρη στην πολιτιστική της πρόοδο και την πιο αναπτυγμένη από τις βαλκανικές χώρες οικονομία μπορεί να παίξει ένα ρόλο στη διαμόρφωση των σχέσεων των βαλκανικών χωρών μεταξύ τους και κυρίως των σχέσεων με τον ευρωπαϊκό χώρο.
Ας έρθω τώρα στο θέμα των Σκοπίων. Η εκκρεμότητα στη διαφορά Αθήνας-Σκοπίων παρεμπόδιζε κοινές επιδιώξεις και μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς. Οι χώρες της Βαλκανικής που αναπτύσσουν σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση ή έγιναν μέλη όπως η Βουλγαρία ή ζητούν να γίνουν μέλη της όπως το Μαυροβούνιο. Οι χώρες αυτές τηρούν ακόμη αποστάσεις από την Ελλάδα λόγω της διαφοράς με τα Σκόπια. Η συγκεκριμένη διαφορά λοιπόν έπρεπε να λυθεί. Ήταν προς το συμφέρον μας να λυθεί.
Ωστόσο, τα χρονίζοντα προβλήματα με τα Σκόπια είχαν δημιουργήσει μία κατάσταση που απαιτούσε από την ελληνική πλευρά μια κοινή προσπάθεια, μια κοινή κινητοποίηση, ώστε να υπάρξουν ευρύτερα αποδεκτές λύσεις και να αποφευχθούν νέες αντιπαλότητες. Η κυβέρνηση όμως, αντί να συνεννοηθεί για τον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος με τα άλλα κόμματα της Βουλής, προχώρησε χωρίς συνεννόηση με αυτά. Ήθελε να επιδείξει ότι αυτή πέτυχε εκεί που οι άλλοι είχαν αποτύχει. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν τόσο μία μη ικανοποιητική λύση όσο και η αντιπαράθεση με όλη την αντιπολίτευση, που θεώρησε ότι η Ελλάδα υποχώρησε σε σημαντικά θέματα.
Για να συνοψίσω: σήμερα, 18 Μαρτίου 2019, η εικόνα της χώρας μας είναι κακή, σύμφωνα με όλους τους δείκτες αλλά και την εντύπωση που επικρατεί στις σύμμαχές μας χώρες και τις διεθνείς αγορές.
Τα δέκα και πλέον χρόνια από τότε που εκδηλώθηκε η κρίση στην Ελλάδα επικρατούν οι μεγαλοστομίες, η συγκάλυψη της πραγματικότητας, η ισχυρογνωμοσύνη των ανίκανων. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τι οδήγησε στην κρίση. Ήταν η οικονομική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας που αύξησε αλόγιστα τις δαπάνες μετά το 2004. Ήταν το πρωτοφανές έλλειμμα του προϋπολογισμού του 2009. Θυμίζω ότι κατά τη Νέα Δημοκρατία και την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ήταν 6% στην πραγματικότητα όμως, όπως προέκυψε από τα στατιστικά στοιχεία της χώρας μας και την σχετική έρευνα της Ένωσης, ήταν 15%. Να θυμηθούμε τη δίωξη του επικεφαλής της στατιστικής υπηρεσίας Ανδρέα Γεωργίου επί χρόνια γιατί είπε την αλήθεια. Χρήσιμο είναι επίσης να αναλογιστούμε το πρώτο εξάμηνο του 2015, το παραπλανητικό δημοψήφισμα και τα συνεχή μαθήματα του Υπουργού Οικονομικών της χώρας στον ελληνικό λαό και στους συναδέλφους των άλλων κρατών μελών κατά τις συνεδριάσεις του Eurogroup. Τους ισχυρισμούς του ΣΥΡΙΖΑ ότι η Ελλάδα μπορεί να ακολουθήσει δικιά της πολιτική και δεν χρειάζεται τη στήριξη της Ένωσης. Ισχυρισμούς που κατέληξαν σε γελοιοποίηση της χώρας και σε στροφή 1800 της κυβέρνησης.
Μια προοδευτική κυβέρνηση οφείλει να υπηρετεί έναν στόχο: την κοινή πρόοδο. Αυτό αποτελεί δέσμευση για αλλαγή, σύνεση και σαφήνεια.
Κυβερνητικό πρόγραμμα δεν μπορεί να είναι ένα συνονθύλευμα προτάσεων διαφορετικών προελεύσεων, που προκύπτει συνήθως από τις κατά καιρούς εισηγήσεις διαφόρων «ειδημόνων» προς την κομματική ηγεσία. Χρειάζεται συντονισμένη και συστηματική προσπάθεια, ώστε να είναι σαφείς οι στόχοι από την πρώτη μέρα άσκησης της εξουσίας. Κάθε υπουργείο πρέπει να έχει ελέγξιμο και εφαρμόσιμο πρόγραμμα. Για την εφαρμογή πρέπει να δίνει λόγο σε τακτά χρονικά διαστήματα. Οι αυτονόητες αυτές αρχές δεν εφαρμόσθηκαν από τη σημερινή κυβέρνηση. Η αναζήτηση του πρακτέου καθυστερεί επί μήνες. Και το τελικό αποτέλεσμα υπακούει πολλές φορές σε αντικρουόμενες επιδιώξεις. Ταχύτατα εφαρμόζονται κατά κανόνα μόνον διορισμοί φίλων και ρυθμίσεις που έχουν ήδη ζητήσει οργανωμένες ομάδες συμφερόντων.
Θα αναφερθώ, πολύ σύντομα, και σε ορισμένες βασικές κατευθύνσεις τις οποίες θα πρέπει να έχει το πρόγραμμα ενός προοδευτικού κόμματος. Κύριος στόχος στην πρώτη φάση πρέπει να είναι και ο δραστικός περιορισμός της αβεβαιότητας για την μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας. Προϋπόθεση είναι η σαφήνεια των επιδιώξεων και των βημάτων που θα ακολουθηθούν. Να γίνει φανερό στην ελληνική κοινωνία ότι θα χρειασθεί μια μακρά και συνεχή διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας, με συγκεκριμένους στόχους αλλά βαθμιαία μόνο επίτευξη. Η σταδιακή ανάπτυξη της βεβαιότητας για το τι θα συμβεί στη χώρα προσελκύει επενδυτές. Και πείθει τους εταίρους μας να υποβοηθήσουν την προσπάθειά μας.
Η φορολογία σήμερα αποτελεί έναν αποφασιστικό παράγοντα για την αδράνεια στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων. Η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να επανασχεδιασθεί. Στόχος είναι η επανεκτίμηση των συντελεστών φορολόγησης ώστε να μειωθούν και να εξασφαλισθεί βαθμιαία ικανοποιητικό εισόδημα στους εργαζόμενους και υποβοήθηση των επενδύσεων. Χαμηλότεροι συντελεστές θα περιορίσουν και την τάση για φοροδιαφυγή.
Επανεξέταση χρειάζεται και το ασφαλιστικό σύστημα. Η αναθεώρησή του από τη σημερινή κυβέρνηση οδήγησε σε αδιαφάνεια, αδικαιολόγητες διαφορές μεταξύ παροχών, αισθητή μείωση και στις κατώτερες συντάξεις. Επιβάλλεται να επανεξεταστούν οι επιπτώσεις της ρύθμισης για όλες τις κατηγορίες των ασφαλισμένων, να ελεγχθούν αδικαιολόγητες διακρίσεις και να υπάρξει μία νέα ρύθμιση.
Τομείς στους οποίους επιβάλλεται μια εκτενής και συστηματική μεταρρύθμιση είναι η δημόσια διοίκηση και η δικαιοσύνη. Το διοικητικό μας σύστημα χαρακτηρίζεται από νομικισμό και τυπολατρία που έχει οδηγήσει σε γραφειοκρατική αδράνεια και αναποτελεσματικότητα. Η απονομή της δικαιοσύνης πραγματοποιείται με εξαιρετική βραδύτητα. Οι εκκρεμείς υποθέσεις στην Ελλάδα είναι πολύ περισσότερες από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Τέλος, θα αναφέρω το εκπαιδευτικό σύστημα. Οι επιλογές της σημερινής κυβέρνησης κατά κανόνα εξυπηρέτησαν πελατειακούς στόχους. Παράδειγμα η μετατροπή των ΤΕΙ σε πανεπιστήμια. Για τη νέα εποχή χρειάζεται μια παιδεία που θα καθορίζεται και από σύγχρονα θέματα όπως οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, η ανάπτυξη δεσμών με τον ευρωπαϊκό χώρο. Χρειάζονται νέες τεχνολογίες, νέοι τρόποι συνεργασίας των εθνών, υπέρβαση των εθνικισμών και των διχαστικών διακρίσεων στην κοινωνία.
Όλα τα αναγκαία είναι δύσκολο να επιτευχθούν. Ας συνειδητοποιήσουμε όμως στην Ελλάδα ότι σε πολλούς τομείς είμαστε τώρα ουραγοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στα χρόνια που ακολούθησαν την ένταξη στην Ευρωζώνη 2000-2004 η Ελλάδα είχε πλησιάσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Άρα έχουμε τη δυνατότητα να αλλάξουμε τα πράγματα. Υπό μία προϋπόθεση. Να το θελήσουμε. Να αγωνιστούμε.
Να εμπιστευτούμε νέους ανθρώπους που δεν καταφεύγουν στην εύκολη ρητορεία, αλλά με ειλικρίνεια ζητούν απ’ τους πολίτες τη συνέργειά τους – με άλλα λόγια να δώσουμε στον Χρήστο Παπαστεργίου την ευκαιρία του! Με εμπιστοσύνη, επιμονή και αισιοδοξία.
Καλή δύναμη και καλή επιτυχία!