Η πεποίθησή μου ήταν ότι οι παραδοσιακές ιδεολογικές αντιθέσεις και ο διαχωρισμός μεταξύ Δεξιάς και Αριστερός συγκάλυπταν ορισμένες σημαντικές ιδιαιτερότητες του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Η θεώρηση της κοινωνίας ως πεδίου ταξικών αντιπαραθέσεων, όπως και η άποψη που αρνιόταν τις ταξικές διακρίσεις, δεν επέτρεπαν να γίνει αντιληπτή η πολύμορφη λειτουργία των κοινωνικών ομάδων. Απαιτούνταν μια πιο ρεαλιστική εικόνα ορισμένων πτυχών του κοινωνικού περιβάλλοντος. Τα πολιτικά κόμματα υποτιμούσαν την υστέρηση και τις ιδιομορφίες της ελληνικής κοινωνίας.
Από την εποχή της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους, το κεντρικό κράτος ήταν ο μοχλός συνένωσης των πολλών αυτόνομων τοπικών οντοτήτων σε ενιαία κοινωνία. Ήταν επίσης ο φορέας της οικονομικής δραστηριοποίησης του πληθυσμού και της ανάπτυξης της χώρας. Στη Δυτική Ευρώπη, αντίθετα, οι κοινωνίες είχαν τη δική τους δυναμική. Οι κρατικές παρεμβάσεις δεν ήταν το κύριο και καθοριστικό στοιχείο της εξέλιξής τους. Στην Ελλάδα, υπό την εξουσία του κυβερνητικού κέντρου δεν βρισκόταν μόνο η Δημόσια Διοίκηση αλλά και, σε μεγάλο βαθμό, η παιδεία, η υγεία, οι μεταφορές, οι επικοινωνίες, η ενέργεια, το τραπεζικό σύστημα. Το κράτος ήταν, άμεσα ή έμμεσα, ο κύριος χρηματοδότης της οικονομικής δραστηριότητας και ο σημαντικότερος εργοδότης της χώρας. Ως φορέας της διανομής πόρων, διαμόρφωσε τους μηχανισμούς οικονομικής εξουσίας, ρυθμίζοντας ταυτόχρονα την παραχώρηση προνομίων και τις δραστηριότητες των κοινωνικών ομάδων. Ως «μαζικός» εργοδότης, εξασφάλιζε θέσεις εργασίας με ευνοϊκές συνθήκες, θέλοντας έτσι να εδραιώσει την πολιτική και εκλογική του επιρροή. Το πελατειακό σύστημα ήταν προϊόν της κυριαρχίας του και της εξάρτησης της κοινωνίας από τις ενέργειές του.
Ο καθοριστικός για την ελληνική κοινωνία κοινωνικός συμβιβασμός, που προέκυψε από την ιστορική της εξέλιξη, ευνοεί τους οικονομικά ισχυρούς εξασφαλίζοντάς τους σε μεγάλο βαθμό την ελευθερία κινήσεων και τα οικονομικά πλεονεκτήματα που επιδιώκουν. Το πολιτικό σύστημα μεσολαβεί για να κάμψει τις διαμαρτυρίες και να αποκαταστήσει την κοινωνική ειρήνη. Το κυριότερο μέσο για να εξασφαλισθεί η επιτυχής μεσολάβηση είναι οι κρατικές παροχές στις διάφορες κοινωνικές ομάδες: οι ειδικές ρυθμίσεις, η αναγνώριση δικαιωμάτων με πελατειακά κριτήρια, οι εξαιρέσεις από την ισονομία, κλπ. Η ισορροπία που αποκαθίσταται με αυτό τον τρόπο αποτελεί το κοινωνικό «status quo». Στηρίζεται σε νομικές ρυθμίσεις, πρακτικές, νοοτροπίες, όπως επίσης στην κοινωνική αποδοχή, και καθιερώνει «κεκτημένα». Η αμφισβήτησή τους οδηγεί σε συγκρούσεις.
Η κοινωνική ειρήνη που εξασφαλίζεται με κρατικές παροχές σε κοινωνικές ομάδες είναι ευπρόσδεκτη για μεγάλο τμήμα της κοινωνίας. Τα κόμματα διευρύνουν την εξουσία τους παρέχοντας προστασία και χρήματα. Οι πολίτες ζητούν και παίρνουν κάτι που εντάσσεται στο συνηθισμένο πλαίσιο των συναλλαγών με την εξουσία. Η Δημόσια Διοίκηση, προσανατολισμένη σε κλαδικές, τομεακές ή ειδικές ρυθμίσεις και στην ικανοποίηση επιμέρους συμφερόντων, ανταποκρίνεται στον ρόλο της. Η κοινή γνώμη είναι εθισμένη στις εξυπηρετήσεις και δεν αντιδρά. Η δημόσια συζήτηση δίνει, μάλιστα, προτεραιότητα στις αντιπαραθέσεις των διαφόρων κοινωνικών ομάδων με το κράτος, χωρίς κατά κανόνα να ενδιαφέρεται για το αν τα προβαλλόμενα συμφέροντα συμβάλλουν στην ανάπτυξη ή στην κοινωνική δικαιοσύνη. Οι ευρύτερες κοινωνικές επιπτώσεις των ποικίλων ευνοϊκών ρυθμίσεων υποβαθμίζονται. Υπάρχει μια γενική και σιωπηρή συμφωνία: αναγκαίος όρος της κοινωνικής ισορροπίας είναι οι κρατικές παροχές. Η πολιτική επικεντρώνεται, έτσι, στη δημιουργία και τη διατήρηση δικτύων χορήγησης παροχών, τα οποία είναι ταυτόχρονα δίκτυα πολιτικής υποστήριξης.
Αναπόφευκτη συνέπεια αυτού του κοινωνικού συμβιβασμού είναι οι πολιτικοί να ασχολούνται με μικροπροβλήματα, με τα θέματα της επικαιρότητας, με τα τρέχοντα αιτήματα των κοινωνικών ομάδων. Το βραχυπρόθεσμο πολιτικό κόστος αποτελεί το βασικό κριτήριο για την αποτίμηση της σοβαρότητας των προβλημάτων και των ενδεδειγμένων λύσεων. Η προώθηση της ανάπτυξης, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, η εξασφάλιση των προϋποθέσεων για μια κοινωνία της γνώσης δεν έχουν παρά δευτερεύουσα σημασία.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η ενασχόληση με σοβαρά προβλήματα, η εκπόνηση σχεδίων ή μελετών για το τι πρέπει να γίνει, συναντούν αντιδράσεις από τις ηγεσίες των κομμάτων και προκαλούν τον φόβο απώλειας ψήφων. Κατά γενική πεποίθηση, οι κινήσεις τακτικής μπορούν να συμβάλουν αποτελεσματικά στην κατάκτηση και άσκηση της εξουσίας. Αντίθετα, τα οποιαδήποτε προγράμματα δρουν αποτρεπτικά.
Βασικό χαρακτηριστικό του ελληνικού πολιτικού συστήματος ήταν και παραμένει, σε μεγάλο βαθμό, η πολιτική πατρωνία, δηλαδή η εξουσιαστική σχέση στην οποία ο πολιτικός λειτουργεί ως προστάτης, παρέχοντας διορισμούς στο Δημόσιο και ποικίλες εξυπηρετήσεις στους ψηφοφόρους της περιφέρειάς του ή σε διάφορες κοινωνικές ομάδες, με αντάλλαγμα την υποστήριξή τους. Κριτήρια αξιοκρατίας, επίδοσης ή εξυπηρέτησης του κοινού συμφέροντος ελάχιστα επηρεάζουν αυτή τη σχέση. Κύριος στόχος είναι ο πάτρωνας να ασκεί κρατική εξουσία προς όφελος δικό του αλλά και των πελατών του, ατόμων ή ομάδων. Η πελατειακή πολιτική οδήγησε σε έναν δημόσιο τομέα στελεχωμένο κυρίως από έμπιστα πρόσωπα και επιλεγμένους οπαδούς των πολιτικά υπευθύνων.12 Διαμόρφωσε επίσης μια κοινωνία στην οποία «μικροευνοούενοι, μικροπαραγωγοί, μικροπιστολήπτες και μικρομεσολαβητές» που σχετίζονται με τους πάτρωνες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην κοινωνική ζωή.
Η υστέρηση της χώρας, σε συνδυασμό με την πατρωνία και την πελατειακή πολιτική, οδήγησε σε έναν κρατισμό χωρίς καμία λογική. Παράλληλα με τους δρόμους ή τα αεροδρόμια που είχε ανάγκη η χώρα, δημιουργήθηκαν διοικητικοί μηχανισμοί, οργανισμοί, κέντρα, ινστιτούτα, δημόσιες επιχειρήσεις. Όλα εξυπηρετούσαν συγκεκριμένους, ευρύτερα αποδεκτούς σκοπούς. Όλα χρησίμευαν ταυτόχρονα ως μέσο για πελατειακές προσλήψεις και ενίσχυση της κομματικής παρουσίας. Ο υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το 1990 ίδρυσε το Εθνικό Ίδρυμα Υποδοχής και Αποκατάστασης Αποδήμων και Παλιννοστούντων Ομογενών Ελλήνων (ΕΙΥΑΠΟΕ), με στόχο την αντιμετώπιση των προβλημάτων των Ελλήνων που επέστρεφαν στην Ελλάδα από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Στο σύνολό τους σχεδόν, τα μέλη του προσωπικού -αρκετές εκατοντάδες- προσελήφθησαν από την εκλογική περιφέρεια του υπουργού. Διαγωνισμός ή ουσιαστική αξιολόγηση κατά τις προσλήψεις δεν υπήρξε. Το Ινστιτούτο ήταν ένα ανεξέλεγκτο φέουδο της Νέας Δημοκρατίας χωρίς καμία προσφορά. Μέσω αυτού είχαν εξασφαλίσει μισθό αργόσχολοι οπαδοί. Με κόπο, και παρά τις διαμαρτυρίες των Νεοδημοκρατών, το κατάργησα το 1999.
Η απουσία ουσιαστικής αποκέντρωσης και η φτώχεια της ελληνικής επαρχίας είχαν αποτέλεσμα η κεντρική κυβέρνηση να λειτουργεί ως σανίδα σωτηρίας για τη λύση των προβλημάτων της περιφέρειας. Τα θέματα αντιμετωπίζονταν, κατά κανόνα, ευκαιριακά, με βάση κυρίως τις απόψεις των επαγγελματοβιοτεχνών της περιοχής. Η ίδρυση ορισμένων πανεπιστημίων, η εκτροπή του Αχελώου, οι διαφορετικοί πολεοδομικοί κανονισμοί αποτελούν παραδείγματα λύσεων που υιοθετήθηκαν χωρίς προηγούμενη μελέτη, επειδή το απαιτούσαν οι κομματικοί πελάτες.
Η πελατειακή πολιτική ασκείται με στόχο την επικράτηση στον κομματικό ανταγωνισμό. Αδιαφορεί, κατά κανόνα, όχι μόνο για τις ευρύτερες επιπτώσεις των διαφόρων παροχών στην οικονομία, αλλά και για τις συνέπειές τους στη διεθνή θέση της χώρας. Μια κυβέρνηση, που υποκύπτει στην πίεση των αγροτικών κινητοποιήσεων και, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξαν ζημιές, χορηγεί στους αγρότες ορισμένων περιοχών 387.000.000 ευρώ υπό μορφή αποζημιώσεων, παραβιάζει ηθελημένα τους κοινοτικούς κανόνες. Θεωρεί την παραβίαση των ρυθμίσεων της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης κακό μικρότερο από εκείνο τής μη χορήγησης επιδοτήσεων και της συνακόλουθης απώλειας ψήφων. Αναλαμβάνει το ρίσκο της παράνομης επιδότησης, γιατί θεωρεί πιο επείγουσα την ικανοποίηση των συντεχνιακών και κομματικών συμφερόντων. Τα πρόστιμα που επιβάλλει η Ένωση καταβάλλονται άλλωστε εκ των υστέρων από το κράτος, δηλαδή το κοινωνικό σύνολο, αθόρυβα και χωρίς να τραβούν την προσοχή. Στην παραπάνω περίπτωση, ο υπουργός Γεωργίας διαβεβαίωσε τους αγρότες ότι δεν θα πληρώσουν το πρόστιμο, που είχε ύψος αντίστοιχο των παράνομων πληρωμών.
Η συνυφασμένη με το πελατειακό σύστημα διαμάχη για τη νομή της εξουσίας εντείνει την κομματική αντιπαλότητα. Τα κόμματα χρειάζονται την εξουσία για να συντηρούν τα πελατειακά τους δίκτυα και να ανασυγκροτούν τις δυνάμεις τους. Πολεμούν με κάθε τρόπο το ένα το άλλο. Κυριαρχεί η κουλτούρα της σύγκρουσης. Θύμα της είναι η θεσμική συνέχεια. Κάθε κυβερνητική αλλαγή συνεπάγεται τη λιγότερο ή περισσότερο ριζική ανατροπή της πολιτικής που είχε ακολουθήσει η προηγούμενη κυβέρνηση, όπως και τη συνολική αλλαγή των υπευθύνων στα διάφορα επίπεδα της Διοίκησης. Η νέα κυβέρνηση εμφανίζεται ως τιμωρός της προηγούμενης.
Η ακραία αντιπαλότητα της πολιτικής ζωής επηρεάζει αρνητικά τους τρόπους διεκδίκησης αιτημάτων από τις κοινωνικές ομάδες. Απαραίτητο στοιχείο επιτυχίας θεωρείται η σύγκρουση. Η συνεννόηση για τη συνδιαμόρφωση μιας πολιτικής, οι συμβιβασμοί, ο σεβασμός του κράτους δικαίου αποτελούν, για τους διαμαρτυρομένους, υποχωρήσεις. Οι αγρότες, αν και ήταν η κοινωνική ομάδα που αύξησε με εντυπωσιακό τρόπο το εισόδημά της μετά την ένταξη στην ΕΟΚ, έκλειναν σχεδόν κάθε χρόνο τους δρόμους, ζητώντας επιπλέον ενισχύσεις. Η παρακώλυση των συγκοινωνιών, οι καταλήψεις των πανεπιστημιακών χώρων, ο πρωτόγνωρος αριθμός απεργιών στις ΔΕΚΟ και τον δημόσιο τομέα, οι γενικές απεργίες με κάθε δυνατή αφορμή, άγνωστες πια στις χώρες της Ένωσης, εμπέδωσαν την πεποίθηση ότι οι όποιοι διαμαρτυρόμενοι δικαιούνται να αναστέλλουν τους κανόνες της κοινής συμβίωσης για χάρη των «δικαίων» τους. Όλα τα κόμματα ήταν ανεκτικά απέναντι σ’ αυτά τα φαινόμενα. Τα υπέθαλπαν, μάλιστα, όταν θεωρούσαν ότι εξασθενίζουν τον κυβερνητικό αντίπαλο.
Το αποτέλεσμα των συνεχών αλληλοκατηγοριών ήταν και είναι η βαθιά δυσπιστία των πολιτών προς όλους τους πολιτικούς. Δυσχεραίνεται έτσι η δημιουργία μιας κοινής συνείδησης για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας. Από τις πεποιθήσεις, η προσοχή στρέφεται πλέον στις παροχές. Το όραμα για τη βελτίωση της κοινωνίας δίνει τη θέση του στην επιδίωξη για άμεσα ανταλλάγματα: αποτελούν ένα απτό κέρδος και δεν εξαρτώνται από την τήρηση των εξαγγελιών για καλύτερες μέρες στο μέλλον. Η πολιτική έχει λάβει τη μορφή πελατειακού λαϊκισμού. Όποιος υπόσχεται τα περισσότερα, και με πιο πειστικό τρόπο, κερδίζει. Χαρακτηριστικό της κυρίαρχης νοοτροπίας ήταν το σύνθημα της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του 2004: «Το ΠΑΣΟΚ έδωσε ό,τι είχε να δώσει». Υπονοούσε ότι η ίδια θα προχωρούσε σε νέες και περισσότερες παροχές.
Όπως δείχνει αυτό το παράδειγμα, ο λαϊκισμός των κομμάτων εξουσίας μεταθέτει τα προβλήματα από το επίπεδο των αναγκαίων μεταβολών της κοινωνικής οργάνωσης σ’ ένα επίπεδο ατομικό και κλαδικό. Σε αυτό το επίπεδο δεν απαιτούνται ανησυχητικές ανατροπές. Οι συγκρούσεις μπορούν να ελεγχθούν και να διευθετηθούν από την εκάστοτε κυβέρνηση με παροχές και ειδικά δικαιώματα. Ο λαϊκιστικός λόγος ήταν και είναι, γι’ αυτό, σε μεγάλο βαθμό ασαφής. Υπόσχεται περισσότερα. Κατονομάζει ως εχθρούς τους ολιγάρχες, τα μεγάλα συμφέροντα, τους προνομιούχους, αλλά δεν εξειδικεύει τις καταγγελίες του. Αναδεικνύει τους μη προνομιούχους, τους αγρότες, τους συνταξιούχους, τους σκληρά εργαζόμενους, αλλά δεν αναφέρει συγκεκριμένες λύσεις για τα προβλήματά τους. Τελικό κριτήριο των προτιμήσεων και των επιλογών του ήταν και είναι το πολιτικό όφελος. Ως προς τη μακροπρόθεσμη πολιτική προσαρμογής των δομών της κοινωνίας στο συνεχώς και ταχύτατα μεταβαλλόμενο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, επικρατεί σιωπή. Αλλαγές δομών θα είχαν ως αποτέλεσμα οι συντεχνίες να χάσουν τα ειδικά τους δικαιώματα, οι πελάτες τις προνομιούχες θέσεις τους, και η κυβέρνηση τους μηχανισμούς επιρροής της.
Το θέμα της χρηματοδότησης των παροχών δεν απασχολεί ευρύτερα την κοινωνία. Ένα κόμμα εξουσίας, που υπόσχεται, έχει και την ευθύνη της εξεύρεσης των πόρων. Οι πολίτες συνήθως αδιαφορούν για το αν οι πόροι αυτοί πρόκειται να εισπραχθούν πολλαπλάσιοι από τους ίδιους στο μέλλον, ή αν η διανομή τους ματαιώνει άλλους, γενικότερους σκοπούς. Τους αρκεί το ότι εισπράττουν χρήματα. Συνέπεια της νοοτροπίας «εδώ και τώρα παροχές» είναι ότι μπορούν πολύ εύκολα να αλλάξουν τα όσα κατέκτησε η χώρα κατά τη διαδικασία σύγκλισής της με τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες. Αρκεί μια σύντομη κυβερνητική θητεία για να αυξηθεί το έλλειμμα του δημοσίου τομέα και το δημόσιο χρέος με μειώσεις φόρων, χιλιάδες διορισμούς και ειδικές παροχές σε κοινωνικές ομάδες. Όσο μεγαλύτερη είναι η ασυνειδησία εκείνων που υπόσχονται, τόσο πιθανότερη η αναστροφή των πολιτικών σύγκλισης και η επίταση της υστέρησης της χώρας. Ο λαϊκισμός καλλιέργησε τον οικονομικό αναλφαβητισμό, και ο τελευταίος στηρίζει την ασυνειδησία της εξουσίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εξέλιξη του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Το 1993, στην αρχή της δεύτερης περιόδου διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ήταν 99,2%, ενώ έπειτα από μία δεκαετία, το 2003, στο τέλος της πρωθυπουργίας μου, 98,3%· τον πρώτο χρόνο της κυβέρνησης Καραμανλή, στο τέλοςτου2004, 99,8%, και τον τελευταίο χρόνο της περιόδου εκείνης, 129,7%. Λόγω του δανεισμού που ακολούθησε για να αντιμετωπιστεί η κρίση, έφθασε, το 2013, το 175,1%. Οποιαδήποτε πρόοδος συντελέστηκε από το 1993 μέχρι και το 2003 θυσιάστηκε για να συντηρηθούν οι πελατειακές πρακτικές και να διατηρηθεί η Νέα Δημοκρατία στην εξουσία. Η οικονομία της χώρας καταβαραθρώθηκε, και θα χρειαστεί προσπάθεια πολλών ετώνγια να επανέλθει στο επίπεδο που είχε κατακτήσει το 2003.
Άποψη των οπαδών της πελατειακής πολιτικής ήταν και παραμένει ότι μπορούμε για λίγο να ακολουθήσουμε εύκολους δρόμους -να δανειστούμε, να ξοδέψουμε-, και να επανέλθουμε αργότερα στην προσπάθεια για ανάπτυξη. Πρόκειται για μια αντίληψη που δεν συμβιβάζεται με τη σύγχρονη πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης. Όταν καθυστερούμε, οι δυνατότητες συρρικνώνονται, οι ευκαιρίες χάνονται, η υστέρηση διευρύνεται. Οι κρίσεις μάς βρίσκουν τότε πιο ευάλωτους. Είναι πιο έντονες και μας ταλαιπωρούν για περισσότερο χρόνο. Γι’ αυτό η Ελλάδα δεν μπόρεσε να ακολουθήσει, μετά τη μεταπολίτευση, μια σταθερή πολιτική με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Πεποίθησή μου, μετά το 1987, ήταν ότι έπρεπε πια να αλλάξει αυτή η νοοτροπία.
Υπήρχαν, όμως, σοβαρές δυσκολίες. Η κοινωνική διαστρωμάτωση είναι μία από τις αιτίες της κυριαρχίας της πελατειακής πολιτικής και της αστάθειας στην αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της χώρας. Στις περισσότερες χώρες της Ένωσης, το ποσοστό των εργαζομένων σε εξαρτημένη εργασία ξεπερνά το 60%· αποτελούν την πολυπληθέστερη κοινωνική ομάδα, με κοινά λίγο-πολύ συμφέροντα, τα οποία και υπερασπίζονται απέναντι στην εργοδοσία. Τα σοσιαλδημοκρατικά ή εργατικά κόμματα, που αποτελούν την πολιτική τους εκπροσώπηση, διαμορφώνουν την οικονομική και κοινωνική τους πολιτική με γνώμονα τα ομοιογενή συμφέροντα αυτής της βάσης.
Στην Ελλάδα, η ισχυρότερη κοινωνική ομάδα είναι οι αυτοαπασχολούμενοι. Σε αυτήν ανήκουν οι αγρότες, οι βιοτέχνες, οι επαγγελματίες, οι έμποροι, οι μικροί επιχειρηματίες. Διακρίνονται από έντονο ατομισμό και δυσπιστία απέναντι στη συλλογικότητα. Δεν έχουν κοινές αντιλήψεις και στόχους. Οι υποομάδες των αυτοαπασχολουμένων προσπαθούν η καθεμία χωριστά να εξασφαλισθούν απέναντι στον ανταγωνισμό, τους κινδύνους της αγοράς και τις αρνητικές οικονομικές εξελίξεις, ερχόμενες σε απευθείας διάλογο με το κράτος. Ζητούν ειδικές ρυθμίσεις, ειδικά φορολογικά καθεστώτα, ευνοϊκούς όρους δανεισμού, και φοροδιαφεύγουν συστηματικά. Το κράτος ανταποκρίνεται, κατά κανόνα, στα αιτήματα αυτά. Έχει ορίσει ως υποχρεωτική την παρουσία δικηγόρων σε νομικές ενέργειες στις οποίες θα μπορούσαν να προβούν μόνοι τους οι πολίτες, έχει προσδιορίσει τις τιμές των φαρμάκων με τρόπο ώστε να έχουν υψηλά κέρδη οι φαρμακοποιοί, έχει θεσμοθετήσει την έκδοση πιστοποιητικών-από μηχανικούς-τα οποία δεν είναι αναγκαία για την ασφάλεια των συναλλαγών, κ.ο.κ.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι αποτελούν επίσης μια ισχυρή ομάδα πίεσης αρκετά διαφορετική από τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Η πρόσληψη στο Δημόσιο αποτελούσε, από καταβολής του ελληνικού κράτους, τον κατεξοχήν τρόπο στρατολόγησης και ανανέωσης της κομματικής πελατείας. Οι υπάλληλοι, έτσι, σχετίζονται με την εκάστοτε εξουσία, έχουν λόγο στα πράγματα και ρυθμίζουν τα θέματά τους με ευνοϊκό τρόπο. Όντας εξασφαλισμένοι από την ημέρα του διορισμού τους, έχουν τη δυνατότητα να ασκούν επικουρικές δραστηριότητες για να αυξήσουν το εισόδημά τους και να προγραμματίσουν τη ζωή τους από θέση «σχετικής ασφάλειας». Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις σχέσεις αλληλοβοήθειας που επικρατούν στην ελληνική οικογένεια, καθιστούσε επιτακτικό το αίτημα προς τον πολιτικό πάτρωνα για πρόσληψη στο Δημόσιο κάποιου μέλους της οικογένειας. Ήταν βασική υποχρέωσή του. Η εκπλήρωσή της παγίωνε την πελατειακή σχέση.
Οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα παρουσιάζουν και αυτοί ιδιαιτερότητες, σε σχέση με τους συναδέλφους τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στις μικρομεσαίες, πατερναλιστικά οργανωμένες ελληνικές επιχειρήσεις οι εργαζόμενοι επιλέγονται με βάση οικογενειακές σχέσεις, πολιτικές προτιμήσεις, ή τον τόπο καταγωγής τους. Δεν διαθέτουν την ίδια ελευθερία οργάνωσης και διεκδίκησης των αιτημάτων τους όπως στις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, όπου οι σχέσεις με τους εργοδότες είναι απρόσωπες.
Στις συνδικαλιστικές δραστηριότητες και κινητοποιήσεις συμμετέχουν κατά κύριο λόγο όσοι εργάζονται στις μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις, στις τράπεζες και στο Δημόσιο. Τα συνδικάτα έχουν έντονο συντεχνιακό χαρακτήρα, επηρεάζονται από τα κόμματα και ασκούν πελατειακή πολιτική. Διαφέρουν αρκετά από τις αντίστοιχες οργανώσεις στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Έχουν μικρό μέγεθος και εκπροσωπούν τα ειδικά συμφέροντα συγκεκριμένων ομάδων. Ακόμη και στις συνομοσπονδίες τους, όπως η ΑΔΕΔΥ (Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων), επικρατούν οι συντεχνιακές επιδιώξεις, και όχι μια ευρύτερη αντίληψη για τη βελτίωση της θέσης του συνόλου των εργαζομένων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της νοοτροπίας τους είναι η επιδίωξη ιδιαίτερου εργασιακού καθεστώτος σε κάθε υπουργείο και σε κάθε δημόσια επιχείρηση, και η εναντίωσή τους σε οποιαδήποτε ενιαιοποίηση. Ακόμη και η αύξηση του κατώτατου μισθού σε έναν κλάδο εθεωρείτο αμφισβήτηση των κεκτημένων, αν δεν συνοδευόταν από ανάλογη αύξηση στους υπόλοιπους μισθούς. Το ενιαίο μισθολόγιο στο Δημόσιο διαβρώθηκε με διατάξεις διάσπαρτες σε διάφορους νόμους που θεσμοθετούσαν επιδόματα, πλασματικές υπερωρίες, ειδικές παροχές σε συγκεκριμένες κατηγορίες υπαλλήλων. Επιβλήθηκε, πάλι με μεγάλη καθυστέρηση, το 2012, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και παρά την αντίθεση των συνδικάτων. Όπως διαπιστώθηκε, τα επόμενα δύο χρόνια πολλοί οργανισμοί αρνήθηκαν να το εφαρμόσουν, επικαλούμενοι το ότι γι’ αυτούς ίσχυε ειδικό καθεστώς.
Ο συντεχνιασμός αναπτύχθηκε παράλληλα και σε συνάρτηση με την πελατειακή πολιτική. Πελάτες δεν ήταν μόνο άτομα αλλά και ομάδες, όπως οι εργαζόμενοι στα λιμάνια, οι δικηγόροι, οι ιδιοκτήτες ταξί, οι φαρμακοβιομήχανοι, οι χονδρέμποροι των λαχαναγορών. Όλοι είναι οργανωμένοι σε συνδικάτα, συλλόγους, σωματεία, που προβάλλουν και υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους. Τοπίο αποτελεσματικό μέσο πίεσης για να πετύχουν τις επιδιώξεις τους είναι η πολιτική τους επιρροή. Υπόσχονται και παρέχουν την ψήφο τους σε όσους υποστηρίζουν τα αιτήματά τους, ενώ την αρνούνται σε όσους δεν συμφωνούν μαζί τους. Τα λόμπι των συντεχνιών είχαν -και συνεχίζουν να έχουν- ισχυρή παρουσία στον δημόσιο διάλογο, στα υπουργεία και στη Βουλή, ώστε να επηρεάζουν τις αποφάσεις και τη νομοθεσία. Έχουν πετύχει να ρυθμίσουν, με τη βοήθεια της Πολιτείας, τους όρους της εργασίας τους και τους κανόνες που διέπουν τις δραστηριότητές τους, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα προσόδους για την αύξηση των εισοδημάτων τους. Θεωρούν τα συμφωνηθέντα ως κεκτημένα, ακόμη και αν οι συνθήκες έχουν αλλάξει ριζικά. Το ειδικό ωράριο των φαρμακείων, οι υψηλότεροι μισθοί των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών, τα κλειστά επαγγέλματα είναι μερικά μόνο από τα πάρα πολλά προνόμια που ίσχυαν και εξακολουθούν εν μέρει να ισχύουν. Κάθε απόπειρα αλλαγής προκαλεί έντονες αντιδράσεις, απεργίες, διαδηλώσεις και, προπάντων, την εκβιαστική ταλαιπωρία των πολιτών, ώστε η κυβέρνηση να υποκύψει αναλογιζόμενη το πολιτικό κόστος.
Στο περιβάλλον που είχε διαμορφώσει η πελατειακή και συντεχνιακή νοοτροπία, το κράτος κατείχε τον πιο αποφασιστικό ρόλο στην επίτευξη κοινωνικών συμβιβασμών, στη χορήγηση παροχών και στην κοινωνική ενσωμάτωση των διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Για την υλοποίηση αυτού του στόχου, δημιουργήθηκε -με πρωταγωνιστές τον κρατικό μηχανισμό, τα ισχυρά ιδιωτικά συμφέροντα, τις διάφορες συντεχνίες και τα πολιτικά κόμματα- ένα πλέγμα σχέσεων, επιδράσεων, ισορροπιών, που κατανέμει τα οφέλη, ικανοποιεί αιτήματα και καθορίζει πολιτικές. Είναι το πλέγμα σχέσεων που στηρίζει και στηρίζεται στο πολιτικό σύστημα. Στις ρυθμίσεις και τις ενέργειες που αποφασίζει δεν είναι πάντα σαφή τα όρια μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, γενικής και ειδικής προνομιακής ρύθμισης, προσωπικού και κοινωνικού οφέλους. Παράδειγμα αποτελούν οι εθελούσιες συνταξιοδοτήσεις στις ΔΕΚΟ: βοηθούν το κράτος να περικόψει τις δαπάνες, ικανοποιούν τους εργαζόμενους γιατί παίρνουν πρόωρα υψηλότερη σύνταξη, ανταποκρίνονται στις επιθυμίες των συνδικάτων και των κομμάτων, αφού περιορίζουν το πολιτικό κόστος. Επιβαρύνουν όμως, προς όφελος ολίγων, το σύνολο των πολιτών. Το κράτος ως φορέας ανάπτυξης και κοινωνικών υπηρεσιών συνυπάρχει με το κράτος προστάτη και διεκπεραιωτή συντεχνιακών ιδιωτικών συμφερόντων. Η πελατειακή πολιτική ανταποκρίνεται στη γενικότερη αντίληψη που έχουν οι πολίτες για τον ρόλο της Πολιτείας: η κυβέρνηση και το κράτος οφείλουν να ταυτίζονται με τις προσωπικές απαιτήσεις και προσδοκίες τους. Η αυθαίρετη χορήγηση παροχών, όμως, είναι κοινωνικά άδικη: αποσπά πόρους από παραγωγικές επενδύσεις ή από τη βελτίωση των κοινωνικών δομών, και ωφελεί συνήθως ομάδες που δεν έχουν ανάγκη υποστήριξης, όπως δικηγόρους, γιατρούς, μηχανικούς, ιδιοκτήτες φορτηγών, κλπ.
Οι διάφορες κυβερνήσεις δέχθηκαν, κατά κανόνα, να γίνουν διαχειριστές ενός συστήματος όπου τα ποικίλα συμφέροντα συγκροτούν ένα δίκτυο συνεννόησης, διαπραγμάτευσης, επιμερισμού πόρων και προσόδων. Συμμέτοχοι και πελάτες, όλες οι κοινωνικές ομάδες, από τους λιμενεργάτες του Πειραιά μέχρι τους εμπόρους αυτοκινήτων, από τους βαμβακοπαραγωγούς της Θεσσαλίας μέχρι τους ξενοδόχους της Κρήτης, από τους υπαλλήλους της ΔΕΗ μέχρι τους εργαζόμενους στην καθαριότητα του Δήμου Αθηναίων. Κριτήριο συνεργασίας, η αμοιβαία συμπαράσταση. Στόχος, η διατήρηση και ενίσχυση του συστήματος και της εξουσίας.
Η οικονομική πορεία της χώρας, από το 1980 και μετά, αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για τις επιπτώσεις της πελατειακής πολιτικής. Το έλλειμμα του δημοσίου τομέα, από 2,6%του ΑΕΠ το 1980, έφθασε το 15,9% το 1990. Οι διαδοχικές κορυφώσεις στην ανοδική αυτή πορεία συνέπιπταν με τα έτη των εκλογών, είχαν δηλαδή την αιτία τους σε προεκλογικές παροχές και υποσχέσεις. Παρά τις συνήθως επενδυμένες με αναπτυξιακό λόγο παροχές, η δεκαετία του ’80 χαρακτηρίστηκε από τους χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης της χώρας κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Μόνο από το 1994 και μετά, με τη σταθερή αποκλιμάκωση των ελλειμμάτων, άρχισε μια φάση γρήγορης ανάπτυξης με διάρκεια.
Τη σημασία της πελατειακής πολιτικής ενίσχυσε η περιορισμένη ανάπτυξη της παραγωγικής βάσης της χώρας. Μετά τη μεταπολίτευση, η βιομηχανία γνώρισε μια έντονη κρίση. Ο αριθμός των σημαντικών μονάδων είναι πλέον μικρός. Η αγροτική παραγωγή δεν κατέκτησε αξιόλογο μερίδιο της ευρωπαϊκής αγοράς. Ο σημαντικότερος κλάδος της οικονομίας είναι ο τουρισμός. Οι ελληνικές παραγωγικές επιχειρήσεις, σε σύγκριση με εκείνες των οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών της Ένωσης, ήταν και παραμένουν, στο σύνολό τους σχεδόν, μικρές ή μεσαίες. Τον τόνο στην οικονομική δραστηριότητα έδιναν και εξακολουθούν να δίνουν οι αντιπρόσωποι ξένων επιχειρήσεων, οι μεταπράτες. Ενδιαφέρονται κυρίως για μια ανοιχτή προς το εξωτερικό αγορά, για τις κρατικές προμήθειες και για τη διατήρηση της προνομιακής θέσης που έχουν εξασφαλίσει. Το κράτος, λοιπόν, δεν έχει απέναντι του μια ισχυρή εκπροσώπηση ενός σημαντικού παραγωγικού δυναμικού, στις απαιτήσεις του οποίου πρέπει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή. Τα αιτήματα που τίθενται είναι διαχειρίσιμα και μπορούν να ικανοποιηθούν στο πλαίσιο της συνηθισμένης συναλλαγής, χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία και σχεδίασμά. Δεν απαιτούν σκληρές προσπάθειες ή οξείες πολιτικές συγκρούσεις, όπως τα αιτήματα των ελεύθερων επαγγελματιών ή των δημοσίων υπαλλήλων.
Η ελαττωματική λειτουργία του πολιτικού συστήματος διευκολύνεται από την απουσία μιας ανεπτυγμένης κοινωνίας πολιτών αντίστοιχης με εκείνη που υπάρχει στον ευρωπαϊκό Βορρά. Ο έλεγχος της κρατικής εξουσίας είναι πιο αποτελεσματικός, όταν δεν ασκείται μόνο από τους προβλεπόμενους από το Σύνταγμα θεσμούς αλλά και από τους εκπροσώπους των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, τα MME, την κοινή γνώμη. Η παράδοση του ελεύθερου λόγου, της κριτικής και της προάσπισης του δημοσίου συμφέροντος θέτει φραγμούς στην κατάχρηση εξουσίας. Στην Ελλάδα, όμως, η κοινωνία των πολιτών παίζει περιορισμένο ρόλο. Οι αυτόνομες πρωτοβουλίες κοινωνικής οργάνωσης δεν δημιούργησαν παράδοση, η αστική τάξη συμμετείχε στην πελατειακή συναλλαγή, και το αυταρχικό καθεστώς της μετεμφυλιακής περιόδου απαγόρευε κάθε κριτική των πρωτοβουλιών της εξουσίας. Το πελατειακό σύστημα ενίσχυσε αυτή τη νοοτροπία συμμόρφωσης: αντάμειβε την πελατειακή υπακοή και τιμωρούσε την αμφισβήτηση. Συνέβαλε, έτσι, στη διατήρηση μιας συντηρητικής κοινωνίας, των υφιστάμενων ιεραρχιών, των στάσεων και των σχέσεων εξάρτησης που εξασφαλίζουν τη λειτουργία του.
Η σύνδεση κομματικής και πελατειακής συμπεριφοράς συναντάται σε όλο το πολιτικό φάσμα, τόσο στη Δεξιά όσο και στην Αριστερά, παρά τις διαφορές στην ιδεολογία και τις πεποιθήσεις. Τα στελέχη ή οι οπαδοί, που είναι και πελάτες, μάχονται σθεναρά για το κόμμα προκειμένου να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Εξασφαλίζεται έτσι σύμπνοια και ενότητα. Ο σκεπτικισμός απέναντι στην κριτική ή αυτόνομη σκέψη κυριαρχεί σε όλες τις παρατάξεις. Ο δογματισμός, οι αυστηρές κομματικές ιεραρχίες και ο αρχηγισμός είναι παιδιά του.
Οι παγιωμένες πελατειακές δομές εκτρέφουν την «αμυντική καθήλωση» στα ήδη εξασφαλισμένα, καθώς και την επιθετική περιοδική διεκδίκηση της διεύρυνσής τους. Υπό αυτές τις συνθήκες, καρκινοβατούν τόσο η προσαρμογή της χώρας σε σύγχρονα πρότυπα όσο και η ορθολογική οργάνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Γνωστά προβλήματα με γνωστές αιτίες δεν αντιμετωπίζονται, για να μην περιοριστούν οι πρόσοδοι των πελατών και να μην αλλάξουν οι πρακτικές συμμετοχής των συντεχνιών στη διαχείριση της εξουσίας. Παραδείγματα αποτελούσαν, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η απουσία μιας διαγωνιστικής διαδικασίας για την πρόσληψη στο Δημόσιο, οι χιλιάδες δήμοι και κοινότητες με προβληματική διαχείριση, η καθυστέρηση στην απελευθέρωση της τραπεζικής αγοράς και άλλων αγορών, οι προβληματικές επιχειρήσεις, η διαδικασία ανάθεσης δημοσίων έργων, κλπ.
Πολλές έρευνες έχουν επιβεβαιώσει το φαινόμενο, που αποκαλείται «το ελληνικό παράδοξο». Διαπιστώνουν την ύπαρξη δύο αντιτιθέμενων τάσεων στην ελληνική κοινωνία. Η μία, πιο ορατή, ασπάζεται τα σύγχρονα ρεύματα σκέψης, υποστηρίζει την προσαρμογή της χώρας στα πρότυπα των προηγμένων χωρών, επιζητεί μεταρρυθμίσεις, είναι εξωστρεφής, ανοιχτή στις επιδράσεις και τις ιδέες της παγκόσμιας κοινότητας. Απέναντι της βρίσκεται το συντηρητικό βαθύ, πολυσχιδές, με διάφορες συνιστώσες που έχουν έντονες διαφορές μεταξύ τους, αλλά είναι όλες αφοσιωμένες στη διατήρηση των κεκτημένων προνομίων ή προσόδων και στη διεύρυνση της κοινωνικής επιρροής τους. Είναι εσωστρεφές, απεχθάνεται τις νέες ιδέες και καλλιεργεί έναν έντονο εθνικισμό.
Το πανταχού παρόν πελατειακό κράτος στηρίζει αυτό το συντηρητικό ρεύμα και στηρίζεται πάνω του. Με τη συμπαράσταση των διαφόρων κοινωνικών ομάδων αμύνεται ενάντια σε κάθε απόπειρα ορθολογικής οργάνωσης, αξιολόγησης των επιδόσεων των υπηρεσιών του και περιορισμού των πελατειακών πρακτικών. Ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας απορρίπτει τις συγκροτη μένες προσπάθειες υπέρβασης των υστερήσεων της χώρας και επιδιώκει ειδικές ρυθμίσεις ώστε να μην κινδυνεύσουν οι ευνοϊκές γι’ αυτούς λύσεις του παρελθόντος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απόρριψη της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης το 2001 από τα συνδικάτα και την κοινή γνώμη. Κρίσεις, καταστροφές, οικονομικά και πολιτικά αδιέξοδα, όπως η δικτατορία ή τα γεγονότα του 1989 και του 1995, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να επικρατήσει το ρεύμα της ανανέωσης. Μετά την εξομάλυνση, όμως, οι αντιδράσεις στη συνέχιση των αλλαγών αυξάνονται, οι παραδοσιακές νοοτροπίες και συμπεριφορές κερδίζουν έδαφος, η προσπάθεια για ανανέωση αναστέλλεται. Οι αλλαγές στην οικονομική πολιτική το 1985 και η πλησίστια επιστροφή στη λαϊκίστικη πολιτική το 1987 αποτελούν ένα μικρό παράδειγμα.
Η άμπωτη και η παλίρροια των συντηρητικών αντιδράσεων δεν γίνεται αμέσως αντιληπτή από την ελληνική κοινωνία. Λαϊκές συγκεντρώσεις, όπως αυτές που διοργάνωσε η Εκκλησία για να πετύχει εκβιαστικά την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες το 2000, αποτελούν σπάνιο φαινόμενο. Συνηθέστερες είναι άλλες πρακτικές, στις οποίες δεν στρέφονται τα φώτα της δημοσιότητας, όπως οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή αποφασισμένων μέτρων ή η αναβολή επιβεβλημένων λύσεων για δήθεν πιο εύθετο χρόνο. Από τη δεκαετία του 1960 και μετά, έχουν επισκεφθεί πολλές φορές την Ελλάδα εμπειρογνώμονες διεθνών οργανισμών και αποστολές ειδικών από άλλες χώρες, έπειτα από παράκληση των ελληνικών κυβερνήσεων. Έχουν συντάξει εκθέσεις για θέματα όπως η αναδιοργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης ή του φορολογικού συστήματος. Κατά κανόνα, οι προτάσεις τους απορρίφθηκαν σιωπηρά από τη Δημόσια Διοίκηση και τις κυβερνήσεις, με το επιχείρημα ότι «δεν συμβάδιζαν με την ελληνική πραγματικότητα». Πράγματι, διατυπώνονταν συχνά ιδέες που δύσκολα μπορούσαν να εφαρμοστούν, χωρίς να ανατραπούν τα ισχύοντα συστήματα. Πολλές άλλες ρυθμίσεις όμως, αν και μπορούσαν να ισχύσουν, απορρίπτονταν με προσχηματικές δικαιολογίες, π.χ. είτε γιατί η αρχή του τραπεζικού απορρήτου δεν επέτρεπε να ελέγχονται συστηματικά οι τραπεζικοί λογαριασμοί των φορολογουμένων, είτε γιατί η αρχή της ισότητας των πολιτών απέκλειε επιλεκτικούς ελέγχους για συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών.
Καθυστερήσεις ή αναβολές επιδεινώνουν κατά κανόνα ένα πρόβλημα, το καθιστούν όλο και πιο πολύπλοκο και δυσκολεύουν τη λύση του. Ενδεικτική είναι η ιστορία του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ). Το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ το 1981 προέβλεπε τη δημιουργία ενός νέου συστήματος υγείας στη χώρα, με στόχο την κάλυψη των αναγκών όλου του πληθυσμού και την ισότητα στη μεταχείριση των ασθενών. Μια ένδειξη της υστέρησής μας ήταν τα υψηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου ποσοστά στις εισαγωγές στα νοσοκομεία και στη μεγαλύτερη διάρκεια της νοσηλείας. Ο νέος υπουργός Υγείας Παρασκευάς Αυγερινός επεξεργάστηκε ένα σχέδιο νόμου, το οποίο και παρουσίασε τον Νοέμβριο του 1982.
Τα κύρια χαρακτηριστικά του ήταν η δημιουργία: α) ενός Ενιαίου Φορέα Υγείας, με την ενοποίηση όλων των εξωνοσοκομειακών και νοσοκομειακών υπηρεσιών σε μία δομή· β) ενός συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, με την οργάνωση Κέντρων Υγείας σε όλη τη χώρα· γ) Περιφερειακών Συμβουλίων Υγείας, για την αναβάθμιση των υπηρεσιών στην περιφέρεια- καθώς και η θεσμοθέτηση του γιατρού πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης στα δημόσια νοσοκομεία και στα Κέντρα Υγείας.
Ο νέος τρόπος οργάνωσης των παροχών υγείας θα είχε ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, την κατάργηση των διαφόρων ταμείων υγείας με διαφορετικές παροχές και τιμολόγια, την αναδιοργάνωση των νοσοκομείων, τον περιορισμό των εργασιών των ιατρών που ασκούσαν την ιατρική ως ελεύθερο επάγγελμα, λόγω των Κέντρων Υγείας.
Οι αντιδράσεις ξεκίνησαν προτού καν δημοσιευθεί το νομοσχέδιο, συνεχίστηκαν μετά την παρουσίασή του, κορυφώθηκαν κατά τη συζήτησή του στη Βουλή και εξακολούθησαν μετά την ψήφισή του, με σκοπό να ματαιωθεί. Βουλευτές και παράγοντες του ΠΑΣΟΚ, το πρωθυπουργικό περιβάλλον, η Νέα Δημοκρατία που το 1978 είχε απορρίψει ένα αντίστοιχο νομοσχέδιο του τότε υπουργού της, οι οργανώσεις των γιατρών, διάφοροι φορείς που είχαν τα δικά τους ταμεία, όπως ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, το κατήγγειλαν και καλλιέργησαν κλίμα ανησυχίας για τις «δραματικές» επιπτώσεις του. Υπουργοί και βουλευτές εξέφραζαν τις αντιρρήσεις τους με σχόλια όπως: «Είναι άκαιρο», «Δεν το επιτρέπει η τωρινή κατάσταση», «Θα χάσουμε τους γιατρούς». Πολλοί παρότρυναν τον Ανδρέα να παρέμβει. Παρ’ όλα αυτά, το νομοσχέδιο προχώρησε λόγω της πίεσης της κοινής γνώμης και της κινητοποίησης μιας μερίδας μελών του ΠΑΣΟΚ. Η ψήφισή του στη Βουλή ήταν μια πύρρειος νίκη. Η εφαρμογή του αποφασίστηκε να προχωρήσει σταδιακά. Δύο από τις κυριότερες επιδιώξεις του, η ένταξη όλων των κλάδων υγείας σε ενιαίο σύστημα και η δημιουργία ενός εκτεταμένου συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, δεν υλοποιήθηκαν όμως από τις κυβερνήσεις του Α. Παπανδρέου. Έπειτα από λίγους μήνες, ο υπουργός Υγείας οδηγήθηκε σε παραίτηση. Πολύ αργότερα ο ίδιος διαπίστωσε ότι τα «ουσιαστικά μέτρα του μεταρρυθμιστικού αυτού έργου έμειναν στο συρτάρι».24 Είκοσι οκτώ χρόνια μετά, το 2011, υπό την πίεση της τρόικας και για να επιτευχθεί η μείωση των δημοσίων δαπανών, ιδρύθηκε ο Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ), στον οποίο εντάχθηκαν όλα τα ταμεία υγείας.
Λιγότερο αποτελεσματικό, αλλά επίσης συνηθισμένο μέσο ματαίωσης μεταρρυθμίσεων ήταν η πρόκληση σύγχυσης γύρω από έννοιες και προθέσεις. Το «κράτος της Δεξιάς» κατήγγελλε δημόσια και με πάθος ο αρμόδιος για τη Δημόσια Διοίκηση υπουργός της πρώτης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, καυτηριάζοντας τις ρουσφετολογικές πρακτικές. Ο ίδιος όμως ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές και τους πιο φανατικούς υπερασπιστές των πελατειακών ρυθμίσεων, όσον αφορά τους δικούς του πολιτικούς φίλους. Την προφορική συνέντευξη επιπλέον του γραπτού διαγωνισμού εισήγαγε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μετά το 2004, για να καταστήσει ακόμη πιο «αντικειμενική» την επιλογή των υπαλλήλων. Στην πραγματικότητα, όμως, η συνέντευξη αποτέλεσε το μέσο για να βελτιώνεται η βαθμολογία των δικών της «παιδιών». Οι πολίτες αντιλαμβάνονται αργά ή γρήγορα την κοροϊδία και δυσπιστούν γενικά απέναντι στις εξαγγελλόμενες μεταρρυθμίσεις. Το συντηρητικό ρεύμα πετυχαίνει έτσι οι ειλικρινείς προσπάθειες να αποτελματώνονται, καθώς έρχονται αντιμέτωπες με τη γενική δυσπιστία. Η προσπάθεια αναμόρφωσης του συνταξιοδοτικού συστήματος του 2001 προχώρησε ουσιαστικά το 2010, υπό την πίεση της Ευρωζώνης. Η κοινή γνώμη θεωρούσε ώς τότε την «απεριόριστη κρατική χρηματοδότηση» επιβεβλημένη και τις προσπάθειες μεταρρύθμισης περιττές.
Η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα συνεπαγόταν, λογικά, μια προσπάθεια σύγκλισης της ελληνικής κοινωνίας με τις πιο προηγμένες, ευρωπαϊκές μορφές οργάνωσης της οικονομίας και του κράτους. Το ευρωπαϊκό περιβάλλον παρέμενε, όμως, δευτερεύων παράγοντας στον προγραμματισμό της πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων. Οφέλη της ένταξης θεωρούνταν μόνο οι αγροτικές επιδοτήσεις, τα Μεσογειακά Προγράμματα και οι ευκαιρίες προβολής των κυβερνώντων στις Βρυξέλλες. Η εναρμόνιση των ελληνικών θεσμών με τις πρακτικές των ευρωπαϊκών χωρών δεν απασχολούσε τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Για την κοινή γνώμη, η συμμετοχή στην ‘Ενωση αποτελούσε σημαντική πρόοδο, λόγω των χρηματοδοτήσεων και της αναβάθμισης της διεθνούς θέσης της χώρας. Δεν υπήρχε όμως συναίσθηση των υποχρεώσεων, της έκτασης των αναγκαίων αλλαγών για την προσαρμογή στο νέο περιβάλλον και των κινδύνων που εγκυμονούσε η διαιώνιση των «ελληνικών ιδιαιτεροτήτων». Η προβολή της ανάγκης για εκσυγχρονισμό της χώρας ήταν, υπό αυτές τις συνθήκες, επιβεβλημένος πολιτικός στόχος και αναγκαίο μέσο για την ένταξή της στον ευρωπαϊκό χώρο.
Μετά το 1974 ο λόγος της παραδοσιακής Αριστερός αλλά και ο λόγος του ΠΑΣΟΚ παρουσίαζαν την Ελλάδα ως μια χώρα όπου μια ορμητική πρωτοπορία προοδευτικών δυνάμεων μπορούσε να πραγματώσει τα σοσιαλιστικά οράματα. Η Ελλάδα όμως ήταν και παρέμενε μια χώρα όπου ένα συντηρητικό βαθύ καθόριζε τις συμπεριφορές των πολιτών. Η στάση τους απέναντι στις κοινωνικές αλλαγές ήταν αμφίσημη, παρά το επαναστατικό κλίμα που επικρατούσε τότε· η προθυμία τους να απαρνηθούν την πελατειακή πολιτική, μικρή. Οι θεαματικές πολιτικές αλλαγές που έγιναν οφείλονταν στην ανάγκη για αποκατάσταση της δημοκρατίας και περιορισμό του αυταρχικού κράτους· δεν ήταν απόρροια μιας συστηματικής προσπάθειας υπέρβασης των παραδόσεων και των πρακτικών της πελατειακής πολιτικής. Η χώρα δεν απέκτησε πιο σύγχρονο τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, της οικονομίας, της Δημόσιας Διοίκησης, δεν προσαρμόστηκε στους ρυθμούς των διεθνών εξελίξεων, δεν αποδέχθηκε τα σύγχρονα πρότυπα.
Ο αναγκαίος εκσυγχρονισμός συνδεόταν με έννοιες στις οποίες ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας είχε προσδώσει αρνητικό και καταπιεστικό περιεχόμενο. Αξιολόγηση, σχεδιασμός, μέτρηση αποτελεσμάτων, προϋπολογισμός και έλεγχος δαπανών θεωρούνταν μέσα για να παρακαμφθούν οι καθιερωμένες πρακτικές «κοινωνικής δικαιοσύνης». Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ή των δημοσίων υπαλλήλων παρουσιαζόταν από τους ίδιους ως μια αυθαίρετη διαδικασία καθιέρωσης ανισοτήτων. Οργανισμοί όπως ο ΕΟΜΜΕΧ, αλλά και δήμοι και κοινότητες, σκοπίμως δεν διέθεταν προϋπολογισμούς, για να μην αναλαμβάνονται δεσμεύσεις και να περιορίζονται οι έλεγχοι. Η μέτρηση των αποτελεσμάτων μιας πολιτικής, όπως της καταπολέμησης της ανεργίας από τον ΟΑΕΔ, θα ανέτρεπε την παραδοσιακή πρακτική των γραφείων του να εξυπηρετούν έναν λίγο-πολύ γνωστό κύκλοπροσώπων αποκλειστικά στην περιοχή τους. Κάθε ορθολογική παρέμβαση αποτελούσε κίνδυνο για όσους είχαν εξασφαλίσει ειδική μεταχείριση στο υπάρχον σύστημα. Τη δυσφημούσαν εκ των προτέρων και την απέρριπταν ρητά.
Η κρίση του 2007 στις ΗΠΑ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση οφειλόταν κυρίως στη συστηματική άρση των υφιστάμενων περιορισμών και ελέγχων στις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες. Στην Ελλάδα πήρε τη μορφή κρίσης χρέους, αποτέλεσμα των διαφορετικών αναπτυξιακών επιπέδων Βορρά και Νότου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άφρονος ελληνικού υπερδανεισμού. Καθοριστική της αιτία ήταν η κατασπατάληση πόρων από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με τη χωρίς φραγμούς πελατειακή της πολιτική. Η Νέα Δημοκρατία αγνόησε επιδεικτικά τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωζώνης και τις δεσμεύσεις της χώρας. Το δημοσιονομικό έλλειμμα έφθασε, από 5,7%του ΑΕΠ το 2003, στο 15,6% του ΑΕΠ το 2009. Οι διορισμοί στον δημόσιο τομέα, από το 2004 και μετά, ξεπέρασαν κατά πολύ τις 100.000, παρά τις αυστηρές διαδικασίες πρόσληψης που είχε καθιερώσει το ΑΣΕΠ.25 Οι διαδικασίες αυτές αγνοήθηκαν με διάφορα τεχνάσματα. Η Νέα Δημοκρατία ισχυρίστηκε ότι εφάρμοσε τις πρακτικές που είχαν αναπτυχθεί μετά το 1981 από το ΠΑΣΟΚ. Από τότε, όπως υποστήριζε, το Δημόσιο είχε μετατραπεί σταδιακά, «μέσω του πελατειακού συστήματος, σε μείζονα εργοδότη και κινητήριο μοχλό της οικονομίας». Πρόκειται για μια ανιστόρητη άποψη. Ο Γ. Β. Δερτιλής περιγράφει γλαφυρά πώς προέκυψε το πελατειακό σύστημα στα μέσα του 19ου αιώνα:
«Μετά το Σύνταγμα του 1864 και την εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτισμού η απολυταρχική θεσμική εξουσία στηρίχθηκε και στην έμμεση εξαγορά της ψήφου, μια εξαγορά που διεξαγόταν, αφενός, μέσω των δικτύων πατρωνίας και, αφετέρου, μέσω των δημοσίων δαπανών. Οι νέες πολιτικές τάξεις επεδίωξαν να προστατευθούν από την νεόκοπη εκλογική ισχύ των πολιτών και να την εξαγοράσουν, μοιράζοντας παροχές και, επιπλέον, προβάλλοντας τον πατριωτισμό τους στις εκάστοτε προεκλογικές πλειοδοσίες πατριωτισμού (αλλ’ αυτό είναι άλλο θέμα). Έτσι, το πελατειακό σύστημα διαρθρώθηκε με την εκλογική πρακτική και εξαπλώθηκε ραγδαία, η παροχή δημοσίων θέσεων έγινε σπουδαίο όπλο στον αγώνα των πολιτικών δυνάμεων για την προσέλκυση ψήφων και, τελικώς, για την εδραίωση της κεντρικής εξουσίας».
Το Δημόσιο ήταν πάντα ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας και η πελατειακή αντίληψη χαρακτήριζε το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του. Η πελατειακή λογική επικρατούσε και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, ξεπεράστηκε βαθμιαία. Η εμμονή στην πελατειακή πολιτική στη χώρα μας, μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν αναχρονισμός. Βασικός παράγοντας του πελατειακού συστήματος αναδείχθηκε το συντηρητικό καθεστώς. Αντιδρούσε έντονα στην αντικειμενικοποίηση των διαδικασιών πρόσληψης. Ήθελε να προφυλάξει τις δημόσιες υπηρεσίες από τη διείσδυση ατόμων με διαφορετικά φρονήματα, και να διατηρήσει έτσι ένα από τα ισχυρότερα μέσα που διέθετε για τον πειθαναγκασμό ψηφοφόρων. Είναι ενδεικτικό ότι η πρόσληψη δημοσίων υπαλλήλων μέσω διαγωνισμού καθιερώθηκε στη Μεγάλη Βρετανία στα μέσα του 19ου αιώνα, ενώ στην Ελλάδα σχεδόν ενάμιση αιώνα αργότερα, το 1995.
Η μάχη για τον εκσυγχρονισμό δεν συνίσταται μόνο στην εξεύρεση λύσεων που είναι προσαρμοσμένες σε νέες τεχνολογίες ή στα νέα ευρωπαϊκά ή παγκόσμια πρότυπα. Αφορά μια νέα αντίληψη για τη λειτουργία της κοινωνίας, τη διαμόρφωση ενός κράτους και μιας κοινωνίας που διευρύνουν τις ελευθερίες και τις δυνατότητες των πολιτών. Επιδιώκει να δημιουργήσει για τη χώρα νέες, σταθερές βάσεις ανάπτυξης στον σύγχρονο κόσμο, να τη συνδέσει δημιουργικά με τα κέντρα που καθορίζουν τις παγκόσμιες εξελίξεις. Να διευρύνει τις παραγωγικές δυνατότητές της, να στηρίξει τις επενδύσεις και την απασχόληση, να ενισχύσει την παιδεία και την τεχνολογική πρόοδο. Ο σχεδιασμός του εκσυγχρονισμού δεν είναι, επομένως, μια τεχνοκρατική και μόνο διαδικασία. Χρειάζεται βεβαίως γνώση, τόσο για τη λειτουργία των συστημάτων στα οποία θέλεις να παρέμβεις όσο και για τα πολιτικά και κοινωνικά τους στηρίγματα. Ταυτόχρονα όμως απαιτείται η κινητοποίηση των κοινωνικών δυνάμεων που θα στηρίξουν την αλλαγή, η επεξεργασία της ιδεολογίας που θα κερδίσει τη συμπαράσταση των πολιτών. Η ασφαλιστική μεταρρύθμίση του 2001 αποτελεί παράδειγμα ενός άριστα επεξεργασμένου τεχνικού σχεδίου, το οποίο δεν έγινε αποδεκτό επειδή έλειπε η κοινωνική προεργασία που θα προλάμβανε τις αντιδράσεις.
Ο εκσυγχρονισμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον ορθολογισμό. Προκαταλήψεις, εμμονές, φαντασιώσεις, ιδεολογήματα είναι ασυμβίβαστα με την εκσυγχρονιστική προσπάθεια. Αργά ή γρήγορα τη ματαιώνουν. Τα κόμματα αναγγέλλουν κατά καιρούς χιλιοειπωμένους στόχους, με στομφώδεις διαβεβαιώσεις ότι θα τους πετύχουν αμέσως: θα εξαλείψουν, δήθεν, για πάντα τη διαφθορά ή θα καταστήσουν αποτελεσματική τη Δημόσια Διοίκηση. Διαφθορά και αναποτελεσματικότητα της Διοίκησης, όμως, είναι αποτέλεσμα συμπεριφορών και αντιλήψεων που διαμόρφωσε ο τρόπος λειτουργίας της κοινωνίας επί πολλές δεκαετίες. Δεν αλλάζουν με μια απόφαση, από τη μια μέρα στην άλλη. Απαιτούν χρόνια, συστηματική προσπάθεια. Πρόσφατο παράδειγμα ανορθολογικής συμπεριφοράς ήταν η διαβεβαίωση του ΣΥΡΙΖΑ ότι «θα έσκιζε τα μνημόνια» και ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι θα αποδέχονταν τις απαιτήσεις μας διότι, διαφορετικά, θα κινδύνευε με κατάρρευση η Ευρωζώνη. Με απλή λογική μπορούσε να διαπιστώσει κανείς ότι αυτό δεν θα συνέβαινε, όπως και δεν συνέβη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη δημιουργήθηκαν με προσπάθειες μισού και πλέον αιώνα. Διαμόρφωσαν μια Ευρώπη ικανή να αντιμετωπίσει την παγκοσμιοποίηση με νέους τρόπους διασύνδεσης και συνεργασίας των σημαντικότερων ευρωπαϊκών κρατών. Ήταν αστείο να πιστεύεις ότι το οικοδόμημα αυτό θα κατέρρεε υπό την απειλή μιας χώρας που ελάχιστο ρόλο έπαιξε και παίζει στη δημιουργία και τη λειτουργία του.
Από το 1988 και μετά, προσπάθησα να αναπτύξω δημόσια τις απόψεις μου, να τις συζητήσω, να συνεργασθώ με άλλους που τις συμμερίζονταν. Οργάνωσα, πρώτα απ’ όλα, στο Πάντειο δημόσιες συζητήσεις και διαλέξεις για θέματα της επικαιρότητας. Από όσες έγιναν, θυμάμαι κυρίως δύο. Ο Γιάννης Σπράος μίλησε τον Μάιο του 1988 για τα μέσα και τους στόχους της μακροοικονομικής πολιτικής-σκοπός του ήταν να εξηγήσει τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας και τους περιορισμούς στις δυνατότητες άσκησης πολιτικής που συνεπάγονται. Ο Νίκος Μουζέλης, ο Θάνος Λίποβατς και ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης μίλησαν για τον λαϊκισμό τον Φεβρουάριο του 1989. Οι ομιλητές στις συναντήσεις αυτές ήταν κυρίως καθηγητές, συνάδελφοί μου από το Πάντειο ή άλλα πανεπιστήμια. Καλούσα επίσης δημοσιογράφους και πολιτικά πρόσωπα, προσπαθώντας να αποφύγω τις τυποποιημένες κομματικές αντιπαραθέσεις. Η προσέλευση ήταν ελεύθερη. Το κοινό αποτελούσαν φοιτητές, αλλά και γενικά όσοι ενδιαφέρονταν για μια ουσιαστική πολιτική συζήτηση και ανάλυση. Με βάση αυτή την εμπειρία, ιδρύθηκε το 1991 ο Όμιλος Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας (ΟΠΕΚ).
Η πρώτη του εκδήλωση, τον Μάρτιο του 1991, είχε ως θέμα «Εκσυγχρονισμός και κράτος». Ομιλητές ήταν οι Γιάννης Βούλγαρης, Τάσος Γιαννίτσης και Δημήτρης Τσάτσος· συντονιστής, ο Αργύρης Φατούρος. Προσπαθούσαμε να παρουσιάζουμε ποικίλες απόψεις, επιτρέποντας έτσι τη σύγκριση και τον διάλογο. Στη δεύτερη εκδήλωση, για την «Οικονομική και νομισματική ένωση», τον Μάιο του 1991, ομιλητές ήταν μεταξύ άλλων οι Νίκος Γκαργκάνας και Αργύρης Φατούρος· συντονιστής, ο Νίκος Γιακουμέλος. Η πρώτη εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη έγινε τον Μάιο του 1992, με θέμα «Προβλήματα εκσυγχρονισμού στη Δημόσια Διοίκηση». Ομιλητές ήταν ο Χάρης Καστανίδης, ο τότε βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Κώστας Καραμανλής και ο Πάνος Σκοτινιώτης· συντονιστής, ο Βασίλης Σκουρής. Σε άλλες εκδηλώσεις συμμετείχαν, από την πλευρά του Συνασπισμού, ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης, ο Νίκος Μπίστης και άλλοι. Ο ΟΠΕΚ αποτέλεσε ένα βήμα συζήτησης, στο οποίο παρουσιάστηκαν απόψεις για τα σοβαρά πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα του τόπου.
Την ίδια εποχή, μια που δεν ήμουν υποχρεωμένος ως μέλος του Ε. Ε. ή ως υπουργός να ακολουθώ την επίσημη γραμμή, άρχισα να δημοσιεύω άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά. Προσπαθούσα να εξετάζω τις εξελίξεις, όχι υπό το στενό πρίσμα της τρέχουσας κομματικής αντιπαράθεσης, αλλά κριτικά, σε σχέση με το τι ήταν ανάγκη να γίνει ώστε ο τόπος να ξεπεράσει την υστέρησή του. Πολλά από αυτά τα άρθρα τα συγκέντρωσα και τα δημοσίευσα σε μικρά βιβλία. Οι εκδόσεις «Γνώση» τα εξέδωσαν πρόθυμα. Δεν είχαν όλα την ίδια απήχηση και τις ίδιες πωλήσεις. Πέρασαν όμως το μήνυμα ότι, πέρα από το επίσημο κόμμα και τον πολλές φορές ξύλινο λόγο του, υπάρχουν και άλλοι, που προβληματίζονται και έχουν άποψη για την πορεία του.
Σκοπός μου δεν ήταν να διαμορφώσω μια νέα θεωρία, να προσθέσω άλλη μία εκδοχή στις τόσες του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Ήθελα να συμβάλω στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, όσον αφορά τις προϋποθέσεις μιας αλλαγής στην Ελλάδα· να επισημάνω ότι η πραγματικότητα ήταν αρκετά διαφορετική από τις νοητικές κατασκευές που με τόση ευκολία χρησιμοποιούσε το κόμμα. Για να πετύχουμε, ήταν ανάγκη να προσαρμόσουμε τη θεωρία και την πράξη στις δυνατότητες που διαθέταμε. Αυτό, όπως τόνιζα, δεν αποτελεί νομιμοποίηση της υπάρχουσας κατάστάσης, αλλά εξορθολογισμό της δράσης μας. Απαιτεί την αντικατάσταση των προσδοκιών, που δεν μπορούν να εκπληρωθούν, με μια αποτελεσματική πολιτική. Προϋποθέτει την ακριβή γνώση του κόσμου γύρω μας. Συνεπάγεται απόρριψη των δογματικών καταναγκασμών. Οδηγεί στην ελεύθερη αναζήτηση των εφικτών τρόπων πραγμάτωσης της κοινωνικής ευημερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Στο βιβλίο μου Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας αναφέρθηκα για πρώτη φορά εκτενώς στην έννοια «εκσυγχρονισμός». Ήταν όρος της παραδοσιακής Αριστερός. (Η ΕΑΡ μιλούσε για «δημοκρατικό εκσυγχρονισμό» από το 1987.). Τον χρησιμοποιούσε για να χαρακτηρίσει αρνητικά τις μεταρρυθμίσεις σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων και τον προσδιόριζε ως «αστικό εκσυγχρονισμό». Προσπάθησα να δώσω στον όρο ένα νέο περιεχόμενο. Με τη λέξη «εκσυγχρονισμός», ανέφερα, «εννοούμε τη διεύρυνση των δυνατοτήτων της ελληνικής κοινωνίας να αντιμετωπίζει τα προβλήματα της εξέλιξής της και να καθοδηγεί τις λύσεις τους. Ο εκσυγχρονισμός πρέπει να οδηγεί σε αυξημένη ικανότητα χειρισμού και ελέγχου σε όλες τις διαστάσεις του αναπτυξιακού γίγνεσθαι. Δεν είναι μια φάση ή ένα στάδιο ανάπτυξης· είναι μια διαρκής κοινωνική διεργασία. Προϋποθέτει ότι οι υπάρχουσες μορφές κοινωνικής οργάνωσης είναι και παραμένουν ανοιχτές, επιτρέπουν μεταβολές, προσαρμογές και διεύρυνση των ρυθμιστικών δυνατοτήτων». Το ζητούμενο είναι όλο και περισσότεροι πολίτες να αποκτούν τη δυνατότητα να αντιμετωπίζουν τόσο τα προσωπικά όσο και τα κοινά τους προβλήματα, περιορίζοντας έτσι τη δύναμη των εξουσιαστικών μηχανισμών που τους πειθαναγκάζουν.
Χρησιμοποίησα σκόπιμα τη λέξη «εκσυγχρονισμός» αντί για άλλες συνηθισμένες εκφράσεις, όπως «δημοκρατική σοσιαλιστική πολιτική». Ήθελα έτσι να υπογραμμίσω το ειδικό πρόβλημα της χώρας, δηλαδή την υστέρηση. Χαρακτηριστικά της ήταν οι κοινωνικές αν ισότητες, το χαμηλό επίπεδο των κοινωνικών υπηρεσιών και της εκπαίδευσης, οι ελλείψεις στη λειτουργία του κράτους και η πελατειακή πολιτική. Αυτή η υστέρηση δεν θα ξεπερνιόταν με αναλύσεις που εστιάζονται αποκλειστικά στις δυσλειτουργίες της οικονομίας της αγοράς ή του καπιταλισμού. Απαιτούνταν επίσης η κριτική των ιδιαιτεροτήτων και του τρόπου λειτουργίας της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Αναγκαίο επίσης ήταν και είναι κάτι πολύ πιο δύσκολο. Παρεμβάσεις, δράσεις που επιδρούν στα αίτια της μειονεξίας μας και αλλάζουν την κοινωνική πραγματικότητα προς όφελος των πολλών, και όχι κάποιων νέων εξουσιαστών.
Η Ελλάδα, ως χώρα ύστερης ανάπτυξης, βρισκόταν σε φάση μετάβασης, σύγκλισης με τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Υπήρχαν, όμως, αντιδράσεις και δυσκολίες σε αυτή την προσαρμογή. Ένα σημαντικό τμήμα της κοινής γνώμης παρέμενε προσκολλημένο στα στερεότυπα και στην ιδεολογία της κλειστής οικονομίας, μιας δήθεν αυτονομίας από τις ευρωπαϊκές και τις παγκόσμιες εξελίξεις. Ήθελε θεσμούς που να εξυπηρετούν τις αδυναμίες μας, τη συντεχνιακή νοοτροπία, την παντοδυναμία ενός κράτους προστάτη και πάτρωνα των συμφερόντων οργανωμένων ομάδων. Επιθυμούσε τη διατήρηση των κεκτημένων, κάθε ειδικής ρύθμισης και εξαίρεσης, και της οργανωμένης ανομίας που προέκυπτε από αυτήν. Η χώρα έβλεπε παντού κινδύνους, φοβόταν. Ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας αρνιόταν να παραδεχθεί ότι ο τρόπος λειτουργίας της Πολιτείας σε πολλές περιπτώσεις δεν συμβάδιζε με τη νέα πραγματικότητα. Ήταν αναποτελεσματικός όσον αφορά τις ανάγκες των πολιτών, περιοριστικός των δυνατοτήτων τους, πολυδάπανος, και προωθούσε τη διαφθορά. Ένα μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων προτιμούσε την αδράνεια. Ήθελαν να καθορίζεται η πολιτική από εκλογικές σκοπιμότητες, και επιδίωκαν έτσι να αποκομίζουν οφέλη από τον ανταγωνισμό των κομμάτων στην προσφορά όλο και περισσότερων παροχών. Η ιδιοτέλεια ήταν κάτι αυτονόητο.
Το λογικό συμπέρασμα για κάθε πολίτη που ενδιαφερόταν για την πρόοδο της χώρας ήταν ότι χρειάζονταν αλλαγές. Οι πολιτικοί έπρεπε να τις αποτολμήσουν. Η πορεία προς μια σύγχρονη χώρα αποτελούσε γενικό αίτημα, αλλά παρέμενε ασαφές και απροσδιόριστο. Η «αλλαγή», ως σύνθημα, είχε χάσει την αξία της γιατί η πολιτική του ΠΑΣΟΚ δεν είχε ανταποκριθεί στις προσδοκίες. Το ζητούμενο έπρεπε να προσδιοριστεί με άλλον τρόπο, σε συνάρτηση με τις επιδιώξεις μας για τα επόμενα πέντε ή δέκα χρόνια και τη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το πελατειακό ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία συντηρούσαν όμως τον σκεπτικισμό απέναντι στις ευρωπαϊκές λύσεις, καθώς διαδέχονταν το ένα το άλλο στις «φιλολαϊκές πολιτικές», όπως τις αποκαλούσαν.
Ο εκσυγχρονισμός ήταν, για μένα, ένα σύνθημα που καλούσε τους πολίτες να αντιταχθούν στις κυρίαρχες νοοτροπίες στην Ελλάδα που υστερεί. Υπογράμμιζε την ανάγκη για αναπροσαρμογές, αναδιαρθρώσεις, αλλαγές κατεύθυνσης. Κόντρα στο ρεύμα.
Η έννοια «εκσυγχρονισμός» έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό πολιτικό λεξιλόγιο. Αναφέρεται ιδίως στην πολιτική της περιόδου 1996-2004. Ωστόσο, η σύνδεσή της με μια συγκεκριμένη πολιτική περίοδο δεν συμβιβάζεται με το κεντρικό μήνυμά της, δηλαδή την ανάγκη συνεχούς προσαρμογής στις συνθήκες ζωής που αλλάζουν. Ο εκσυγχρονισμός δεν ολοκληρώνεται σε μία κυβερνητική θητεία. Απαιτεί μόνιμη και συνεχή προσπάθεια, ιδίως στην παιδεία και τη διεύρυνση της γνώσης. Η συζήτηση περί του αν υπάρχει δεξιός και αριστερός εκσυγχρονισμός δείχνει επίσης προς λάθος κατεύθυνση. Η επιδιωκόμενη αλλαγή καθορίζεται από τις αξίες και τις μόνιμες επιδιώξεις μιας δημοκρατικής σοσιαλιστικής πολιτικής: την επέκταση της δημοκρατίας, την κοινωνική δικαιοσύνη, τη συνεχή διεύρυνση των δυνατοτήτων του ατόμου, και μια ζωή με λιγότερη αλλοτρίωση και καταπίεση.
Ο εκσυγχρονισμός δεν είναι μια διαδικασία τεχνικών βελτιώσεων ή δημοσίων σχέσεων για να προσαρμοστούν οι κρατούσες αλλά ξεπερασμένες πια αντιλήψεις και συνήθειες στη σύγχρονη εποχή. Είναι, αντίθετα, μια διαδικασία αναμόρφωσης των κατεστημένων θεσμών και πρακτικών που αφορούν την οργάνωση και τη λειτουργία της Πολιτείας, την άσκηση οικονομικής και πολιτικής εξουσίας και την κατανομή του παραγόμενου πλούτου. Παράδειγμα εξωραϊστικής και όχι εκσυγχρονιστικής βελτίωσης ήταν η θέσπιση του Συνηγόρου του Καταναλωτή τον Δεκέμβριο του 2004, επιπλέον της ήδη υπάρχουσας Γενικής Γραμματείας Προστασίας του Καταναλωτή και του ήδη υπάρχοντος Συνηγόρου του Πολίτη. Ο Συνήγορος δεν συνέβαλε καθόλου στη βελτίωση της θέσης του καταναλωτή στην αγορά. Αυτό που έπρεπε να γίνει ήταν να προωθηθεί η αποτελεσματικότητα των ελεγκτικών μηχανισμών και να εκφρασθεί η πολιτική βούληση για αναμέτρηση με τις επιχειρήσεις, ώστε να προλαμβάνεται η εκμετάλλευση των καταναλωτών και να εντοπίζονται τα προβλήματα. Μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση δεν ελήφθησαν. Διόλου περίεργο· τη θέση τους κατέλαβαν αποτυχημένοι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος που απέφευγαν τις αντιπαραθέσεις με τα οργανωμένα συμφέροντα. «Εκσυγχρονισμός» δεν γίνεται χωρίς διαμάχη. Το ζητούμενο δεν είναι νέες νομοθετικές ρυθμίσεις, αλλά η επιδίωξη λύσεων που διευρύνουν τα δικαιώματα των πολιτών και προωθούν τη δημοκρατία και την ανάπτυξη.
Στο βιβλίο Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός, αλλά και στα επόμενα βιβλία μου, επισήμανα την ανάγκη η εκσυγχρονιστική προσπάθεια να στραφεί και προς νέες κατευθύνσεις, πέρα από τα παραδοσιακά προβλήματα λειτουργίας της οικονομίας και του κράτους. Ανέφερα ως παραδείγματα τη δημιουργία μιας ισχυρής κοινωνίας, ώστε να ελέγχονται οι πιέσεις και οι αυταρχικές τάσεις της κρατικής και της οικονομικής εξουσίας, την ποιοτική αναβάθμιση και επέκταση του εκπαιδευτικού συστήματος, μια νέα ισορροπία ανάμεσα στις ανάγκες της οικονομικής ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος. Τα θέματα αυτά βρίσκονται σήμερα στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Τότε, όμως, δεν είχαν προσελκύσει ακόμα την προσοχή του κοινού.
Το βασικό ζητούμενο ήταν η αναμόρφωση του κοινωνικού κράτους, ώστε να εξασφαλίζει περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη και ταυτόχρονα τους αναγκαίους πόρους για τη λειτουργία του. Η αναμόρφωση του κοινωνικού κράτους αποτελούσε μόνιμη εξαγγελία των δύο κομμάτων εξουσίας. Αλλά οι πολιτικές, με τις οποίες την επιδίωκαν, ελάχιστα εξυπηρετούσαν αυτό τον στόχο. Κεντρικός άξονας πολιτικής παρέμενε το κράτος παροχών, η τυχαία και με πολιτικές σκοπιμότητες χορήγηση εισοδηματικών βελτιώσεων. Μια επεξεργασμένη αντίληψη για τον τρόπο που καταπολεμούνται οι ανισότητες και ανακατανέμεται ο πλούτος δεν υπήρχε.
Κατά την κυρίαρχη άποψη, η κοινωνική δικαιοσύνη επέβαλε τη θετική ανταπόκριση στα αιτήματα μεγάλων και μικρών ομάδων που επικαλούνταν τις ιδιαιτερότητές τους ή την άσχημη οικονομική τους κατάσταση. Αποτέλεσμα ήταν οι άπειρες ρυθμίσεις που προέβλεπαν πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, ειδικά επιδόματα, έως και φόρους υπέρ τρίτων. Η αναφορά στην κοινωνική δικαιοσύνη ήταν η μόνιμη δικαιολογία για την επέκταση των δαπανών και τη συγκρότηση πελατειακών δικτύων. Πίστευα ότι χρειαζόταν μια διαφορετική θεώρηση. Η κοινωνική δικαιοσύνη απαιτεί από το πολιτικό σύστημα να εξασφαλίζει σε όλους τους πολίτες τη δυνατότητα και την ευκαιρία να διαμορφώνουν τη ζωή τους κατά την κρίση τους, με προσωπική τους ευθύνη. Ταυτόχρονα επιβάλλει τη δημιουργία ενός δικτύου ασφαλείας για να αποτρέπεται η περιθωριοποίηση των ατόμων και ομάδων που δεν είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της σημερινής οργάνωσης της κοινωνίας. Αν προωθηθούν αυτοί οι δύο στόχοι, όλο και περισσότερο θα περιορίζονται οι κοινωνικές ανισότητες που συνεπάγονται κρατικές παρεμβάσεις και πάτρωνες που τις διανέμουν. Κοινωνική πολιτική είναι η επέκταση του θεσμού της εκπαίδευσης, η βελτίωση του συστήματος υγείας, η δημιουργία προνοιακών δομών, και κάθε ενέργεια που αντιμάχεται την εξάρτηση του πολίτη, τη φτώχεια, την ανεργία, τον κοινωνικό αποκλεισμό. Δεν είναι οι κυβερνητικές παροχές εδώ και εκεί, ανάλογα με το εκλογικό όφελος. Δεν είναι η απόσπαση πόρων από τους χωρίς πολιτική προστασία πολίτες για να ικανοποιηθούν τα αιτήματα των εκλεκτών του πελατειακού κράτους.
Σε όλες μου τις παρεμβάσεις, επέμενα στην ανάγκη να διαμορφωθούν συγκεκριμένα προγράμματα, στην ανάγκη να υπάρξουν συντονισμένες, μελετημένες δράσεις ως προς τους αναγκαίους πόρους, τα μέσα, τις επιπτώσεις. Το κόμμα, για παράδειγμα, έπρεπε να διαθέτει απαντήσεις για τον περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που αποτελούσαν φρένο στις επενδύσεις και την ανάπτυξη, για την καταπολέμηση των κυκλωμάτων που κρατούσαν ψηλά τις τιμές και τον πληθωρισμό, για την παροχή καλύτερης περίθαλψης από το ΕΣΥ, για τον συνδυασμό παιδείας και απασχόλησης. Τα προβλήματα ήταν άπειρα και απαιτούσαν σοβαρή δουλειά. Οι εξαγγελίες παροχών, οι υποσχέσεις, η περιγραφή ενός ιδεατού κόσμου, που θα υλοποιούνταν αμέσως, παραπλανούσε τους πολίτες.
Είχα έντονες αντιρρήσεις και όσον αφορά τον εθνικιστικό λαϊκισμό που συνέχισε να καλλιεργεί το ΕΙΑΣΟΚ, αν και με διαφορετικό τρόπο από τη Δεξιά. Μια υπεραντιδραστική και αμυντική νοοτροπία καθόριζε τον λόγο για τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας. Οι θέσεις μας προέκυπταν από απαντήσεις στις τουρκικές προκλήσεις, στις δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων, στις αποφάσεις των ευρωπαϊκών οργάνων. Τις χαρακτήριζε μια διάθεση αντιπαράθεσης. Καλλιεργούσαν την εντύπωση ότι η Ελλάδα αδικείται, ότι παραβλέπονται τα δικαιώματά της, ότι βρίσκεται σε μόνιμο κίνδυνο, αντιμέτωπη με σκοτεινά κέντρα που θέλουν να ακολουθήσει πολιτικές ασύμβατες με τα συμφέροντά της. Κατά τον Ανδρέα, απέναντι σ’ αυτές τις προσπάθειες πειθαναγκασμού η χώρα έπρεπε να υιοθετήσει μια υπερήφανη, ανεξάρτητη αντιιμπεριαλιστική στάση, μια διεκδικητική συμπεριφορά, να χτυπήσει δηλαδή τη γροθιά της στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Συντηρούσε, έτσι, έμμεσα την εθνικιστική άποψη ότι, ενώ οι ‘Ελληνες υπερτερούμε λόγω ιστορίας, παράδοσης και θρησκείας, βρισκόμαστε, εξαιτίας της υποχωρητικότητας των ελληνικών κυβερνήσεων, σε μειονεκτική θέση.
Ο εθνικιστικός λαϊκισμός αγνοεί εσκεμμένα τα γεωπολιτικά δεδομένα, την αλληλεξάρτηση στον σημερινό κόσμο, παραβλέπει ότι η απήχηση και η ισχύς μιας χώρας καθορίζονται από την οικονομική της δυναμική, τη συνεισφορά της στην παγκόσμια συνεργασία, τη δημιουργική παρουσία της στις διεθνείς σχέσεις. Πολιτική δεν ασκείται ως αντίδραση· απαιτεί προοπτικές, μακροπρόθεσμες επιδιώξεις που βοηθούν τη χώρα να επηρεάζει τις εξελίξεις. Η ηχηρή διαμαρτυρία είναι χωρίς αποτέλεσμα, όταν εξαρτάσαι μονίμως από δάνεια, από εξαιρέσεις στις γενικές ρυθμίσεις μιας συνεργασίας, από την κατανόηση και την ανοχή εκείνων με τους οποίους συνεργάζεσαι. Η αντιμετώπιση των εθνικών ζητημάτων απορρέει και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τον μείζονα άξονα του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας. Η πατρίδα είναι όραμα για το μέλλον και όχι μεμψιμοιρία για το παρόν.
Τον Νοέμβρη του 1988 με επισκέφθηκαν πρώτα ο Αυγερινός και έπειτα ο Τσοχατζόπουλος. Με πληροφόρησαν ότι ο Ανδρέας επρόκειτο να μεταβάλει τη σύνθεση του Ε.Γ., θα έπρεπε να συμμετάσχω κι εγώ. Ο Τσοχατζόπουλος ήταν ιδιαίτερα φορτικός. Έμεινε περίπου δύο ώρες στο σπίτι μου. Αρνήθηκα εξηγώντας ότι ο Ανδρέας θα συνέχιζε να κάνει ό,τι θέλει. Ως μέλος του Ε.Γ., θα είχα ακόμη λιγότερες δυνατότητες επιρροής από τις μηδαμινές που διέθετα έως εκείνη τη στιγμή. Η παρουσία μου θα αποτελούσε απλώς άλλοθι.
Παράλληλα με τις προσφορές, ο Ανδρέας χρησιμοποιούσε τις απειλές. Αρχές Νοεμβρίου δήλωσε ότι κάποια μέλη του ΠΑΣΟΚ προετοίμαζαν νέα αποστασία, παρόμοια με εκείνη του 1965, για να ρίξουν την κυβέρνηση. Διαβάζοντας την ανακοίνωση, αναρωτήθηκα ποιος είχε διαφωνήσει μαζί του και βρισκόταν, έτσι, κατηγορούμενος. Έμαθα, την ίδια κιόλας μέρα, ότι στόχος της επίθεσης ήταν κυρίως ο Αλευράς, όπως επίσης και εγώ. Δεν έμαθα από τον Αλευρά ποιο ήταν το αμάρτημά του. Το δικό μου ήταν ένα και μόνιμο: το δικαίωμα στη διαφορετική άποψη, το οποίο και ασκούσα.
Οι κατηγορίες για σχεδιαζόμενη αποστασία, αν και εξωπραγματικές, διαμόρφωσαν αρνητικό κλίμα στην οργάνωση. Στον Πειραιά, παρευρέθηκα έπειτα από λίγες μέρες σε μια συζήτηση της Νομαρχιακής Επιτροπής για την αποτροπή της ενδεχόμενης αποστασίας. Αρκετά μέλη της Νομαρχιακής χαμογελούσαν ειρωνικά, υπήρχαν όμως και κάποιοι που ήθελαν, σύμφωνα με τις οδηγίες των κεντρικών γραφείων, να καταδικαστούν οι διασπαστικές κινήσεις. Συμφώνησαν όλοι στην καταδίκη τους, αν κα ι κανείς δεν μπορούσε να εντόπισε ι τους διασπαστές και την πηγή του κινδύνου ο οποίος είχε επισημανθεί.
Οι εξελίξεις από το 1988 έως το 1993 δεν μου έθεσαν διλήμματα. Άλλα μέλη του ΠΑΣΟΚ παραιτήθηκαν θορυβωδώς, άλλα αποχώρησαν δημοσιεύοντας μόνο τους λόγους της παραίτησής τους. Κανείς τους δεν κατόρθωσε να αλλάξει τη ροή των εξελίξεων, τις οποίες καθόρισαν δύο αντίρροπες δυνάμεις. Από τη μια μεριά, η προσπάθεια του Ανδρέα να διατηρήσει αλώβητη την εξουσία του· να αδιαφορήσει για τις διάφορες επικρίσεις και να παραμείνει κυρίαρχος του παιχνιδιού. Από την άλλη, η προσπάθεια της Νέας Δημοκρατίας και των άλλων κομμάτων να τον ανατρέψουν χρησιμοποιώντας κάθε μέσο, ακόμη και κακόπιστο. Το πολιτικό θύμα αυτής της ανώμαλης κατάστασης ήταν η δυνατότητα του ΠΑΣΟΚ να κυβερνήσει.
Κατά την άποψή μου, το ΠΑΣΟΚ έπρεπε να διατηρηθεί πάση θυσία ως πολιτική δύναμη. Παρά τα όσα είχαν συμβεί, εξέφραζε ένα δυναμικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Η ίδρυση και η λειτουργία του προσέδωσαν σταθερότητα στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Επρόκειτο για ένα κεκτημένο που δεν έπρεπε να το διακινδυνεύσουμε. Για μένα, το σημαντικότερο ήταν να ξεπεράσουμε την κρίση, με το ΠΑΣΟΚ μάχιμο και σε θέση να συνεχίσει τον πολιτικό του αγώνα. Αυτό δεν μπορούσε να γίνει με εσωτερικές διαμάχες και αντιπαραθέσεις. Οα έπρεπε να διατηρηθεί η ενότητα, αλλά μαζί της και το δικαίωμα στην άλλη άποψη και στη δημιουργική συνεργασία. Η χωρίς αντιρρήσεις αποδοχή των απόψεων και των συμπεριφορών της ηγετικής ομάδας κινδύνευε να αποδυναμώσει εντελώς το ΠΑΣΟΚ· να έχει το ίδιο αποτέλεσμα με τις καταγγελίες των σκανδάλων ή τους ισχυρισμούς όσων παρουσίαζαν το κόμμα ως ένα σύνολο αχρείων προσώπων. Συνέχισα λοιπόν, παρά τις διαφωνίες μου, να εργάζομαι για το ΠΑΣΟΚ, αναζητώντας ταυτόχρονα νέα, αναγκαία περιεχόμενα της πολιτικής του.
Από το βιβλίο «Δρόμοι ζωής» (σσ. 426-460, εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2015)