Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι
Πριν απ΄όλα, θα ήθελα να ευχαριστήσω το Ελληνικό Παρατηρητήριο και τον καθηγητή Featherstone, που μου έδωσαν την ευκαιρία να αναπτύξω την κεντρική ομιλία στην επέτειο των 10 χρόνων του Παρατηρητηρίου. Δεδομένου ότι είμαι – πιθανόν! – ο παλαιότερος απόφοιτος του LSE σε αυτή την αίθουσα, αισθάνομαι ιδιαίτερα ευτυχής που συμμετέχω σε αυτή την εκδήλωση.
Και με την ευκαιρία, επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε μία από τις πρώτες εμπειρίες μου στο LSE.
Το 1962, όταν παρακολούθησα το σεμινάριο του R.McKenzie, ο καθηγητής απευθυνόμενος στους φοιτητές του είχε πεί: «όλοι σας θα αναλάβετε σημαντικά καθήκοντα στις χώρες απ΄όπου προέρχεστε, θα γίνετε υπουργοί και πρωθυπουργοί. Το πιο σημαντικό είναι να κρατάτε ένα ημερολόγιο. Είναι ο μόνος τρόπος για να θυμάστε αυτά που πράγματι συνέβησαν».
Η συμβουλή ήταν σωστή. Αλλά εγώ δεν κράτησα ημερολόγιο, γιατί με προλάβαιναν οι εξελίξεις – επειδή δεν περίμενα ότι θα γίνω υπουργός ή πρωθυπουργός.
Τα είκοσι χρόνια – από το 1996 έως το 2016 – είναι μια περίοδος που σημαδεύτηκε από τις αντιφάσεις, που χαρακτηρίζουν την ελληνική κοινωνία. Από το 1994 έως το 2006 περίπου, η Ελλάδα είχε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και οικονομική σταθερότητα. Στην οκταετία (1996-2004), η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 3.5%, που ήταν πενταπλάσιος του αντίστοιχου της περιόδου 1991-1993 και σημαντικά υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο πληθωρισμός, που κυμαινόταν προηγουμένως σε διψήφια νούμερα, μειώθηκε δραστικά, ενώ η δημοσιονομική πολιτική κατάφερε να μειώσει το έλλειμμα στο χαμηλότερο επίπεδο σε σύγκριση με το παρελθόν. Ταυτόχρονα, υπήρξε αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων και εισροή ξένου κεφαλαίου. Στα τέλη του 2003, η διεθνής θέση της Ελλάδας είχε βελτιωθεί θεαματικά σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία και οι προσπάθειες που έγιναν για να συμμετέχει ενεργά στις ευρωπαϊκές εξελίξεις συναντούσαν την ευρωπαϊκή αναγνώριση.
Το εγχείρημα να ανέβει η Ελλάδα σε ένα ισότιμο επίπεδο με τους σημαντικότερους ευρωπαίους εταίρους της, φυσικά δεν ολοκληρώθηκε. Δεν υπάρχει «καταληκτική ημερομηνία» σε ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού. Ούτε υπάρχει κάποια μαγική πολιτική συνταγή, που μπορεί να λύσει όλα τα θέματα, μια για πάντα. Η μεταρρύθμιση είναι μια δυναμική και σταδιακή διαδικασία και υπήρχαν πολλές προκλήσεις και ελλείψεις που έμειναν σε εκκρεμότητα. Διότι, όποια κυβέρνηση κι αν κέρδιζε τις εκλογές του 2004, θα έπρεπε να συνεχίσει τη δουλειά για τη σταθεροποίηση της οικονομίας και να προωθήσει τις διαρθρωτικές αλλαγές για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά την πολυτέλεια της επανάπαυσης στις δάφνες της και της απόλαυσης ενός διαλείμματος. Δεν υπήρχε χρόνος για να κάνει ένα βήμα πίσω και να θαυμάσει την πρόοδο που είχε σημειωθεί.
Το 2007 ξεκίνησε μια γρήγορη καθοδική πορεία. Στα επόμενα δύο έτη, το έλλειμμα αυξήθηκε και άγγιξε το 15.4% του ΑΕΠ, ένα ποσοστό ρεκόρ. Αυτό το υπερβολικά μεγάλο έλλειμμα ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής παροχών που ακολούθησε η νέα κυβέρνηση το 2004. Η οικονομία μπήκε σε μια περίοδο κρίσης που δεν είχε προηγούμενο.. Το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 25% περίπου, στα χρόνια ανάμεσα στο 2009 και το 2015.Το 2010, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ παρενέβησαν χορηγώντας στην Ελλάδα αλλεπάλληλα δάνεια και η χώρα υπέγραψε τρεις συμφωνίες (γνωστές ως Memoranda) – το 2010, το 2012 και το 2015 – για να μπορέσει να εισπράξει τα δάνεια. Οι συμφωνίες αυτές, περιέγραφαν διεξοδικά την πολιτική που έπρεπε να ακολουθήσει η Ελλάδα. Η συμμόρφωση προς τις οδηγίες ήταν/ και είναι όρος για την εκταμίευση των δανείων. Η Ελλάδα δεν είναι ακόμη σε θέση να δανείζεται από τις αγορές στο τρέχον επιτόκιο. Το δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί σε 318 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή περίπου στο 180% του ΑΕΠ.
Ανατέμνοντας την ελληνική κρίση, νομίζω ότι θα ήταν σωστό να ειπωθεί, πως αυτή οφειλόταν σε δύο παράγοντες: την υστέρηση της Ελλάδος και την διαφορά επιπέδων ανάπτυξης ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο της Ένωσης.
Όταν μιλούμε για την «υστέρηση της Ελλάδας» παραπέμπουμε στα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας – τα οποία ήταν και παραμένουν ακόμη και σήμερα, μετά από προσπάθειες πολλών ετών, πολυάριθμα και σημαντικά. Ας αναφέρω μερικά: η συνεχής καθοδική πορεία της ανταγωνιστικότητας, η δυσλειτουργία της δημόσιας διοίκησης και η άνοδος των δημόσιων δαπανών, η μη αποδοτική λειτουργία και η ανεπαρκής οργάνωση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, η έλλειψη ευελιξίας στην αγορά εργασίας και κυρίως το πολιτικό σύστημα των πελατειακών σχέσεων που κυριάρχησε στη δημόσια ζωή.
λα αυτά τα προβλήματα συνέβαλαν στις δυσκολίες που αντιμετώπισε η Ελλάδα στην προσπάθειά της να προσαρμοστεί στις διεθνείς εξελίξεις και να υπερβεί το χάσμα (ως προς την ανάπτυξη) που τη διέκρινε από τους εταίρους, που βρίσκονται στον πυρήνα της ΕΕ. Όμως, η πολιτική πατρονία και η έκταση της επιρροής των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ανέστειλαν οποιαδήποτε πραγματική ευκαιρία εκσυγχρονισμού, υπονομεύοντας τη δυνατότητα σύγκλισης με τον κεντρικό πυρήνα της Ένωσης.
Η δεύτερη βασική αιτία του καθοδικού σπιράλ της ελληνικής οικονομίας αποτελεί ένα ενδογενές χαρακτηριστικό της ευρωζώνης και είναι: το επίπεδο της απόκλισης (σε όρους ρυθμών μεγέθυνσης) ανάμεσα στο Βορρά και τον Νότο, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα των χωρών της περιφέρειας και τα μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών τους. Χαρακτηριστικά αναφέρω, ότι στην περίοδο 2000-2007, ενώ το ετήσιο εμπορικό έλλειμμα στην Ελλάδα ήταν (κατά μέσο όρο) 8.4% και στην Πορτογαλία 9.4%, στη Γερμανία και την Ολλανδία το πλεόνασμα ήταν της τάξης του 3.2% και του 5.4% αντιστοίχως.
Το αποτέλεσμα ήταν, ότι για να καλύψουν αυτά τα ελλείμματα οι χώρες της περιφέρειας αναγκάστηκαν να δανειστούν – καταρχάς από τον ιδιωτικό τομέα και στη συνέχεια από τα κράτη-μέλη. Όμως, σε όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι ελληνικές κυβερνήσεις απέφευγαν να θέσουν όρια ώστε να αποφύγουν ανάλογα προβλήματα στο μέλλον.
Μολονότι εξάλλου η Ελλάδα, ήδη από το 2004, βρισκόταν σε καθεστώς εξωτερικής επιτήρησης των δημοσιονομικών της, ο αρμόδιος επίτροπος που επέβλεπε την επιτήρηση, αποδέχθηκε τα στοιχεία που του έδωσε η ελληνική κυβέρνηση, χωρίς καμία ουσιαστική αντίδραση. Δεν ψέλλισε καν την παραμικρή διαμαρτυρία, όταν η Ελλάδα δεν υπέβαλε στοιχεία – το 2008 και το 2009.Η σιωπή του ήταν πιθανότατα συνειδητή. Δεν ήθελε, το έλλειμμα να αναδειχθεί σε πρόβλημα για τη συντηρητική κυβέρνηση στις επερχόμενες εκλογές. Με άλλα λόγια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν υπήρξε άμοιρη ευθυνών της καταστροφής που υπέστη η Ελλάδα.
Τα τρία Μνημόνια άλλωστε, το καθένα για διαφορετικούς λόγους, δεν κατάφεραν να αλλάξουν ριζικά την κατάσταση. Η κύρια αποτυχία είχε να κάνει με την εφαρμογή τακτικών «σοκ», που όμως δεν ήταν κατάλληλες για τις ελληνικές συνθήκες. Ούτε ο κρατικός μηχανισμός είχε την ετοιμότητα να υλοποιήσει άμεσα τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, ούτε οι κυβερνήσεις (όμηρες των υποσχέσεων που είχαν δώσει στους δημόσιους υπαλλήλους και στο ευρύτερο εκλογικό σώμα) ήθελαν να περιορίσουν τις δαπάνες και κατέφυγαν επανειλημμένα στη φορολόγηση του εισοδήματος και στη μείωση των μισθών και των συντάξεων – αντί να μειώσουν τις δαπάνες και τις παροχές στην εξυπηρέτηση πελατειακών πολιτικών.
Μεγάλα τμήματα της κοινωνίας βρέθηκαν να υποφέρουν από δυσπραγία, φτώχεια και δυστυχία. Η ταχύτατη μείωση του εισοδήματος κινητοποίησε μια μαζική λαϊκή δυσθυμία κόντρα στα Μνημόνια. Και οι κυβερνήσεις εγκατέλειψαν τις μεταρρυθμίσεις, καθώς φάνηκαν αδύναμες να αντιπαρατεθούν με την πίεση του λαϊκισμού. Ως εκ τούτου, η ύφεση ξέφυγε – είναι χαρακτηριστικό πως η πλέον θεαματική αδυναμία του πρώτου Μνημονίου ήταν η πρόβλεψη της ύφεσης. Ο αρχικός υπολογισμός ανέφερε πως η ύφεση δεν θα υπερβεί το -7.5% του ΑΕΠ, ενώ τελικά προσέγγισε το -23% του ΑΕΠ, ήταν δηλαδή τρείς φορές μεγαλύτερη από την πρόβλεψη…
Το τρίτο Μνημόνιο θέσπισε ένα ειδικό καθεστώς για την Ελλάδα. Σε αυτό ορίζεται ότι όλες οι έκτακτες ρυθμίσεις (παλιές και νέες) παύουν να είναι προσωρινές. Από τούδε και στο εξής, ισχύουν στο διηνεκές… Στο κείμενο δεν υπάρχουν χρονικές προθεσμίες – είναι ενδεικτικό, ότι ακόμη και στη ρύθμιση για τη θέσπιση ενός Ταμείου, στη διαχείριση του οποίου θα περιέλθουν όλα τα σημαντικά περιουσιακά στοιχεία του κράτους για να πωληθούν μελλοντικά, ο χρόνος ζωής αυτής της ρύθμισης είναι 99 ετών!
Εξίσου απροσδιόριστος είναι κατά συνέπεια και ο χρόνος που θα απαιτηθεί για να ξεπεραστεί η κρίση. Κατά τους υπολογισμούς της ελληνικής κυβέρνησης και των δανειστών, θα υπάρξει και πάλι ανάπτυξη από το 2017 και μετά, ενώ το 2030 περίπου, θα επανέλθουμε στο επίπεδο που ήταν το ΑΕΠ προ κρίσης.
Και αν δεν υπάρχουν βεβαιότητες για το ορατό μέλλον, υπάρχει μια διαπίστωση που δεν χωρεί αμφισβήτηση: ότι η Ελλάδα πρέπει να κάνει τα επόμενα χρόνια, μια τεράστια προσπάθεια – για να σταθεροποιήσει την οικονομία της και να εκσυγχρονίσει τη χώρα.
Στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε ένα σχόλιο που δημοσιεύθηκε χθες στους «Financial Times» – «το Eurogroup θεωρεί, ότι η Ελλάδα μπορεί να πετύχει ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3.5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος το 2018. Ένας τέτοιος στόχος θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα σε ένα χρόνο, αν υποτεθεί ότι υπάρχει αρκετή υποκείμενη δυναμική στην οικονομία. Η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει για να το πετύχει μεσοπρόθεσμα, καθώς οι προβλέψεις του σχεδίου σίγουρα είναι δονκιχωτικές για μια οικονομία με χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης και εύθραυστη εμπιστοσύνη των επιχειρηματιών και των καταναλωτών. Μια προσεκτική βαθμονομημένη προσαρμογή, που θα επιτρέψει σε μια κυβέρνηση να επιστρέψει στη βιωσιμότητα, είναι ένα πράγμα. Μία κτηνώδης όμως επιμονή στη δημιουργία πλεονασμάτων στο διαρκές μέλλον, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό».
Στο σημείο αυτό, πρέπει να αποσαφηνιστεί μια παρεξήγηση: οι επικριτές των Μνημονίων υποστηρίζουν, ότι αν είχε υιοθετηθεί ένα Κεϋνσιανό μοντέλο, αντί της αυστηρής λιτότητας, τότε η οικονομική δραστηριότητα θα είχε τονωθεί όσο χρειάζεται, για να βγει η Ελλάδα από την ύφεση και την κρίση. Ωστόσο, πρέπει να ειπωθεί, ότι το ελληνικό έλλειμμα και το χρέος ήταν υπερβολικά μεγάλα, σε σχέση με την παραγωγική ικανότητα της χώρας και τη δυνατότητά της να παράγει πλούτο. Ούτε ένας από τους πολέμιους της αυστηρής δημοσιονομικής λιτότητας υποστήριξε ποτέ, ότι είναι δυνατόν να σταθεροποιηθεί η οικονομία χωρίς να μειωθούν τα ελλείμματα και το χρέος, θεσπίζοντας επίσης διαρθρωτικές αλλαγές και ευρύτερες μεταρρυθμίσεις στον τρόπο λειτουργίας του κράτους. Διαφορετικές απόψεις αναπόφευκτα υπάρχουν ως προς τον καλύτερο τρόπο προώθησης των προσαρμογών. Αλλά το γεγονός, ότι μια υπερχρεωμένη χώρα που βρίσκεται κοντά στην πτώχευση πρέπει να μπει σε μια τάξη, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Τον Μάιο του 2010, όταν συμφωνήθηκε το πρώτο Μνημόνιο, η Ευρωζώνη δεν ενδιαφερόταν να λύσει μακροπρόθεσμα το ελληνικό πρόβλημα. Ήθελε προπαντός, να αποτρέψει την επαπειλούμενη στάση των πληρωμών της Ελλάδας και να σώσει έτσι τις τράπεζές της, που είχαν χορηγήσει υψηλά δάνεια στη χώρα. Και ήταν εκείνη, η ανεπίσημη εκδοχή της «σωτηρίας των τραπεζών» και όχι η επίσημη εκδοχή της «σωτηρίας της Ελλάδας», αυτή που αποδείχθηκε αληθινή.
Χάρη στο δάνειο της Ευρωζώνης, οι οφειλές της Ελλάδας προς τις ευρωπαϊκές τράπεζες εξοφλήθηκαν. Η εξόφλησή τους με τα χρήματα των εταίρων μετέτρεψαν τις οφειλές της Ελλάδας προς τις τράπεζες, σε οφειλές της προς τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Η Ευρωζώνη κέρδισε έτσι χρόνο για να αποτιμήσει με ακρίβεια την κατάσταση.
Για να προλάβει όμως άλλες περιπτώσεις υπερχρέωσης κρατών-μελών, έδειξε ιδιαίτερη αυστηρότητα στην Ελλάδα και ζήτησε την εφαρμογή μιας σκληρής περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής. Ήθελαν, η εφαρμοζόμενη στην Ελλάδα λύση, να αποτελέσει ένα παραδειγματικό μάθημα για όσες χώρες δεν ελέγχουν τα ελλείμματά τους σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες. Υπολόγιζαν όμως να επανεξετάσουν την επιβληθείσα τιμωρία, όταν θα είχε μπει κάποια τάξη στην Ελλάδα. Ωστόσο αιφνιδιαστικά, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ισπανία παρουσίασαν προβλήματα στην οικονομία τους.
Ο κίνδυνος μιας γενικότερης κρίσης στην Ευρωζώνη έγινε ορατός. Είχε ήδη υπάρξει μία κρίση προηγουμένως, λόγω των αμερικανικών χρεογράφων το 2008. Στην ευρωζώνη, ήθελαν πάση θυσία να αποφύγουν μία δεύτερη κρίση. Οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης έπρεπε να ενταχθούν σε ένα γενικότερο σχέδιο. Αλλά ένα τέτοιο σχέδιο δεν υπήρχε. Κατόπιν τούτου οι αρχικές σκέψεις για επανεξέταση του ελληνικού προβλήματος αναβλήθηκαν, ώστε να διαμορφωθεί πρώτα ο τρόπος αντιμετώπισης της συνολικής κρίσης. Μια ανεκτικότερη στάση απέναντι στην Ελλάδα φαινόταν επικίνδυνη.
Έκτοτε έγιναν κάποιες τροποποιήσεις στη γενική πολιτική της Ευρωζώνης ως προς την Ελλάδα, όπως φάνηκε στο δεύτερο Μνημόνιο και την αναδιάρθρωση του χρέους (PSI), το 2012. Παρέμεινε όμως κυρίαρχη η αυστηρή προσέγγιση, όπως αποδεικνύει το τρίτο Μνημόνιο.
Μετά από την έναρξη της ελληνικής κρίσης το 2008, η συντηρητική θέση ήταν κυρίαρχη στην ΕΕ. Ήταν τότε ευρέως δεκτό, ότι η Συνθήκη της Λισαβώνας του 2007 περιείχε όλες τις αναγκαίες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ και δεν έπρεπε να αναζητηθεί καμία περαιτέρω μεταρρύθμιση.
Υπήρχαν πολλοί και διάφοροι λόγοι γι΄αυτό. Η προσχώρηση των 10 νέων μελών το 2004 πολλαπλασίασε τις δυσκολίες στις διαβουλεύσεις και τη λήψη αποφάσεων στην ΕΕ. Αυτά τα νέα κράτη-μέλη εξάλλου, αντέδρασαν στις προσπάθειες ενοποίησης και θέσπισης νέων κανόνων.
Εξάλλου, από το 2001 και μετά, η σύνθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου άρχισε να αλλάζει. Η σοσιαλδημοκρατική πλειοψηφία σταδιακά αντικαταστάθηκε. Οι κυβερνήσεις που εκλέχτηκαν στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία, δεν έτρεφαν πλέον το ίδιο ενδιαφέρον για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Η εστίασή τους είχε μεταφερθεί στις εσωτερικές ανησυχίες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αντανακλώντας αυτή την τάση, μετασχηματίστηκε στη σύνθεσή της αποδίδοντας κυρίαρχο ρόλο στους συντηρητικούς επιτρόπους. Η γραμμή «όχι άλλες αλλαγές, έχουν ήδη γίνει αρκετές» όπως ειπώθηκε από τον κ.Μπαρόζο, εξέφρασε τόσο τα κράτη-μέλη όσο και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η θέσπιση νέων κανονισμών για την αντιμετώπιση των νέων προβλημάτων εγκαταλείφθηκε. Οι πολιτικές για την ανάκαμψη της ανάπτυξης και οι πρωτοβουλίες για τη μείωση των ανισοτήτων ανάμεσα στα κράτη-μέλη κρίθηκαν ακατάλληλες. Η αύξηση των πόρων για τον προϋπολογισμό της ΕΕ, ώστε να μπορέσουν να δρομολογηθούν νέα προγράμματα, προσέκρουσαν σε ισχυρές αντιστάσεις. Δεν υπήρχε όραμα. Η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση υπέφερε από την προσήλωσή της σε μια βραχυπρόθεσμη οπτική.
Στο μεταξύ, ο γάλλο-γερμανικός άξονας εγκατέστησε τη δική του τάξη, κυρίαρχη πολιτική επιδίωξη της οποίας ήταν η δημοσιονομική πειθαρχία και έκφρασή της ήταν το Δημοσιονομικό Σύμφωνο. Το κλίμα ήταν εχθρικό προς τους «αγκιτάτορες» που δημιουργούν προβλήματα σπέρνοντας αμφιβολίες για το οικοδόμημα της ΕΕ. Αυτοί ήταν υπεύθυνοι για τις αμφισβητήσεις και όχι η Ένωση.
Σημαντικές δυσκολίες εξακολουθούν να εμποδίζουν την υπέρβαση της κρίσης – βιώνουμε ένα χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης στην Ένωση τα τελευταία χρόνια, που συνοδεύεται από ένα πολύ χαμηλό επίπεδο πληθωρισμού, ενώ οι σημαντικές προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αναζωογονήσει την οικονομική δραστηριότητα με μια πρωτόγνωρη επέκταση της χρηματοδότησης των τραπεζών, είχαν περιορισμένη επιτυχία. Όλα αυτά τα προβλήματα γέννησαν αμφιβολίες και αντιδράσεις σε όλη την Ένωση για την ακολουθούμενη πολιτική. Το μεταναστευτικό πρόβλημα, οδήγησε σε κορύφωση των αμφισβητήσεων – περί του αν η Ένωση, είναι σε θέση να λύσει (με τον σημερινό τρόπο λειτουργίας) τα προβλήματά της.
Η Επιτροπή σε δελτίο τύπου τον Οκτώβρη 2015, δήλωσε πως «εφαρμόζει συγκεκριμένα μέτρα, για να προωθήσει περαιτέρω την αναγκαία διαχείριση της κρίσης των τελευταίων ετών, προς μια ισχυρότερη και πλήρη Ένωση». Για παράδειγμα, συμφωνήθηκε μια σειρά από σημεία αναφοράς για τη σύγκλιση. Σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια αναφοράς, το ετήσιο πλεόνασμα του εξωτερικού εμπορικού ισοζυγίου πληρωμών δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 4%. Αυτός ο κανόνας δεν εφαρμόστηκε μέχρι τώρα, μολονότι είναι σημαντικός για τις χώρες του Νότου, εξαιτίας της αρνητικής επίδρασής του στις χώρες του Βορρά.
Γενική διαπίστωση είναι, ότι η ΕΕ δεν έχει ακόμη σχεδιάσει μια πλήρη πολιτική οικονομικής διακυβέρνησης, ένα νέο τρόπο αντιμετώπισης των ανισοτήτων ανάμεσα στον ανεπτυγμένο πυρήνα και τη λιγότερο ανεπτυγμένη περιφέρεια. Δεν έχει διαμορφώσει διαδικασίες για τη συστηματική προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης, κατά τρόπο που να διανέμει τα οφέλη σε όλα τα μέλη, όσο πιο ισορροπημένα γίνεται.
Ένα σχέδιο για το μέλλον είναι απαραίτητο, ένα σχέδιο που θα επιτρέψει την ταχύτερη και πιο αποφασιστική λήψη αποφάσεων στην ΕΕ. Τα υποκείμενα προβλήματα είναι γνωστά εδώ και πολύ καιρό. Υπάρχει μια προφανής έλλειψη κεντρικής καθοδήγησης και η απουσία μιας μεθόδου, που θα αποφεύγει τους αποκλεισμούς και θα θέτει όλα τα κράτη-μέλη να συνεργάζονται προς την ίδια κατεύθυνση. Η ανάπτυξη μιας συνεκτικής πολιτικής, που θα αναμετρηθεί με τις αιτίες των σοβαρών ανισορροπιών και τα νέα προβλήματα, είναι επιτακτική. Μια τέτοια πολιτική απαιτεί πολύ στενότερη οικονομική και πολιτική συνεργασία και θα οδηγήσει σε μια σταδιακή Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εξάλλου, είναι ακόμη πιο αναγκαία τώρα, εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης – που ενίσχυσε σημαντικά την ικανότητα των αγορών, να καθοδηγούν και να καθορίζουν τις πολιτικές. Στην ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στις αγορές και την πολιτική, η εξέλιξη σταθερά ευνοεί τις αγορές. Η ελληνική κρίση είναι ένα κλασσικό παράδειγμα: Οι αγορές ανάγκασαν την ευρωζώνη να σώσει την Ελλάδα από τα συνεχώς αυξανόμενα επιτόκια, αφού η Ελλάδα δεν μπορούσε πλέον να δανείζεται από τις τράπεζες. Η Ελλάδα, το 2010, έλαβε μια χρηματοδότηση ύψους 110 δισεκ. ευρώ – όσα ακριβώς οφείλει στις τράπεζες της ευρωζώνης.
Η ολοκλήρωση θα πάρει χρόνο. Τόσο η Γερμανία, όσο και η Γαλλία θα έχουν εκλογές το 2017. Και η συζήτηση για την ολοκλήρωση, προϋποθέτει κυβερνήσεις που έχουν άνεση χρόνου για να διαπραγματευτούν και να πάρουν αποφάσεις. Γι’ αυτό και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αρνείται σήμερα, ότι υπάρχει θέμα αλλαγών στη λειτουργία της Ένωσης. Στην ανακοίνωση που εξέδωσε μετά από τη συνεδρίασή του στις Βρυξέλλες τον περασμένο Ιούνιο, αρνήθηκε ότι τίθεται το ερώτημα, αν θα πρέπει να υπάρξει περισσότερη ή λιγότερη Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι πολίτες περιμένουν από μας, είπαν, καλύτερα αποτελέσματα στα θέματα της ασφάλειας, της απασχόλησης και της ανάπτυξης. Θέλουν να έχουν βάσιμες ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον.
Η ανακοίνωση σιωπά, στο θέμα του πώς θα επιτευχθούν αυτά τα καλύτερα αποτελέσματα. Βελτίωση στη λειτουργία της Ένωσης και μάλιστα στην κατεύθυνση περισσότερης αλληλεγγύης, δεν είναι δυνατή χωρίς μεταβιβάσεις πόρων από το κέντρο στην περιφέρεια, ή την επιβολή ενός κοινοτικού φόρου στα κέρδη επιχειρήσεων. Για να υπάρξουν «καλύτερα αποτελέσματα», απαιτείται μια εκτεταμένη διαπραγμάτευση και αναπόφευκτα προκύπτει το δύσκολο θέμα της αλλαγής των Συνθηκών.
Σήμερα, είναι αναγκαία μια όλο και στενότερη συνεργασία των ευρωπαϊκών χωρών. Αυτός ο στόχος συνεπάγεται τον σχεδιασμό κοινών δράσεων και την αποδοχή του αναπόφευκτου – ενός κοινού μέλλοντος που θα πρέπει να μοιραστούμε, σε τούτο τον διαρκώς μεταβαλλόμενο παγκοσμιοποιημένο κόσμο, στον οποίο νέες δυνατότητες αποκτούν μιαν αυξανόμενα καθοριστική παρουσία.
Ο στόχος αυτός προσδιορίζεται από τη συνύπαρξη (εδώ και αιώνες) των λαών της Ευρώπης, τις κοινές τους εμπειρίες και τη διαδραστική τους επιρροή μέσα από τις κουλτούρες τους, τον τρόπο ζωής τους και την οργάνωση των κοινωνιών τους. Ο στόχος αυτός προέρχεται από τις κοινές αξίες και τις καθιερωμένες πρακτικές συνεργασίας, αλλά επίσης από την οδυνηρή εμπειρία των πολέμων και του σκοταδισμού. Διασυνδέεται με ένα πλέγμα αρχών, όπου η δημοκρατία, η προσωπική ελευθερία, ο σεβασμός του ατόμου, η εκπαίδευση και η διεύρυνση των γνώσεων, διαδραματίζουν έναν πρωταρχικό ρόλο.
Στην κατεύθυνση αυτή, έχουν προταθεί πολλοί και διαφορετικοί τρόποι για να προχωρήσει η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Κάποιοι προτείνουν ριζικές αλλαγές, κάποιοι άλλοι επιλέγουν ήπιες προσαρμογές. Το καλοκαίρι του 2016, οι J. M. Ayrault και F. W. Steinmeier, υπουργοί εξωτερικών της Γαλλίας και της Γερμανίας αντίστοιχα, περιέγραψαν τις κύριες προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπίσει η Ευρώπη.
Πρώτο και πιο σημαντικό πρόβλημα είναι η ασφάλεια των χωρών- μελών της Ένωσης. Η Ευρώπη είναι μια «ένωση ασφάλειας». Βασίζεται στην αλληλοβοήθεια ανάμεσα στα κράτη-μέλη, που στηρίζουν μια κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας. Για να ανταποκριθεί σ’ αυτό τον στόχο, η Γερμανία και η Γαλλία προτείνουν τη σύναψη ενός Ευρωπαϊκού Συμφώνου Ασφάλειας. Διότι η ανάγκη καταπολέμησης της τρομοκρατίας είναι άμεση. Μεσοπρόθεσμα, πρέπει να επιδιώξουμε «μια ευρωπαϊκή συνεργασία των υπηρεσιών πληροφοριών, την ανταλλαγή δεδομένων, την εκπόνηση σχεδίων αντιμετώπισης μεγάλων κρίσεων που αφορούν περισσότερες χώρες και τη δημιουργία ενός σώματος Ευρωπαϊκής πολιτικής προστασίας».
Δεύτερο σημαντικό θέμα που απαιτεί κοινή αντιμετώπιση, είναι η πολιτική ασύλου και μετανάστευσης. Η αρχή της αλληλεγγύης επιβάλλει, να κατανεμηθούν τα βάρη ανάμεσα στα κράτη-μέλη ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Δεδομένης όμως της ανάγκης να βρεθούν άμεσες λύσεις, «δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε τη δυνατότητα σε μια ομάδα κρατών-μελών που συναισθάνονται μια κοινή ευθύνη, να προχωρήσουν στη διαμόρφωση κοινών πολιτικών».
Το τρίτο θέμα αναφέρεται στην προώθηση και την ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Θα πρέπει να προχωρήσουμε σε τρία μέτωπα ταυτόχρονα – για να ενισχύσουμε την οικονομική σύγκλιση, να ενδυναμώσουμε την κοινωνική δικαιοσύνη και την δημοκρατική λογοδοσία, να βελτιώσουμε τέλος την άμυνα απέναντι σε κρίσεις «ώστε να διασφαλίσουμε τη μονιμότητα του ευρώ». Για να προωθήσουμε την ανάπτυξη, απαιτούνται πρωτοβουλίες σε στρατηγικούς τομείς – όπως είναι: η ενέργεια, ο ψηφιακός τομέας, η έρευνα και η επαγγελματική εκπαίδευση. Αναγκαίο επίσης είναι, να υπάρξει ένα «Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων». Για να στηρίξουμε το ευρώ, θα πρέπει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας να θεσπίσει έναν ειδικό φόρο, ώστε η Ευρωζώνη να αποκτήσει τους δικούς της πόρους και να μπορούμε τέλος να προχωρήσουμε στην προώθηση της φορολογικής πολιτικής.
Η πρόταση αυτή, νομίζω, είναι η πιο ρεαλιστική. Αποφεύγει σωστά να προσδιορίσει ένα λεπτομερειακά επεξεργασμένο πρόγραμμα ενοποίησης, που θα πραγματοποιείται κατά προσδιορισμένες βαθμίδες, με καθορισμένο χρονικό πλαίσιο ολοκλήρωσης κάθε σταδίου. Μια αυστηρά προσδιορισμένη διαδικασία, θα συνεπαγόταν ατέρμονες διαπραγματεύσεις και συνεχείς εξαιρέσεις κρατών που θα επέμεναν εκβιαστικά στις απόψεις τους. Στις παρούσες συνθήκες, η ενοποίηση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο βαθμιαία και κατά θέματα. Οι υπάρχουσες υστερήσεις ή οι δυναμικές της ανάπτυξης, θα οδηγήσουν σε διαφορές επιπέδων ενοποίησης. Το κοινό δίκτυο, που καλύπτει το σύνολο της Ένωσης, θα έχει επομένως διαφορετική πυκνότητα κατά θέμα.
Ιδού ένα παράδειγμα: Η Κοινή Αγροτική Πολιτική υπάρχει εδώ και καιρό. Κοινή Φορολογική πολιτική ωστόσο δεν έχει διαμορφωθεί ακόμη, μολονότι είναι πολύ πιο σημαντική από την Αγροτική Πολιτική. Στην πορεία λοιπόν, μπορεί να προκύψουν τόσο ομάδες κρατών, που θα συνεργάζονται μεταξύ τους στενότερα, απ’ ό,τι μπορεί να κάνει το σύνολο των κρατών-μελών, όσο και ειδικές περιπτώσεις κρατών, που θα έχουν ένα δικό τους, ιδιότυπο καθεστώς. Το όλο σύστημα θα διαχειρίζεται τύποις ένα ενιαίο κέντρο, αλλά ουσιαστικά θα το καθοδηγεί ο πυρήνας των ισχυρότερων οικονομικά κρατών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει βιώσει πολλές κρίσεις. Τις ξεπέρασε. Και αυτό δεν ήταν τυχαίο. Η συνύπαρξη και η συνεργασία προσφέρουν τη συνταγή για την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη, ταυτόχρονα είναι και αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν μπορούμε να αναπτύξουμε και να διευρύνουμε την κοινωνική δικαιοσύνη χωρίς να συνεχίσουμε την εμβάθυνση στο κοινό εγχείρημα.
Η Ελλάδα δεν είναι καταδικασμένη να μένει πίσω. Ένας άλλος δρόμος είναι δυνατός: η συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η παγκοσμιοποίηση, οι τεχνολογικές αλλαγές και η εκτεταμένη αλληλεπίδραση των ελλήνων με τις οικονομίες και τις κουλτούρες άλλων χωρών, όλα αυτά μαζί θα συνεπιφέρουν κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές ευκαιρίες για μια διαφορετική πορεία από τη σημερινή. Σήμερα, βλέπουμε ότι ισχυρές δυνάμεις πασχίζουν να χαράξουν ένα δρόμο ανανέωσης και μεταρρύθμισης.
Και αυτός, είναι αναγκαίος.