«Ο φόβος ενός Grexit πλανάται στην κοινωνία. Μέσα σ’ ενάμιση μήνα οι καταθέσεις μειώθηκαν κατά 2.7 δις. Οι επενδύσεις έχουν περιοριστεί δραστικά, ενώ το επιτόκιο – που θα πλήρωνε η Ελλάδα αν δανειζόταν απ’ τις αγορές – συνεχώς αυξάνεται. Όλα αυτά δείχνουν ανησυχία και αβεβαιότητα».
Την επισήμανση αυτή έκανε ο Κώστας Σημίτης μιλώντας την Πέμπτη το βράδυ σε εκδήλωση της Κίνησης Πολιτών για μια Ανοιχτή Κοινωνία.
Ο πρώην πρωθυπουργός αναφερόμενος στο διεθνές περιβάλλον, που φορτίζεται αρνητικά λόγω και των εκλογών που γίνονται σταδιακά σε σημαντικές ευρωπαϊκές χώρες, τόνισε πως είναι εσφαλμένη η αντίληψη ότι λόγω της αστάθειας της ευρωζώνης, μια σκληρή ελληνική στάση θα αναγκάσει τους εταίρους μας να υποχωρήσουν. «Υποχώρηση στην έκταση που επιθυμεί η Αθήνα δεν πρόκειται να υπάρξει, διότι τα κόμματα δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν την απήχησή τους στο εκλογικό σώμα» παρατήρησε.
Εξάλλου, σημείωσε ο κ. Σημίτης, «το πλέγμα που έχει δημιουργηθεί από τη χρόνια συμπόρευση των χωρών της ΕΕ αποτελεί μια τεράστια επένδυση, που κανένα μέλος της δεν μπορεί να θυσιάσει χωρίς σημαντικό κόστος για το ίδιο». Επ’ αυτού, ο ομιλητής υπογράμμισε ιδιαιτέρως την ανάγκη συνεχούς ενημέρωσης «και διεύρυνσης των γνώσεων των πολιτών στις εξελίξεις» επικρίνοντας τη στάση που δείχνει συχνά η κυβέρνηση – «η αυτοαπαλλαγή από την ευθύνη και η καταγγελία των άλλων υπονομεύει τη δυνατότητά σου να πείσεις όσους συναλλάσσονται μαζί σου. Ταυτόχρονα, δημιουργεί ψευδαισθήσεις στην κοινή γνώμη, η οποία δεν αποκτά μια σωστή θεώρηση της πραγματικότητας» σημείωσε.
Ως προς τις ευρωπαϊκές διαβουλεύσεις, ο κ. Σημίτης τόνισε ότι η εξέλιξη της ενοποιητικής πορείας «δεν θα πρέπει να γίνει με διαδικασίες εκτός Συνθήκης, που θα ανοίξουν τη δυνατότητα αυθαίρετου αποκλεισμού ορισμένων κρατών-μελών. Η Ευρωζώνη έχει μέλλον» υπογράμμισε ο πρώην πρωθυπουργός «και η ενοποίηση θα πραγματοποιείται βαθμιαία. Με άλλα λόγια, το κοινό δίκτυο που θα καλύπτει το σύνολο της Ε.Ε, θα έχει διαφορετική πυκνότητα κατά θέματα».
Σχετικά τέλος με τη διαχείριση της κρίσης, ο κ. Σημίτης υπογράμμισε πως είναι ανάγκη να υπάρξει ένα αναπτυξιακό σχέδιο με επίκεντρο τις επενδύσεις. Το πλεόνασμα 3,5% από το 2018 και μετά που συμφώνησε η κυβέρνηση δεν θα επιτρέψει τη στροφή στις επενδύσεις. Χρειάζεται μια διαφορετική αντιμετώπιση. Πρέπει π.χ., να επιδιωχθεί με περαιτέρω παρατάσεις ωρίμανσης, περιόδους χάριτος και τη σταθεροποίηση στα δάνεια, ώστε τα κόστη των τόκων να παραμένουν διαχειρίσιμα και σε περίπτωση που τα επιτόκια αυξάνονται διεθνώς. «Στα χρόνια που έρχονται, πρέπει να κάνουμε μια μεγάλη προσπάθεια σταθεροποίησης της οικονομίας κι εκσυγχρονισμού της χώρας. Και προϋπόθεση επιτυχίας είναι η συνεχής προσαρμογή στις νέες συνθήκες του περιβάλλοντός μας».