Η Ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση
Συναρτημένη με τη στρατηγική που ακολουθούσαμε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν η στρατηγική μας για την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την επίλυση του Κυπριακού. Και στα δύο θέματα οι εξελίξεις θα ήταν θετικές εφόσον επιτυγχάναμε να τα συνδυάσουμε με τις ευρύτερες ευρωπαϊκές διεργασίες, αν αξιοποιούσαμε δηλαδή την ευρωπαϊκή δυναμική. Η ένταξη της Κύπρου έπρεπε γι’ αυτό να αποτελέσει τμήμα της ευρύτερης διεύρυνσης της Ένωσης και η επίλυση του Κυπριακού αποτέλεσμα της διαδικασίας διεύρυνσης. Η διεύρυνση και η ομαλή πορεία της ήταν λοιπόν το κλειδί για την επίτευξη των δύο πρωταρχικών στόχων μας.
Η ενασχόλησή μου με το Κυπριακό άρχισε με κακούς οιωνούς, όπως συνέβη και με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στις 11 και 14 Αυγούστου 1996 οι Τούρκοι δολοφόνησαν δύο Κυπρίους, που διαμαρτύρονταν για την τουρκική κατοχή. Η ενέργεια αυτή ήταν αδικαιολόγητη και προκλητική, και δήλωνε πως κάποια κέντρα επιδίωκαν την παραπέρα όξυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Αποφάσισα λοιπόν να μεταβώ αμέσως στην Κύπρο για να εκφράσω με την παρουσία μου τη συμπαράσταση της Ελλάδας στον κυπριακό λαό. Όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Ρέππας ενημέρωσε τους δημοσιογράφους για το επικείμενο ταξίδι μου, πολλοί εξέφρασαν τις αμφιβολίες τους για τη σκοπιμότητα αυτής της κίνησης. Υπήρξε φόβος ότι θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη όξυνση και σε νέες αντιδράσεις εκ μέρους της τουρκικής πλευράς. Το ταξίδι τελικά πραγματοποιήθηκε στις 16 Αυγούστου. Πήγα στο Παραλίμνι όπου επισκέφθηκα την οικογένεια του δολοφονηθέντος Σολωμού Σολωμού. Η αίσθηση που αποκόμισα ήταν πως το Κυπριακό είχε περιέλθει σε τέλμα και η Κύπρος βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση. Έπρεπε γι’ αυτό να ακολουθήσω νέους δρόμους.
Η σύνδεση της ένταξης της Κύπρου με την ευρύτερη διαδικασία διεύρυνσης σήμερα φαίνεται προφανής, δεν ήταν όμως καθόλου αυτονόητη. Το αίτημα της Κύπρου για ένταξη που εκκρεμούσε επί χρόνια έγινε δεκτό προς εξέταση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κέρκυρας τον Ιούνιο του 1994. Η απόφαση ήταν αποτέλεσμα πρωτοβουλιών της ελληνικής κυβέρνησης και προτάσεων του αείμνηστου Γιάννου Κρανιδιώτη, που μέχρι τον αδόκητο θάνατό του τον Σεπτέμβριο του 1999 παρακολουθούσε το θέμα και διαμόρφωνε τη στρατηγική μας.
Όταν ανέλαβα πρωθυπουργός, η διεύρυνση ήταν ακόμη σε φάση σχεδιασμού. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα εξέταζε τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν και τα προβλήματα που οφείλουν να ξεπεράσουν οι υποψήφιες χώρες. Στόχος ήταν να υπάρξει ένα χρονοδιάγραμμα προόδου, ένας χάρτης πορείας, όπως έλεγαν, για κάθε υποψήφια χώρα. Με κάθε χώρα θα γίνονταν χωριστές συνεννοήσεις και κάθε χώρα θα απολάμβανε ειδική αντιμετώπιση. Στην τότε αντίληψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η διεύρυνση δεν θα πραγματοποιούνταν με τον τρόπο που πράγματι επετεύχθη στην Κοπεγχάγη τον Δεκέμβριο του 2002 και στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2003, δηλαδή με μία ενιαία απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για όλες τις χώρες και την υπογραφή μιας ενιαίας πράξης προσχώρησης. Κάθε χώρα θα κρινόταν με βάση τα δικά της ιδιαίτερα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα και θα προχωρούσε προς την ένταξη με μια ειδική διαδικασία που θα αφορούσε ίσως μόνο αυτή ή ορισμένη ομάδα χωρών, κι όχι το σύνολο.
Η ένταξη της Κύπρου υπό τις συνθήκες αυτές φαινόταν μάλλον ανέφικτη. Η Κύπρος, σε σχέση με τις άλλες υποψήφιες χώρες, ήταν μια αναπτυγμένη χώρα χωρίς ιδιαίτερα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Παρ’ όλα αυτά όμως η Ε.Ε. δεν ήθελε με κανένα τρόπο να εμπλακεί στο πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου, στην κατοχή ενός τμήματος του νησιού από την Τουρκία και τις εντάσεις και αντιπαλότητες που η κατοχή αυτή συνεπαγόταν. Κατά την αντίληψη των πρωταγωνιστών, προϋπόθεση της ένταξης της Κύπρου ήταν η επίλυση του πολιτικού προβλήματος. Αν λοιπόν υπήρχε μια ιδιαίτερη διαδικασία ένταξης για κάθε χώρα, η ένταξη της Κύπρου θα σκόνταφτε πάντα στο άλυτο «Κυπριακό».
Από κοινού λοιπόν με την κυπριακή ηγεσία γίναμε θιασώτες μιας ενιαίας διαδικασίας διεύρυνσης. Κάθε χώρα θα κρινόταν βέβαια με βάση τα δικά της πλεονεκτήματα, αλλά η διαδικασία της διεύρυνσης έπρεπε να αφορά το σύνολο των χωρών και να μη χρειάζονται ξεχωριστές διαδικασίες. Η αποτίμηση της προόδου κάθε χώρας θα εντασσόταν στην ευρύτερη αποτίμηση της προόδου του συνόλου. Η σκέψη αυτή βρήκε στην πορεία και άλλους συνηγόρους. Η Σουηδία και η Φινλανδία, που επιθυμούσαν την ένταξη των βαλτικών χωρών, δεν ήθελαν να υπάρξουν διαφοροποιήσεις ανάμεσά τους. Η Αυστρία επιδίωκε την ίδια μεταχείριση για την Ουγγαρία και την Τσεχία, τις γειτονικές της χώρες.
Η αντίληψη αυτή τελικά επικράτησε. Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λουξεμβούργου τον Δεκέμβριο του 1997 αποφασίστηκε η έναρξη της διαδικασίας διεύρυνσης για τα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης καθώς και για την Κύπρο. Η διαδικασία θα ήταν η ίδια για όλες τις χώρες. Ήταν πιο εύκολο για την Ε.Ε. να διαχειρίζεται τη διεύρυνση ως ένα θέμα με υποκεφάλαια παρά ως δέκα ξεχωριστές υποθέσεις. Όμως, παρά τη νέα προσέγγιση, ο διαχωρισμός της Κύπρου από την ομάδα των υπόλοιπων προς ένταξη χωρών δεν ξεπεράστηκε αμέσως. Στο κείμενο της απόφασης του Λουξεμβούργου υπάρχει ειδική αναφορά στην Κύπρο, όχι μόνο για την περίοδο προετοιμασίας της ένταξης, αλλά και για την ανάγκη επίλυσης του Κυπριακού μέσω συνομιλιών υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Εκτός αυτού το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καλούσε την κυπριακή κυβέρνηση να συμπεριλάβει εκπροσώπους της τουρκοκυπριακής κοινότητας στην αντιπροσωπεία της. Το πολιτικό πρόβλημα λοιπόν εξακολουθούσε να αποτελεί εμπόδιο. Αυτό είχε δείξει και η συζήτηση στο Συμβούλιο κατά την οποία η Γαλλία ζήτησε να εξαιρεθεί η Κύπρος με το επιχείρημα ότι δεν είχε προχωρήσει η διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού. Παρ’ όλα αυτά πετύχαμε τελικά η Κύπρος να είναι μέρος της όλης διαδικασίας.
Μέσα, σ’ αυτές τις συνθήκες έπρεπε λοιπόν να άρουμε την προϋπόθεση της επίλυσης του πολιτικού προβλήματος. Στις συναντήσεις με τους συναδέλφους μου πρωθυπουργούς και στις επαφές του υπουργού Εξωτερικών με τους ομολόγους του θίγαμε λοιπόν συνεχώς το θέμα της διεύρυνσης και επιμέναμε στην ανάγκη της ίσης μεταχείρισης στην περίπτωση της Κύπρου. Ίση μεταχείριση δεν θα υπάρξει, τονίζαμε, όσο η Κύπρος θα εξαρτάται για την ένταξή της από την Τουρκία. Θέτοντας μάλιστα ως προϋπόθεση της ένταξης την επίλυση του πολιτικού προβλήματος, καθιστούμε την Τουρκία αποφασιστικό παράγοντα και την Κύπρο όμηρό της. Τπό τις συνθήκες αυτές η Τουρκία δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσει στην επίλυση του προβλήματος. Εάν όμως προχωρήσουν οι ενταξιακές διαδικασίες, κι αν η Τουρκία διαπιστοόσει ότι απομονώνεται και χάνει τη δυνατότητα επηρεασμού των εξελίξεων, είναι πολύ πιθανό να δεχτεί μια συμφωνία.
Η επιχειρηματολογία αυτή είχε ευνοϊκή απήχηση. Όλοι όμως οι συνομιλητές μου έθεταν κατά κανόνα το ερώτημα τι πρόκειται να κάνουν οι Ελληνοκύπριοι μετά την ένταξη. Θα επαναπαυθούν και θα πάψουν να επιδιώκουν τη λύση του προβλήματος; Μήπως επιδιώξουν να εκβιάσουν λύσεις που εκφεύγουν από το πλαίσιο του ΟΗΕ διαταράσσοντας έτσι τη λειτουργία της Ε.Ε.; Θυμάμαι ότι ο κ. Πρόντι σε συναντήσεις μας στις Βρυξέλλες, αλλά και ο πρόεδρος Σιράκ, με τον οποίο είχα ειδική συνάντηση, καθώς και ο Σουηδός πρωθυπουργός κ. Πέρσον, και ο κ. Σρέντερ μαζί με τον κ. Φίσερ επέμεναν ιδιαίτερα σ’ αυτό το θέμα. Είχαν την υποψία αλλά και το φόβο ότι η χωρίς προϋποθέσεις ένταξη ήταν λάθος κίνηση, που θα περιέπλεκε τα πράγματα. Η απάντησή μου σε κάθε περίπτωση ήταν σαφής. Την είχα συζητήσει άλλωστε με τον πρόεδρο Κληρίδη και είχε βρει σύμφωνη και το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας. Οι Κύπριοι σταθερά και αταλάντευτα επιδιώκουν τη λύση του πολιτικού προβλήματος με βάση τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και τις προτάσεις του ΟΗΕ. Αντίθετα, η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι εναντιώνονται στη λύση. Η βούληση της κυπριακής ηγεσίας για μία βιώσιμη λύση σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΟΗΕ είναι ειλικρινής. Και όντως ήταν. Ο κ. Κληρίδης ήθελε, όπως έδειξε και κατά τη συζήτηση του σχεδίου Ανάν, την αποδοχή ενός σχεδίου που ανταποκρινόταν στις συμφωνίες του 1977 και στα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Σ’ αυτό το κλίμα δυσπιστίας σημαντική βοήθεια πρόσφερε και ο τότε υπουργός Εξωτερικών του Λουξεμβούργου κ. Πος, ο οποίος είχε ενστερνισθεί την κυπριακή υπόθεση και ο οποίος συνέχισε και αργότερα ως ευρωβουλευτής να υπερασπίζεται τις ελληνοκυπριακές θέσεις. Η παρέμβασή του ως ενός αντικειμενικού τρίτου ενίσχυε τα επιχειρήματά μας.
Η αποδέσμευση της ένταξης από τη λύση του πολιτικού προβλήματος επετεύχθη στη Σύνοδο Κορυφής στο Ελσίνκι. Αναφέρθηκα ήδη σ’ αυτή και τη σχετική ρύθμιση στο κεφάλαιο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μέχρι την τελευταία στιγμή επικρατούσε σκεπτικισμός στη βρετανική πλευρά. Αλλά τελικά συνέβαλε και αυτή στη λύση τονίζοντας ότι η ρύθμιση που επρόκειτο να αποφασίσουμε προβλέπει να ληφθούν υπόψη «όλα τα σχετικά στοιχεία», όταν έρθει η στιγμή για την απόφαση της ένταξης της Κύπρου. Άρα επιτρέπει να αποτιμήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση τη στάση των εμπλεκομένων και όσον αφορά την ελληνοκυπριακή πλευρά να εξετάσει αν επιδιώκει ή όχι τη λύση του πολιτικού προβλήματος.
Η απόφαση του Ελσίνκι καθόρισε επιπλέον και τα δύο βασικά προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσουμε στη συνέχεια για να επιτύχουμε απρόσκοπτα την ένταξη. Το πρώτο ήταν η εξασφάλιση των προϋποθέσεων της ένταξης. Το δεύτερο, ότι σε καμιά περίπτωση δεν θα έπρεπε να επωμιστεί η ελληνοκυπριακή πλευρά το βάρος ενός αδιεξόδου στην επίλυση του πολιτικού προβλήματος. Να μην υπάρξουν, σύμφωνα με την ορολογία του Ελσίνκι, «στοιχεία» τα οποία θα χρησιμοποιηθούν εναντίον της.
Η συνεργασία μου με τον πρόεδρο Κληρίδη ήταν ιδιαίτερα καλή και φιλική. Συμπίπταμε στον τρόπο ανάλυσης, επιδίωξης των στόχων και στην κατανομή των ρόλων Λευκωσίας και Αθήνας. Συμφωνούσαμε στο ότι θα έπρεπε να χειριζόμαστε τα θέματα με τέτοιο τρόπο ώστε η ευθύνη των αδιεξόδων και της μη προόδου να παραμένει στον κ. Ντενκτάς και στην Άγκυρα. Συμφωνούσαμε επίσης και στο ότι η Κύπρος δεν πρέπει να δείχνει αδιαφορία στα ευρωπαϊκά θέματα και οι εκπρόσωποί της να μην περιορίζονται μόνο να εκφωνούν πύρινους λόγους κατά του κ. Ντενκτάς. Οι προσπάθειές μας γνώρισαν επιτυχία παρά τις γκρίνιες που συνόδευαν τον πρόεδρο Κληρίδη στον περίγυρό του. Καθοριστική άλλωστε ήταν και η συμβολή του προέδρου κ. Βασιλείου, ο οποίος ήταν επικεφαλής των διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ανησυχούσα όμως πάντα για το πώς χειρίζονταν τα θέματα ορισμένα πρόσωπα της κυπριακής πλευράς. Οι παρεμβάσεις τους, όπως τις είχα ζήσει ο ίδιος, ξένιζαν. Έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στην αντιπαράθεση με την Τουρκία υποτιμώντας τα ευρωπαϊκά προβλήματα. Δεν ήθελα να βρεθεί η αφορμή και να αναβληθεί η ένταξη, επειδή θα υπήρχε καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις με την Ένωση ή μια άκαιρη πολιτική αντιπαράθεση, που θα αναζωπύρωνε ένα κλίμα καχυποψίας. Παράλληλα, για την υποστήριξη της ενταξιακής διαδικασίας και της προετοιμασίας για την αναμενόμενη προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού, δημιούργησα στην Αθήνα μια ομάδα στην οποία συμμετείχε ο καθηγητής κ. Παπαδημητρίου και ο πρέσβης της Ελλάδας στην Κύπρο κ. Παναγόπουλος, με σκοπό να παρακολουθεί τις εξελίξεις. Η ομάδα αυτή δραστηριοποιήθηκε ιδιαίτερα όταν άρχισε ο νέος γύρος διαπραγματεύσεων μεταξύ των κυρίων Κληρίδη και Ντενκτάς. Εν τω μεταξύ είχα επαφές με τον κ. Κληρίδη αλλά και με τον υπουργό Εξωτερικών κ. Κασουλίδη, όχι μόνο σχετικά με το πολιτικό πρόβλημα, αλλά κι όταν είτε από την Επιτροπή είτε στα Συμβούλια μάθαινα ότι οι Κύπριοι καθυστερούν, όπως συνέβη στην περίπτωση των ασυμβίβαστων με το κοινοτικό δίκαιο ρυθμίσεων για τις υπεράκτιες κυπριακές εταιρείες. Φοβόμουνα ότι ιδίως αυτό το θέμα μπορούσε να αποτελέσει πρόσχημα για την ανατροπή των αποφάσεων του Ελσίνκι.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και οι ΗΠΑ, πολύ πριν από τη διαδικασία ολοκλήρωσης της ένταξης, παρακίνησαν τα Ηνωμένα Έθνη να επιδιώξουν και πάλι τη λύση του Κυπριακού. Στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Νίκαιας τον Δεκέμβριο του 2000 υπάρχει ειδική αναφορά στις προσπάθειες του κ. Ανάν που είχαν ήδη ξεκινήσει από τον Δεκέμβριο του 1999. Η στιγμή είχε θεωρηθεί κατάλληλη. Η Τουρκία και η τουρκοκυπριακή πλευρά, που μέχρι τότε είχαν αρνηθεί οποιαδήποτε ουσιαστική διαπραγμάτευση, βλέποντας τον κίνδυνο της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας πιθανώς θα ήταν πιο διαλλακτικές. Από την άλλη η Ελλάδα και η ελληνοκυπριακή πλευρά μάλλον θα αποδέχονταν τους αναγκαίους και εύλογους συμβιβασμούς για να μη διακινδυνεύσουν την ένταξη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιτύγχανε έτσι τη διεύρυνση χωρίς να αναλάβει ένα πολύπλοκο πρόβλημα, το οποίο μελλοντικά ίσως της δημιουργούσε δυσκολίες λειτουργίας και πάντως εμπόδιζε την προσέγγιση με την Τουρκία.
Η δική μας στρατηγική εξυπηρετούνταν από την άποψη αυτή. Το Κυπριακό εδώ και πάρα πολλά χρόνια βρισκόταν σε αδιέξοδο με ελάχιστες ελπίδες να υπάρξει μια νέα πρωτοβουλία με πιθανότητες επιτυχίας. Το ενδιαφέρον τώρα δεν είχε προκόψει ξαφνικά, αλλά ήταν η συγκυρία που έδινε τη δυνατότητα να αλλάξουν τα δεδομένα. Είχαμε λοιπόν μια μοναδική ευκαιρία να επιδιώξουμε ξανά τη λύση του. Ο χρόνος που είχαμε στη διάθεσή μας ήταν περιορισμένος, γιατί σύμφωνα με την απόφαση της Νίκαιας στόχος ήταν η απόφαση για τη διεύρυνση να ληφθεί στα τέλη του 2002.
Οι επαφές του κ. Κληρίδη με τον κ. Ντενκτάς άρχισαν τον Δεκέμβριο του 2001. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ κ. Ανάν παρουσίασε το σχέδιό του στις 11.11.2002. Βάση επίλυσης του Κυπριακού για την Ελλάδα και την Κύπρο αποτελούσε ήδη από τις συμφωνίες κορυφής Μακαρίου-Ντενκτάς το 1977 η διζωνική και δικοινοτική ομοσπονδία. Ένα κράτος δηλαδή, το οποίο θα αποτελούνταν από δύο επιμέρους ομόσπονδες οντότητες, όπως υπάρχουν στη Γερμανία ή το Βέλγιο. Κάθε ομόσπονδη οντότητα θα αντιστοιχούσε σε μια εδαφική ζώνη και σε μια κοινότητα. Το σχέδιο Ανάν στηρίχτηκε σ’ αυτήν ακριβώς την αντίληψη, απορρίπτοντας τη λύση που επιδίωκε η τουρκική πλευρά, μια συνομοσπονδία δύο ανεξάρτητων διεθνώς αναγνωρισμένων κρατών με έδαφος του κάθε κράτους εκείνο που προέκυψε από την τουρκική εισβολή και κατοχή.
Το σχέδιο Ανάν έγινε σχεδόν ομόφωνα δεκτό από το Εθνικό Συμβούλιο της Κύπρου, ως βάση διαπραγμάτευσης για την επίλυση του Κυπριακού, επί προεδρίας του κ. Κληρίδη στις 18.11.2002, και θεωρήθηκε μάλιστα επιτυχία της κυπριακής πλευράς. Ήταν σύμφωνο τόσο με τις αποφάσεις και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ όσο και με προηγούμενες σχετικές αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου, ιδίως με την πρώτη καταγραφή των επιδιωκόμενων κατευθύνσεων της λύσης, όπως είχαν διατυπωθεί το 1988. Οι βασικές παράμετροί του διασφάλιζαν τον πυρήνα των κυπριακών και ελληνικών επιδιώξεων. Για αυτόν ακριβούς το λόγο το σχέδιο απορρίφθηκε από την τουρκική και την τουρκοκυπριακή πλευρά, τόσο στην πρώτη, αλλά και σε μεταγενέστερες εκδοχές του (Κοπεγχάγη, Δεκέμβριος 2002, Χάγη, Μάρτιος 2003).
Η Σύνοδος Κορυφής της Κοπεγχάγης στις 12-13 Δεκεμβρίου 2002 ήταν η στιγμή που οι προσπάθειες για την ένταξη της Κύπρου και για την επίλυση του Κυπριακού συνέπεσαν τοπικά και χρονικά, προκειμένου η σύνδεσή τους αυτή να οδηγήσει στο ξεκαθάρισμα της κατάστασης. Μέχρι τότε σε όλη τη διάρκεια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων σε κάθε Σύνοδο Κορυφής επαναβεβαιώναμε τις αποφάσεις του Ελσίνκι. Αυτό βέβαια δεν εμπόδιζε τις φήμες ότι θα επιχειρούνταν η εξαίρεση της Κύπρου από την ομαδική μεταχείριση των δέκα υποψήφιων χωρών. Οι φήμες στηρίζονταν πότε στις απόπειρες να διαφοροποιηθεί η ενταξιακή πορεία της Κύπρου από εκείνη των υπολοίπων στα συμπεράσματα του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων και πότε στις αντιδράσεις στα εθνικά κοινοβούλια των κρατών-μελών. Καθιστούσα γι’ αυτό σε κάθε κατεύθυνση σαφές ότι η ξεκάθαρη στάση της ελληνοκυπριακής πλευράς για την επίλυση του Κυπριακού δεν άφηνε περιθώρια σε κανένα για πραγματικές αντιρρήσεις. Διεύρυνση χωρίς την Κύπρο δεν θα γινόταν. Ήμουν αποφασισμένος. Το είχα τονίσει ιδιαίτερα στον κ. Μπλερ κατά την τελευταία επίσκεψή μου στο Λονδίνο μπροστά στο αμήχανο βλέμμα των συνεργατών του από το Φόρεϊν Όφις.
Το πρωί στις 9.30 της 12ης Σεπτεμβρίου συναντήθηκα με τον κ. Κληρίδη και τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου που τον συνόδευαν. Λίγο αργότερα επρόκειτο να πραγματοποιηθεί η συνάντηση του απεσταλμένου του Γενικού Γραμματέα με τις δύο κυπριακές πλευρές προκειμένου να υπάρξει ένας συμβιβασμός επί του σχεδίου Ανάν. Διαπίστωσα τότε ότι στην ελληνοκυπριακή πλευρά, παρά τη νηφαλιότητα του προέδρου Κληρίδη, επικρατούσε εκνευρισμός. Πληροφορίες για τη στάση των Τουρκοκυπρίων δεν είχαμε και υπήρχε φόβος μήπως οι Τουρκοκύπριοι, κάνοντας έναν διαπραγματευτικό ελιγμό, δέχονταν το σχέδιο Ανάν, οπότε η ελληνοκυπριακή πλευρά θα ήταν πλέον αναγκασμένη να το δεχτεί και αυτή, για να μην εκτεθεί. Είχε ήδη φτάσει μεσημέρι και περάσει αρκετή ώρα από την έναρξη της συνάντησης με τον εκπρόσωπο του Γενικού Γραμματέα, όταν η κυπριακή αντιπροσωπεία αποφάσισε, μετά από επίμονες προσπάθειες του κ. Α. Μαρκίδη και του κ. Γ. Βασιλείου, να προσέλθει. Οι Τουρκοκύπριοι από την πλευρά τους δεν εμφανίσθηκαν καθόλου. Η έστω και καθυστερημένη εμφάνιση της κυπριακής αντιπροσωπείας επέτρεψε να επιρριφθεί η ευθύνη για τη μη πρόοδο της λύσης αποκλειστικά στην αδιάλλακτη στάση των Τουρκοκυπρίων. Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που άρχισε το απόγευμα αποφασίστηκε η ένταξη της Κύπρου χωρίς καμιά δυσκολία. Περίμενα με αγωνία τη στιγμή της συζήτησης μήπως τυχόν υπάρξουν κάποιες αντιρρήσεις. Οι εξελίξεις όμως το πρωί της Πέμπτης δεν επιδέχονταν αμφιβολίες. «Όλα τα σχετικά στοιχεία», σύμφωνα με την έκφραση της απόφασης του Ελσίνκι, συνηγορούσαν υπέρ της ένταξης της Κύπρου, με όλη της την επικράτεια, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή των κατεχομένων και μάλιστα χωρίς αστερίσκους. Στο κείμενο των συμπερασμάτων υπήρχε μια προσυμφωνημένη παράγραφος, στην οποία το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιβεβαίωνε τη σαφή προτίμησή του για την ένταξη μιας ενωμένης Κύπρου και καλούσε τις δύο κοινότητες του νησιού να συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Μετά την Κοπεγχάγη η επόμενη συνάντηση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων έγινε τον Μάρτιο του 2003 στη Χάγη λίγες εβδομάδες πριν από την υπογραφή στην Αθήνα της Συνθήκης Προσχώρησης των νέων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η νέα, τρίτη εκδοχή του σχεδίου Ανάν συνιστούσε, κρινόμενη στο σύνολό της, βελτίωσή του σύμφωνη με τις επιδιώξεις της ελληνοκυπριακής πλευράς. Η συνάντηση κατέληξε και πάλι σε αδιέξοδο, με την τουρκοκυπριακή πλευρά να αρνείται κάθε συζήτηση επί του σχεδίου και την ελληνοκυπριακή να επιμένει.
Η τελευταία νύχτα των διαπραγματεύσεων στη Χάγη ήταν μακρά και γεμάτη αγωνία. Έπρεπε να αποφευχθεί η επίρριψη, έστω και μέρους της ευθύνης, για την αποτυχία στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Η επικείμενη υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης μαζί με την αποκλειστική ανάληψη της υπαιτιότητας για τη μη λύση από την τουρκική πλευρά θα δημιουργούσε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την επίλυση μετά την ένταξη της Κύπρου με ιδιαίτερα ενισχυμένες τις θέσεις μας. Στη Χάγη έπρεπε να αποφευχθούν χειρισμοί που θα έθεταν σε κίνδυνο την προοπτική αυτή. Η αδυναμία της Άγκυρας να διαφοροποιήσει τη θέση της ενίσχυσε τελικά την αδιαλλαξία του Ντενκτάς. Με ανακούφιση ενημερώθηκα στο τέλος της ολονύχτιας διαπραγμάτευσης ότι αποκλειστικό υπεύθυνο για την αποτυχία των συνομιλιών ο ΟΗΕ θεώρησε τον Ντενκτάς.
Οι αποφάσεις της Συνόδου της Κοπεγχάγης για τη διεύρυνση και η υπογραφή της Πράξης Προσχώρησης στη Στοά του Αττάλου στις 16 Απριλίου 2003 κατά τη διάρκεια της ελληνικής προεδρίας υπήρξαν κορυφαίες στιγμές της εθνικής μας στρατηγικής. Εκείνο που έμοιαζε ακατόρθωτο, για το οποίο επί πολλά χρόνια υπήρχαν σε όλη την Ε.Ε. έντονες αντιρρήσεις και αμφιβολίες, γινόταν πια πραγματικότητα. Είχαμε, για πρώτη φορά μετά το 1974, ανατρέψει το status quo στην Κύπρο, πετυχαίνοντας ειρηνικά κάτι για το οποίο η Τουρκία απειλούσε με «αντιδράσεις χωρίς όρια». Κορυφαία στιγμή συγκίνησης για μένα υπήρξε η επίσκεψή μου στη Λευκωσία και οι εκδηλώσεις ενθουσιασμού με τις οποίες με αγκάλιασε ο κυπριακός λαός. Η Κύπρος ήταν το πρώτο μέλος της Ένωσης κατά το «γύρο των πρωτευουσών» για την προετοιμασία της Συνόδου Κορυφής του Ιουνίου.
Στην ομιλία μου στη Βουλή των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 19 Απριλίου τόνισα μεταξύ άλλων:
«Πιστεύω ότι η Κύπρος, επανενωμένη, χωρίς τα δεσμά και τους περιορισμούς που επιβάλλονται από την παρούσα κατάσταση, θα κατακτήσει οπωσδήποτε τη θέση που της αξίζει. Γιατί μια ενωμένη Κύπρος -και θέλω να το τονίσω αυτό θα έχει πολύ πιο εύκολο δρόμο στην Ευρωπαϊκή Ένωση απ’ ό,τι η τωρινή διαιρεμένη Κύπρος. Γιατί η τωρινή διαιρεμένη Κύπρος, παρόλο που έχει το δίκιο με το μέρος της, παρόλο που διαθέτει όλα τα επιχειρήματα, πάντα θα βρίσκεται αντιμέτωπη με κάποια ερωτηματικά, με κάποια δυσπιστία, κάποιες κακόπιστες αντιδράσεις, που πολλές φορές είναι και σκόπιμες. Αν μπορούμε, λοιπόν, να λύσουμε το πρόβλημα, δεν βοηθάμε μόνο την ένωση του νησιού, αλλά και τη δυναμική της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
Η Απόρριψη του Σχεδίου Αναν
Με καμιά έννοια δεν θεωρούσα το σχέδιο Ανάν ως την ιδανική λύση. Το σχέδιο λάβαινε όμως υπόψη του μια σειρά πραγματικότητες που είχε επιβάλει η ιστορία. Πρότεινε μια λύση βαθμιαίας επανασύνδεσης δύο λαών που είχαν ζήσει πολλά χρόνια με εχθρικές σχέσεις και έπρεπε πια να ξεπεράσουν την αντιπαλότητά τους. Αποτελούσε, τέλος, τη συνιστώσα των εξελίξεων στις κυπριακές διαπραγματεύσεις που είχε αποδεχθεί η ελληνοκυπριακή πλευρά. Δημιουργούσε πράγματι μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία και απέρριπτε την τουρκική επιδίωξη της συνομοσπονδίας, δηλαδή τη δημιουργία δύο χωριστών κρατών με διεθνή προσωπικότητα και χαλαρή σύνδεση μεταξύ τους, που οποτεδήποτε μπορούσε να τερματιστεί. Εκτιμούσα ότι αποτελούσε έναν ικανοποιητικό συμβιβασμό, αρκεί η δημιουργούμενη κρατική δομή να εξασφάλιζε τη γρήγορη λήψη των αναγκαίων αποφάσεων και να απέφευγε την εμπλοκή των δύο κοινοτήτων σε μια ατέρμονη διελκυστίνδα. Οι διαφορές των δύο κοινοτήτων θα εξομαλύνονταν, αν υπήρχε εμπιστοσύνη στο μέλλον του νησιού και αν η κυπριακή οικονομία συνέχιζε να αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς. Γι’ αυτό και επέμενα να επισημανθούν τυχόν δυσλειτουργίες του σχεδίου, ιδίως ως προς τη μελλοντική διαχείριση της οικονομίας, ώστε να αντιμετωπιστούν και να βελτιωθεί το σχέδιο Ανάν III (Χάγη).
Τέσσερα σημεία επισήμανε η ελληνική πλευρά ως αναγκαία:
α. Να υπάρξει συνολική καταγραφή, τεκμηρίωση και αποτίμηση των απαιτούμενων βελτιώσεων του σχεδίου Ανάν. Η ομάδα εργασίας που είχε συστήσει η ελληνική κυβέρνηση είχε, στο μέτρο του δυνατού, προχωρήσει αυτή την εργασία. Ιδίως όμως η κυπριακή κυβέρνηση θα έπρεπε να κάνει τις σχετικές ιεραρχήσεις και να λάβει τις σχετικές αποφάσεις.
β. Να γίνει έγκαιρα γνωστή η άποψη της κυπριακής κυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τον ΟΗΕ και στις άλλες χώρες που επηρέαζαν τις εξελίξεις (ΗΠΑ, Μ. Βρετανία κλπ.), ώστε να προετοιμαστούν και να στηρίξουν τις θέσεις μας.
γ. Να αρχίσει η ενημέρωση της διεθνούς κοινότητας και ιδίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Κυπριακή Δημοκρατία, που ήταν πια μέλος της Ε.Ε. Να επισημανθεί έγκαιρα και με συγκεκριμένο τρόπο τι απαιτείται για να είναι η λύση περισσότερο λειτουργική.
δ. Να εξασφαλιστεί η ενεργός συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού. Η παρουσία της στις διαπραγματεύσεις θα ενίσχυε τη λειτουργικότητα της λύσης και τον περιορισμό των αποκλίσεων από το κοινοτικό κεκτημένο.
Ένα ακόμα σημείο που έπρεπε να ληφθεί υπόψη: Ο παράγοντας χρόνος ήταν ιδιαίτερα κρίσιμος. Άποψή μας ήταν ότι όλα αυτά έπρεπε να γίνουν το ταχύτερο δυνατό. Γι’ αυτό και τονίσαμε στην κυπριακή πλευρά ότι δεν υπήρχε άνεση χρόνου, ότι έπρεπε να αξιοποιήσουμε τη συγκυρία, διότι η τουρκική πλευρά ήταν απούσα και τα δικά μας ερείσματα ισχυρότερα από ποτέ. Και ακόμα, ότι θα γίνουν οπωσδήποτε νέες διαπραγματεύσεις πριν από την 1.5.2004, ημερομηνία κατά την οποία η Κυπριακή Δημοκρατία, θα γινόταν και τυπικά μέλος της Ε.Ε. Η Τουρκία θα επιδίωκε τις διαπραγματεύσεις είτε για να βρεθεί λύση, και πάντως για να μη φέρει αυτή την ευθύνη του αδιεξόδου. Θα επιδίωκε με κάθε τρόπο να επιμεριστεί η ευθύνη μεταξύ των δύο πλευρών ή, ακόμα καλύτερα, να βαρύνει αποκλειστικά την ελληνοκυπριακή πλευρά. Αν το πετύχαινε, το Κυπριακό δεν θα αποτελούσε πλέον εμπόδιο για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων μεταξύ Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για εμάς ήταν ξεκάθαρο: η Τουρκία, μπροστά στον κίνδυνο να χάσει την ενταξιακή της προοπτική, θα αναγκαζόταν να αλλάξει την πολιτική της στο Κυπριακό. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να εγκαταλείψει την πολιτική του ότι «το κυπριακό λύθηκε το 1974» και να αποδεχτεί αυτό το οποίο απέρριπτε έκτοτε, την επίλυση βάσει των ψηφισμάτων του ΟΗΕ. Γι’ αυτό έπρεπε να κινηθούμε γρήγορα και αποφασιστικά, ώστε να μην προλάβει να βγει από το αδιέξοδο, στο οποίο την είχαμε εγκλωβίσει και να πετύχουμε τις μεγαλύτερες δυνατές βελτιώσεις.
Η ελληνοκυπριακή ηγεσία ήταν όμως της άποψης ότι δεν θα έπρεπε να παρουσιάσουμε από πριν τις θέσεις μας, αλλά μόνο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ο κ. Παπαδόπουλος δεν θεώρησε σκόπιμο έναν ευρύτερο κύκλο επισκέψεών του στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συναντήθηκε όμως με τον επίτροπο κ. Φερχόυγκεν και συμφώνησε μια στενότερη συνεργασία μαζί του, η οποία μάλλον δεν πραγματοποιήθηκε. Η ελληνική πλευρά πάντως δεν είχε ποτέ συγκεκριμένη πληροφόρηση. Οι θέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς έμειναν έτσι ασαφείς, και τα θέματα της λειτουργικότητας αλλά και της διαχείρισης της οικονομίας δεν αποσαφηνίστηκαν στον ΟΗΕ και στην Ε.Ε.
Προς τα τέλη φθινοπώρου του 2003 ο κ. Ερντογάν πραγματοποίησε σειρά επισκέψεων σε διάφορες χώρες για να παρουσιάσει τις απόψεις της τουρκικής κυβέρνησης και να διαφοροποιηθεί από τις θέσεις του κ. Ντενκτάς. Η διπλωματική του προσπάθεια άρχισε έτσι να δημιουργεί ευνοϊκό κλίμα για την Τουρκία. Οι εκλογές στα κατεχόμενα στις 14.12.2003 οδήγησαν στη σημαντική ενίσχυση των τουρκοκυπριακών κομμάτων, τα οποία επιδίωκαν μια λύση με βάση το σχέδιο Ανάν. Ο πρόεδρος κ. Παπαδόπουλος ζήτησε τότε με επιστολή του στις 19.12.2003 από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ την ανάληψη πρωτοβουλίας για επανέναρξη των συνομιλιών, επαναλαμβάνοντας την ετοιμότητα της ελληνοκυπριακής πλευράς να συμμετάσχει σ’ αυτές. Η ελληνική κυβέρνηση χαιρέτισε την κίνηση αυτή. Πράγματι, θα ήταν λάθος η ελληνοκυπριακή πλευρά να εμφανίζεται ότι σύρεται σε διαπραγματεύσεις. Άλλωστε η πρωτοβουλία θα εκδηλωνόταν ούτως ή άλλως. Η ελληνική κυβέρνηση σημείωσε όμως ότι η κίνηση αυτή προϋπέθετε να γίνουν αμέσως τα όσα δεν είχαν γίνει μέχρι τότε, δηλαδή η εξειδίκευση και ιεράρχηση των αιτημάτων σε έναν οδηγό διαπραγμάτευσης και η πίεση προς όλους τους ενδιαφερομένους, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, να ενισχύσουν αυτά τα αιτήματα.
Η επιστολή αυτή του κ. Παπαδόπουλου οδήγησε στη διαδικασία της Νέας Υόρκης, αφού ο Γενικός Γραμματέας σωστά τη θεώρησε ως μια δέσμευση για έναν νέο γύρο διαπραγματεύσεων.
Η συνάντηση της Νέας Υόρκης στις 12-14 Φεβρουάριου 2004 είχε ένα και μόνο αντικείμενο. Την αποδοχή από τα άμεσα εμπλεκόμενα μέρη μιας δεσμευτικής διαδικασίας λύσης. Κεντρικό σημείο της ήταν η εξουσιοδότηση προς τον Γενικό Γραμματέα να συνθέσει ένα δεσμευτικό για όλους τελικό σχέδιο συμφωνίας, ιδίως για την Τουρκία που αρνούνταν μέχρι τότε να δεσμευτεί. Το σχέδιο θα υποβαλλόταν σε δημοψήφισμα. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία αποδέχτηκε, μετά από αντιρρήσεις, αυτή την εξουσιοδότηση. Φοβόταν αυθαίρετη χρήση της. Όμως μέχρι εκείνη τη στιγμή η αναζήτηση λύσης του Κυπριακού είχε βασιστεί σε πρωτοβουλίες και αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα, ο οποίος, διαβουλευόμενος με τις δύο πλευρές και αξιολογώντας τις αντιδράσεις τους, διαμόρφωνε το σχέδιο. Αυτή άλλωστε η ευχέρεια του Γενικού Γραμματέα να προτείνει και να συνθέτει βοήθησε να ξεπεραστούν οι χρόνιες και επίμονες τουρκοκυπριακές αντιρρήσεις. Το σύνολο του σχεδίου λύσης υπήρξε άλλωστε προϊόν αυτής της διαδικασίας. Άλλος δρόμος δεν υπήρχε.
Στη Νέα Υόρκη σημειώθηκε η στροφή της τουρκικής πολιτικής, την οποία εμείς αναμέναμε. Για πρώτη φορά, η Άγκυρα αποδέχτηκε ρητά το σχέδιο του Γενικού Γραμματέα ως βάση για την επίλυση του Κυπριακού. Αποδέχτηκε την ομοσπονδιακή λύση, εγκαταλείποντας την πολιτική της διχοτόμησης με δημιουργία δύο ανεξάρτητων κρατών. Αποδέχτηκε, τέλος, ότι θα σεβαστεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, το οποίο από τουρκοκυπριακής πλευράς θα ήταν σίγουρα θετικό.
Στη Νέα Υόρκη ο πρόεδρος κ. Παπαδόπουλος αποδέχτηκε την παραλλαγή της πρότασης του Γενικού Γραμματέα που πρότεινε ο κ. Ντενκτάς, η διαπραγμάτευση να γίνει με άμεση συμμετοχή Ελλάδας και Τουρκίας που θα είχε υποστηρικτικό χαρακτήρα. Στη συνέχεια δε ο κ. Παπαδόπουλος εξήγησε στην ελληνική κυβέρνηση ότι ο ίδιος και τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου στη Νέα Υόρκη αποδέχτηκαν τη διαδικασία, διότι δεν ήθελαν να αναλάβουν την ευθύνη του ναυαγίου της. Τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και η Νέα Δημοκρατία υποστήριξαν αυτή την απόφασή του. Ο Γενικός Γραμματέας, μετά από πρόταση της ελληνοκυπριακής αλλά και της ελληνικής πλευράς, δέχτηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να είναι παρούσα στη διαδικασία που θα ακολουθούσε.
Μετά τη Νέα Υόρκη η τουρκική πλευρά είχε βρεθεί σ’ ένα δρόμο χωρίς επιστροφή: δεν μπορούσε πλέον να υπαναχωρήσει και να εμποδίσει την επίλυση του Κυπριακού. Διότι μια τέτοια υπαναχώρηση θα ήταν καταστροφική για την ευρωπαϊκή της πορεία. Μόνη της δυνατότητα ήταν πλέον να μετάσχει ενεργά στις διαπραγματεύσεις και να εμφανίσει το όποιο αποτέλεσμα ως θετικό για αυτήν.
Στην τελευταία φάση της διαδικασίας (στη Λευκωσία από τις 19.2.2004 και στη Λουκέρνη από τις 24.3.2004) τα θέματα που έθετε η ελληνοκυπριακή πλευρά ήταν εκτεταμένα, χωρίς πάντα να διευκρινίζονται με σαφή τρόπο. Εκτός αυτού, έθετε θέματα που δεν μπορούσαν ουσιαστικά να είναι αντικείμενο όποιας διαπραγμάτευσης σε σχέση με το σχέδιο Ανάν, όπως ο κίνδυνος υπαναχώρησης μελλοντικά της Τουρκίας από τα συμφωνημένα. Τέτοια θέματα λύνονται με τη δημιουργία συσχετισμών και πραγματικών συνθηκών, που αποκλείουν αρνητικές εξελίξεις. Η εφαρμογή του σχεδίου Ανάν και η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυτόν ακριβώς το στόχο εξυπηρετούσαν, δηλαδή τη δημιουργία συνθηκών που δεν θα επέτρεπαν στην Τουρκία να υπαναχωρήσει.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας περιορίστηκε στη Λουκέρνη στο να «συμπαρασταθεί» στην κυπριακή κυβέρνηση, επιλέγοντας στάση θεατή. Μια τέτοια στάση όμως είναι ατελέσφορη σε μία διαπραγμάτευση. Η περαιτέρω βελτίωση του σχεδίου Ανάν προς την επιθυμητή κατεύθυνση προϋπέθετε ενεργό παρουσία και αποφασιστικότητα για μια ουσιαστική διαπραγμάτευση. Οι συνομιλητές έπρεπε να πάρουν το μήνυμα ότι χρειάζονται συγκεκριμένες βελτιώσεις για να υποστηριχθεί το αποτέλεσμα. Ένα τέτοιο μήνυμα από την Ελλάδα, που μετά την ελληνική προεδρία είχε κατακτήσει μια θέση κύρους, είχε ιδιαίτερη σημασία. Η υπενθύμιση από την ελληνική πλευρά ότι υπεύθυνος για τη διαπραγμάτευση είναι μόνο ο ελληνοκύπριος πρόεδρος έδινε το αντίθετο ακριβώς σήμα, ότι η ελληνική κυβέρνηση θα παρέμενε επί της ουσίας αμέτοχη. Ο πρόεδρος κ. Παπαδόπουλος χειρίστηκε κατόπιν αυτού την όλη διαδικασία χωρίς ουσιαστικές διαβουλεύσεις με την ελληνική Κυβέρνηση.
Στη συνέχεια πολλές από τις προτάσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς έγιναν δεκτές από τον κ. Ανάν. Κάθε νέα εκδοχή του σχεδίου ήταν έτσι καλύτερη από την προηγούμενη. Και το σχέδιο Ανάν V, όπως διαμορφώθηκε στη Λουκέρνη, περιείχε πρόσθετες διατυπώσεις, που ανταποκρίνονταν στα αιτήματα της ελληνοκυπριακής ηγεσίας. Η ηγεσία της Κύπρου θεώρησε όμως το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης αρνητικό και άφησε την τουρκική πλευρά να κάνει αυτό για το οποίο ήταν ούτως ή άλλως αποφασισμένη, να θριαμβολογήσει γι’ αυτό που δήθεν πέτυχε. Δημιουργήθηκε έτσι η εντύπωση ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά και η Ελλάδα ηττήθηκαν. με αποτέλεσμα να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για την αρνητική έκβαση του δημοψηφίσματος. Από την άλλη οι αμφιβολίες, οι δισταγμοί και οι επιφυλάξεις της ελληνικής κυβέρνησης δημιούργησαν την εντύπωση ότι η στάση της είναι ουσιαστικά αρνητική απέναντι στο σχέδιο Ανάν. Με το χλωμό «ναι» που υποστήριξε, όταν αντιλήφθηκε τον κίνδυνο της διεθνούς απομόνωσης και της απαλλαγής της Τουρκίας από τις υποχρεώσεις της στην Κύπρο, δήλωνε απλώς την αμφιθυμία της.
Στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004 η ελληνοκυπριακή κοινότητα καταψήφισε με ποσοστό 75,83% το σχέδιο Ανάν, ενώ η τουρκοκυπριακή το έκανε δεκτό με ποσοστό 65%. Η έκβαση αυτή ανέτρεπε τη μέχρι τότε εικόνα της διεθνούς κοινότητας για τους πρωταγωνιστές του Κυπριακού. Η έκθεση του Γενικού Γραμματέα προς το Συμβούλιο Ασφαλείας της 2ας Ιουνίου ήταν αρνητική για την κυπριακή κυβέρνηση. Η Τουρκία είχε πετύχει την απενοχοποίησή της για τη διχοτόμηση. Εκτός αυτού η διεθνής κοινότητα θεώρησε και την ελληνική πλευρά υπεύθυνη, γιατί δεν εργάστηκε για την αποδοχή του, όπως, αντίθετα, έκανε, κατά τους τρίτους, η τουρκική πλευρά.
Με τη στρατηγική που είχε ακολουθήσει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ η Ελλάδα ανάγκασε την Τουρκία να αποδεχτεί την ανατροπή των τετελεσμένων του 1974. Κατ’ αρχάς δέχτηκε την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. για την οποία απειλούσε με αντιδράσεις χωρίς όρια. Συμφώνησε επίσης στη λύση του Κυπριακού με την επανένωση του νησιού σε ομοσπονδιακή βάση. Ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι και το 2003 η Τουρκία απέρριπτε το σχέδιο Ανάν, υποστηρίζοντας ότι το Κυπριακό λύθηκε το 1974 με την εισβολή στην Κύπρο και τη δημιουργία δύο κρατών. Με την πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κατάφερε να ανατρέψει άρδην μια κατάσταση που είχε εδραιωθεί και που επί δεκαετίες φαινόταν μη αναστρέψιμη. Η αξιοποίηση αυτής της ανατροπής ήταν, και είναι ακόμη, στα χέρια του κυπριακού λαού.
Από το βιβλίο «Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα», (σσ. 117-124, εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2005)