Να κάνουμε επιτέλους τα αυτονόητα

Να κάνουμε επιτέλους τα αυτονόητα

Υπάρχουν αυτονόητα για την εξωτερική πολιτική της χώρας. Αυτονόητα, τα οποία πολλοί δεν θέλουν να παραδεχθούν και καταπολεμούν με πάθος. Προτιμούν να ζουν σε έναν δικό τους κόσμο με φαντασιώσεις και μυθοπλασίες. Να επιμένουν ότι τίποτα δεν αλλάζει και να συνιστούν τους ρυθμούς του σημειωτόν και την ανέμελη αδιαφορία για όσα συμβαίνουν γύρω μας. Γι’ αυτό και επικαλούνται πολυχρησιμοποιημένα στερεότυπα, «την αδιαφορία των Ευρωπαίων», «τις συνωμοσίες των μεγάλων δυνάμεων» ή «την παγκοσμιοποίηση» όταν χάνουμε το παιχνίδι. Δεν αναφέρουν το προφανές, ότι αποτυχαίνουμε όταν εθελοτυφλούμε.

Το Ελσίνκι χάθηκε. Οι προϋποθέσεις που οδήγησαν στη συμφωνία δεν υπάρχουν πια. Τα μέσα που παρείχε στην Ελλάδα τα αρνήθηκε η ίδια η χώρα μας.

Ας θυμηθούμε. Η Τουρκία υποχρεωνόταν με τη συμφωνία του Ελσίνκι να επιλύσει τις εκκρεμότητές της με την Ελλάδα μέχρι τον Δεκέμβριο του 2004. Σε περίπτωση που αυτό δεν γινόταν δυνατό, ήταν υποχρεωμένη να δεχθεί τη διαδικασία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Η Ελλάδα μπορούσε ως εκ τούτου τον Δεκέμβριο του 2004 να εμποδίσει την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία έως ότου δρομολογηθεί πειστικά η εξομάλυνση των διμερών μας σχέσεων.

Η Ελλάδα, ακολουθώντας τη συμφωνία του Ελσίνκι, άρχισε διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για το θέμα της υφαλοκρηπίδας. Τέλη του 2003, χάρη στις επίπονες προσπάθειες και των δύο πλευρών, είχε υπάρξει κάποια πρόδος ώστε στο διάστημα που μεσολαβούσε μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής τον Δεκέμβριο του 2004 να είναι δυνατή μία καταρχήν συμφωνία.

Η κυβέρνηση δεν συνέχισε τις διαπραγματεύσεις. Στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου 2004 δεν έθεσε θέμα κατά της έναρξης των διαπραγματεύσεων ένταξης της Τουρκίας, καίτοι η Τουρκία δεν είχε εκπληρώσει τους όρους του Ελσίνκι. Ένας βασικός άξονας της εξωτερικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, η ένταξη των ελληνοτουρκικών στη διαδικασία ρύθμισης σχέσεων Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας κατά τρόπο που να μπορεί να οδηγήσει άμεσα και υποχρεωτικά στη Χάγη, εγκαταλείφθηκε.

Μικρό το κακό, ισχυρίζονται οι θιασώτες της πολιτικής που ακολούθησε η Νέα Δημοκρατία. Θα υπάρξουν, λένε, πολλές άλλες ευκαιρίες να προβάλει η Ελλάδα βέτο ώστε να υποχρεώσει την Τουρκία σε υποχώρηση. Πρόκειται είτε για πλάνη, είτε για σκόπιμη παραπλάνηση των πολιτών. Σύμφωνα με τους κανόνες που εφάρμοσε η Ευρωπαϊκή Ένωση στην περίπτωση παλαιότερων διευρύνσεων, μία μόνον ευκαιρία βέτο θα υπάρξει ακόμη. Θα υπάρξει μετά τη λήξη των διαπραγματεύσεων, όταν θα αποφασιστεί αν θα ενταχθεί η Τουρκία ή όχι. Όμως η ευκαιρία είναι μάλλον θεωρητική.

Έως ότου λήξουν οι διαπραγματεύσεις θα περάσουν πολλά χρόνια, οκτώ, δέκα, ίσως και περισσότερα. Η Ένωση, μετά από τόσες διαπραγματεύσεις, είναι φανερό ότι δεν πρόκειται να αφήσει τα πράγματα στην τύχη τους. Θα επιδιώξει, εφόσον θέλει την Τουρκία, να προλάβει οποιαδήποτε αντίρρηση και να επιβάλει τη ρύθμιση που κρίνει σκόπιμη, όπως έγινε σε προηγούμενες διευρύνσεις. Είτε θα σταματήσει από μόνη της τις διαπραγματεύσεις, εάν οι κύριες χώρες δεν θέλουν την Τουρκία.

Την κοινή γνώμη απασχόλησε τις τελευταίες μέρες το ερώτημα αν θα ασκούσε η Κυπριακή Δημοκρατία «βέτο», ώστε να παρεμποδίσει τη συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας για το πρώτο κεφάλαιο των διαπραγματεύσεων. Το «βέτο» αυτό τελικά δεν ασκήθηκε. Η εντύπωση που υπάρχει στην κοινή γνώμη είναι ότι η Ελλάδα ή η Κύπρος μπορούν να σταματήσουν τις διαπραγματεύσεις, εάν αυτό είναι αναγκαίο. Η άποψη αυτή δεν είναι ακριβής. Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων δεν παρέχεται η δυνατότητα σε ένα κράτος-μέλος να αναστείλει τη διαπραγμάτευση για να επιτύχει-εκβιάσει την αντιμετώπιση των δικών του θεμάτων. Σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τη διαπραγμάτευση, πρέπει να υπάρξει αίτημα διακοπής των διαπραγματεύσεων από το 1/3 των χωρών και απόφαση του Συμβουλίου με ειδική πλειοψηφία. Η Ελλάδα θα μπορεί να προβάλλει σχόλια, παρατηρήσεις, αντιρρήσεις σε ειδικές ρυθμίσεις, αλλά μία χώρα μόνη της δεν μπορεί να σταματήσει τις διαπραγματεύσεις. Τι θα συνέβαινε σε περίπτωση ενός «κυπριακού βέτο»; Η Ε.Ε. και η Τουρκία θα άφηναν σε εκκρεμότητα το πρώτο κεφάλαιο και θα άρχιζαν τις συνεννοήσεις για το επόμενο κεφάλαιο, όπως συνέβη παλιότερα κατά την προηγούμενη διεύρυνση, όταν υπήρξαν αντιρρήσεις από κράτος-μέλος. Θα «έκλειναν» τις εκκρεμότητες αργότερα. Αυτό συνέβη κατά κανόνα σε προηγούμενες διευρύνσεις όταν ο «αντιρρησίας», για να επιτύχει τη λύση σε άλλα δικά του προβλήματα, ήταν αναγκασμένος να αποσύρει την άρνησή του.

Ένα κράτος-μέλος μπορεί πράγματι να δημιουργήσει πολιτικό πρόβλημα στην Ένωση προβάλλοντας συνεχώς αντιρρήσεις. Όμως για να αποφέρει καρπούς μια τέτοια τακτική χρειάζεται συμμάχους. Σήμερα οι εταίροι μας ενδιαφέρονται όλο και λιγότερο για τη λύση των προβλημάτων μας. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι τα ελληνοτουρκικά θέματα έχουν υποβαθμιστεί, λόγος για υποχρεωτική προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δεν γίνεται, και κατά την επίσημη ορολογία υπάρχουν σχέσεις καλής γειτονίας μεταξύ της Τουρκίας και των γειτόνων της. Κατά την κυρίαρχη άποψη τα ελληνο-τουρκικά θέματα είναι θέματα διμερή, που θα πρέπει οι δύο χώρες να τα λύσουν μόνες τους.

Στην Ελλάδα πριν και μετά το Συμβούλιο της 16ης Ιουνίου υπήρξαν δημοσιεύματα τα οποία έκαναν λόγο για «κόλαφο στην Άγκυρα», «υποχώρηση της Τουρκίας», «ενίσχυση των θέσεών μας» κλπ. Η εικόνα αυτή είναι παραπλανητική. Τα πράγματα ακολούθησαν τον δικό τους δρόμο. Οι όποιες φραστικές ωραιοποιήσεις δεν είχαν ουσία. Η Κύπρος, όπως παρατήρησε πολύ σωστά ένας σχολιαστής, «δεν πήρε τίποτε παραπάνω από όσα είχαν συμφωνηθεί προτού απειλήσει με το βέτο».

Είναι αλήθεια ότι ορισμένες χώρες θέλουν να αποφύγουν την ένταξη της Τουρκίας. Άλλες, όπως η Αυστρία, το λένε απερίφραστα, άλλες όχι. Τα συμφέροντά μας δεν συμπίπτουν. Η Ελλάδα επιδιώκει ανταλλάγματα για την ένταξη της Τουρκίας. Θέλει να καθυστερήσει την ένταξη έως ότου εξασφαλίσει αυτά τα ανταλλάγματα, και όχι να τη ματαιώσει. Γιατί λοιπόν οι άλλες χώρες, όταν δεν θέλουν καν την Τουρκία, θα συνεργαστούν με μας σε μια προσωρινή πίεση κατά της Τουρκίας; Το πιο πιθανό είναι να επιδιώξουν να μείνουν τα προβλήματα άλυτα, για να αποτελέσουν μόνιμα εμπόδια στην ένταξη.

Οι οπαδοί της τακτικής να αναβάλουμε τις λύσεις για ευθετότερο χρόνο δεν σκέφτηκαν, όταν αρνήθηκαν να αξιοποιήσουν το Ελσίνκι, ότι η κατάσταση θα γίνει ακόμα πιο δύσκολη για την Ελλάδα, αν διακοπούν οι διαπραγματεύσεις οριστικά για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Τότε θα χαθεί ο οποιοσδήποτε ευρωπαϊκός μοχλός πίεσης απέναντι στην Τουρκία. Σε περίπτωση όμως που η Ελλάδα είχε αξιοποιήσει τις δυνατότητες της συμφωνίας του Ελσίνκι, θα είχε ήδη εξασφαλίσει τη διαδικασία προσφυγής στη Χάγη.

Η πιθανότητα ενός τερματισμού των διαπραγματεύσεων χωρίς κατάληξη και η διαμόρφωση μιας ειδικής σχέσης με την Τουρκία είναι πιθανή. Όχι μόνον γιατί οι ευρωπαϊκοί λαοί δεν επιθυμούν την τουρκική ένταξη, αλλά γιατί στην Τουρκία υπάρχει όλο και πιο έντονη η βούληση να διαμορφωθεί μια λύση που θα εξασφαλίζει τα οικονομικά πλεονεκτήματα της συνεργασίας και θα αποφεύγει τις αρνητικές για την κρατούσα κατάσταση πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις της ένταξης. Ακόμα και μετριοπαθείς φωνές στην Τουρκία θεωρούν ότι η Ευρώπη πιέζει στις διαπραγματεύσεις κατά τρόπο ανεπίτρεπτο. Κατά τρόπο που, παρά την υπάρχουσα καλή θέληση, προκαλεί έντονες αντιδράσεις σε μεγάλα τμήματα του πολιτικού και κοινωνικού φάσματος. Η ειδική σχέση, αντί για την ένταξη, είναι το μέσο για να μη διαταραχθούν οι εσωτερικές ισορροπίες και ταυτόχρονα να διασφαλισθεί η βελτίωση των συνθηκών οικονομικής συνεργασίας και βοήθειας.

Αν αλλάξει η Τουρκία τη στάση της και επιδιώξει την ειδική σχέση αντί για την ένταξη, η Ελλάδα θα βρεθεί σε δύσκολη θέση. Όλες οι χώρες της Ένωσης θα χαιρετήσουν αυτή την εξέλιξη και θα θελήσουν τη γρήγορη υιοθέτησή της. Πιθανό είναι τότε να αποφανθούν ότι οι διμερείς διαφορές θα πρέπει να λυθούν με απευθείας διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δύο χώρες, και να σταθούν αρνητικά απέναντι στα αιτήματά μας. Η συμπαράσταση στην Τουρκία θα αποτελέσει μέσο για να χρυσώσουν το χάπι της μη ένταξης.

Το συμπέρασμα της ανάλυσης είναι ότι ούτε μπορούμε να επαναφέρουμε τα πράγματα στο Ελσίνκι, ούτε θα πετύχουμε ένα θετικό αποτέλεσμα αν περιμένουμε τον από μηχανής θεό μιας τυχαίας ευκαιρίας. Χρειάζονται νέοι δρόμοι για να βγούμε από τη δύσκολη θέση, στην οποία μόνοι μας οδηγηθήκαμε. Αυτό τόνισαν ο κ. Στεφανόπουλος, ο κ. Παπανδρέου και άλλοι. Η χώρα και η κοινωνία δεν θα μπορέσουν να καλλιεργήσουν σε όλα τα επίπεδα τις ικανότητές τους όσο βαρύνονται από την πίεση που ασκούν οι προβληματικές ελληνοτουρκικές σχέσεις και οι κατά καιρούς οξύνσεις. Η απειλή κατά κυριαρχικών δικαιωμάτων μας, η σκιά της ανασφάλειας στο ηθικό του λαού μας, η προσφυγή σε εξοπλισμούς που στερούν πόρους που θα μπορούσαν να διατεθούν για την ανάπτυξη και ένα πιο αποτελεσματικό κοινωνικό κράτος, οι ευκαιρίες που χάνονται από φόβο, είναι τιμήματα που πληρώνει ο ελληνικός λαός, εμποδίζοντας τον να κάνει άλματα ανάπτυξης, προόδου και ευημερίας.

Θέλω να επισημάνω δύο σημεία:

Κατά την απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιανουάριου 2006, που αφορά τις υποχρεώσεις της Τουρκίας στην ενταξιακή διαδικασία, η Τουρκία οφείλει να διαμορφώσει χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα, ώστε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις αυτές. Οι βραχυπρόθεσμες προτεραιότητες οφείλουν να τακτοποιηθούν σε ένα ή δύο χρόνια. Σ’ αυτές ανήκει και η λύση των συνοριακών διαφορών με βάση τη Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών, και «εφόσον τούτο είναι αναγκαίο» με την αποδοχή της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου.

Η Τουρκία δεν έχει παρουσιάσει μέχρι σήμερα το συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα ούτε η ελληνική κυβέρνηση την έχει πιέσει γι’ αυτό. Ένα τέτοιο χρονοδιάγραμμα θα μπορούσε ίσως να αποκτήσει τη δεσμευτικότητα του Ελσίνκι. Θα αποτελούσε πάντως ένα ισχυρότερο μέσο πίεσης από τη σημερινή χαλαρή υποχρέωση καλής γειτονίας. Η διαμόρφωση, ανακοίνωση και εφαρμογή του θα πρέπει να είναι στόχος της ελληνικής διπλωματίας. Για να πραγματοποιήσουμε αυτό το στόχο χρειάζεται εντατική και συνεχής επαφή με τους εταίρους μας, ώστε να τους στρατεύσουμε στην επιδίωξή μας, πράγμα το οποίο μέχρι τώρα δεν συνέβη.

Οι «διερευνητικές επαφές» επί κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ τις οποίες ανέστειλε ουσιαστικά η Νέα Δημοκρατία δεν αποτελούσαν διαδικασία επίσημης ή ανεπίσημης διαπραγμάτευσης. Στόχος ήταν τα δύο μέρη να αποκτήσουν μία σαφή εικόνα των απόψεων, θέσεων και ενδιαφερόντων του άλλου. Με αυτό τον τρόπο θα διαπιστώνονταν οι δυνατότητες σύγκλισης μεταξύ των μερών, ώστε να αρχίσει μια επίσημη διαπραγμάτευση με καλές πιθανότητες επιτυχίας. Κατάληξη των ερευνητικών επαφών θα αποτελούσε ένα κοινό ανακοινωθέν, μια συμφωνία μεταξύ των μερών για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων σε σχέση με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας καθώς και την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Οι διερευνητικές επαφές πρέπει να συνεχιστούν με συζήτηση επί της ουσίας, ώστε να υπάρξει μια πλήρης αποτύπωση συμφωνιών και διαφωνιών. Έτσι θα συγκεκριμενοποιηθεί ακόμη περισσότερο το τι απαιτείται για να υπερβούμε την ένταση στο Αιγαίο και, ως εκ τούτου, το απαιτούμενο να συμπεριληφθεί στο χρονοδιάγραμμα, το οποίο αποτελεί συμβατική υποχρέωση της Τουρκίας.

Λύσεις δεν θα υπάρξουν, αν από πλευράς της Ελλάδας δεν αντιμετωπιστούν με θάρρος ορισμένα θέματα. Παράδειγμα αποτελεί το ζήτημα του εύρους των χωρικών υδάτων της χώρας, που συναρτάται άμεσα με την έκταση της υφαλοκρηπίδας. Κατά μία διαδεδομένη άποψη, το Αιγαίο είναι κλειστή ελληνική θάλασσα, και για να επιτύχουμε «το κλείσιμό» του η Ελλάδα πρέπει να επεκτείνει οπωσδήποτε την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 μίλια. Όμως η Ελλάδα πρέπει να αποφύγει το «κλείσιμο» των θαλασσών και να επιδιώξει τη διαφύλαξη της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας των πλοίων όλων των κρατών. Τότε θα έχει ως συμμάχους στην προσπάθειά της για τη ρύθμιση της υφαλοκρηπίδας τόσο τις χώρες με άμεσο ενδιαφέρον για την ελεύθερη πρόσβαση από και προς τα Δαρδανέλια, όπως η Ρωσία και η Ουκρανία, όσο και τις ναυτικές χώρες, όπως οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία. Το γενικό δίκαιο της θάλασσας εξασφαλίζει βέβαια την ελευθερία της ναυσιπλοΐας προβλέποντας το δικαίωμα «αβλαβούς διέλευσης» μέσα από την αιγιαλίτιδα ζώνη των παράκτιων χωρών. Όμως το παράκτιο κράτος, μια που έχει κυριαρχία επί των χωρικών υδάτων, μπορεί υπό ορισμένες περιπτώσεις να επιβάλει περιορισμούς στη διέλευση ή στην παραμονή των πλοίων. Η ύπαρξη μιας έκτασης ανοιχτής θάλασσας, που επιτυγχάνεται με στενότερα χωρικά ύδατα σε ορισμένες περιοχές, εξασφαλίζει τη διέλευση πλοίων κάθε σημαίας από την περιοχή ακόμη και όταν υπάρχει περιφερειακή κρίση. Η ελληνική θέση θα πρέπει, ως εκ τούτου, να προσανατολιστεί σε μια μερική και επιλεκτική επέκταση έτσι ώστε σε ορισμένες γεωγραφικές τοποθεσίες το νέο εύρος να είναι το μέγιστο δυνατό σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο των 12 ναυτικών μιλίων και σε άλλες να είναι λιγότερο (π.χ. 6, 8 ή 10 ν.μ.) με στόχο τη δημιουργία ενός ελεύθερου διαύλου. Ο ορισμός της αιγιαλίτιδας ζώνης αποτελεί βέβαια μονομερή ενέργεια του κάθε κράτους. Αλλά στην περίπτωση του Αιγαίου η λογική επιβάλλει προηγουμένως πολιτική επαφή με τις άλλες ενδιαφερόμενες χώρες και διερεύνηση. Αυτό ας κάνει η κυβέρνηση, αντί να απορεί γιατί θίγεται θέμα αιγιαλίτιδας ζώνης.

Χρειάζεται λοιπόν να ενημερώσουμε τους πολίτες της χώρας, να ενισχύσουμε τη θέληση για ειρήνη και να περιορίσουμε τις νοοτροπίες που μας οδηγούν στην αντιπαλότητα και την περιθωριοποίηση. Οι συνεχείς εξοπλισμοί ήταν και είναι η κύρια αιτία της οικονομικής και κοινωνικής καθυστέρησής μας. Η Νέα Δημοκρατία επιμένει σ’ αυτούς και αδιαφορεί για τις επιπτώσεις τους. Ας σταματήσουμε την κατηφορική πορεία μας, ας κάνουμε επιτέλους τα αυτονόητα πράξη για να αποκτήσει η χώρα νέες δυνατότητες και προοπτικές στον σύγχρονο κόσμο.

 

Από το βιβλίο «Στόχοι, στρατηγική, προοπτικές» (σσ. 382-389, εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2007)