Η δεκαετία του 1990 κυριαρχήθηκε από τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης. Σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, ιδίως την ηλεκτρονική επανάσταση, είχε άμεσες και αλυσιδωτές επιπτώσεις στην οικονομία, στη διεθνή επικοινωνία και στην καθημερινή ζωή. Εκτεταμένες ήταν επίσης οι συνέπειες από την κατάρρευση του κομμουνισμού. Η αναρρίπιση των εθνικισμών στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή, στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία οδήγησε σε διακρατικές ή εμφύλιες συγκρούσεις και τα μειονοτικά ζητήματα ήλθαν στο προσκήνιο. Διαδοχικά κύματα προσφύγων άρχισαν να καταφτάνουν στην Ευρώπη, ακόμη και σε εκείνες τις μεσογειακές χώρες οι οποίες έως τότε εξήγαγαν παρά εισήγαγαν μετανάστες.
Στη δεκαετία του 1990 αμφισβητήθηκαν οι ισορροπίες που είχαν εγκαθιδρυθεί μεταπολεμικά στην Ευρώπη. Όχι μόνο οι διακρατικές και πολιτικές ισορροπίες, αλλά και οι κοινωνικές και επομένως και οι ιδεολογικές. Ο εθνικισμός και η ξενοφοβία, μαζί με την κοινωνική ανασφάλεια βρήκαν απήχηση και μάλιστα σε ένα πλαίσιο απαισιοδοξίας για το μέλλον. Η έννοια της αλλαγής άρχισε να αντιμετωπίζεται όχι με ελπίδα, όπως τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, αλλά με δυσπιστία, ακόμη και με φόβο.
Η ελληνική κοινωνία στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ακολούθησε τις ευρύτερες αυτές μεταβολές. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο λόγος του ΠΑΣΟΚ είχε χάσει τη δυναμική του. Η κυρίαρχη εντύπωση ήταν ότι αποτελούσε ένα ιδεολογικό αμάλγαμα εθνικισμού και λαϊκισμού, μέσα στο οποίο μπορούσε να δικαιολογηθεί κάθε είδους πολιτική κατεύθυνση.
Η Νέα Δημοκρατία από την άλλη βρισκόταν σε πλήρη αδυναμία να αρθρώσει έναν δικό της απαντητικό λόγο. Μια παράταξη βαθιά κρατικιστική, στραμμένη στο παρελθόν, αφιερωμένη στο τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», δεν μπορούσε όχι μόνο να σκεφτεί απαντήσεις, αλλά ούτε και να διατυπώσει τα κατάλληλα ερωτήματα για τις νέες πραγματικότητες. Κάτι τέτοιο προϋπέθετε κριτική και αποστασιοποίηση από την ίδια της την ιστορία.
Έτσι στις αρχές του ’90, συσσωρεύτηκαν προβλήματα, όπως το Βορειοηπειρωτικό, το Μακεδονικό, τα Ελληνοτουρκικά, το πρόβλημα των μεταναστών και τα μειονοτικά, τα οποία στη συνέχεια δημιούργησαν μια εκρηκτική κατάσταση. Η εθνική αναδίπλωση, τα αμυντικά σύνδρομα και ο φόβος κυριάρχησαν απέναντι στην επιδίωξη εφικτών και λογικών λύσεων.
Η Εκκλησία, για παράδειγμα, η οποία λόγω της συνεργασίας της με την παραδοσιακή Δεξιά και τη χούντα είχε περιοριστεί σε μια διακριτική παρουσία στον δημόσιο βίο, επανέκαμπτε δυναμικά. Βαθιά δύσπιστη απέναντι στον Διαφωτισμό, με προνομιακή σχέση και διαπλοκή με το κράτος, διεκδικούσε το ρόλο του συνδιαμορφωτή των εθνικών εξελίξεων και της ιδεολογίας. Επανέκαμπτε δηλαδή όχι ως πνευματική δύναμη αλλά ως κραυγαλέα ιδεολογία.
Οι ιδεολογικές τάσεις της εποχής αποτελούσαν πάγιες θέσεις της κρατικής ιδεολογίας ή εξέφραζαν την ατελή εκκοσμίκευση του κράτους. Ήταν η ιδεολογία του παλιού γυμνασιάρχη που τώρα περνούσε στις οθόνες της τηλεόρασης εξυμνώντας την ιδιαιτερότητα και την ιδιοπροσωπεία των Ελλήνων. Αυτή η αίσθηση του χαρισματικού και ανάδελφου και συχνά προδομένου λαού διαδόθηκε από τα «παράθυρα» των καναλιών, τον συμβολικό λόγο των επισήμων, αλλά και από τις συναυλίες και τις κερκίδες των γηπέδων, καθώς και τις διαδηλώσεις όπως αυτές για το Μακεδονικό. Στην πρώτη πενταετία του 1990, η πολιτική έγινε όμηρος αυτής της φοβικής πλημμυρίδας και ταυτόχρονα αυτής της υπερτροφικής εικόνας για τον εθνικό εαυτό. Η σύγκλιση δεξιών και αριστερών θέσεων γύρω από τους άξονες του εθνικισμού και του λαϊκισμού επέτρεπε οι εκδηλώσεις εθνικισμού να αναγορεύονται σε εκφάνσεις του αντιστασιακού πνεύματος των Ελλήνων απέναντι στους ξένους και τη «νέα τάξη».
Η εμφάνιση του εκσυγχρονιστικού ρεύματος στην πολιτική αυτά τα χρόνια είχε τη δική της μακρά προεργασία. Ήδη από τη δεκαετία του 1980, μικροί κύκλοι διανοουμένων και πολιτικών αμφισβητούσαν την ανάλυση της κοινωνίας που είχε επιβάλει ο καθιερωμένος αριστερός λόγος, τονίζοντας ότι οι δυνάμεις της ανάσχεσης της προόδου δεν ήταν εξωγενείς, αλλά ενδογενείς στην ελληνική κοινωνία. Υπήρχε επομένως ανάγκη για διαρθρωτικές αλλαγές στην κοινωνία παρά το πολιτικό τους κόστος, καθώς και για προσαρμογή στα ευρωπαϊκά δεδομένα χωρίς αντιιμπεριαλιστικές ρητορείες. Στη δεκαετία του 1990 οι ιδέες αυτές απέκτησαν μεγαλύτερο ακροατήριο, χωρίς βέβαια να γίνουν πλειοψηφικές. Δεν έγιναν πλειοψηφικές ούτε μετά το 1996, καθώς οι ιδεολογίες δεν αλλάζουν με το ρυθμό που αλλάζουν οι πολιτικές συγκυρίες. Ενισχύθηκε όμως ο πόλος του εκσυγχρονισμού, κυρίως με τον αντίκτυπο που είχαν στην κοινωνία η βελτίωση της θέσης και της εικόνας της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η ένταξη στην ΟΝΕ, η καλύτερη ποιότητα ζωής, που γινόταν όλο και πιο ορατή με την πάροδο του χρόνου, οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και η αλλαγή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ανέπτυξα στις σελίδες που προηγήθηκαν και αφορούσαν το έργο της κυβέρνησης τις ιδεολογικές και πολιτικές μας θέσεις. Τις θέσεις αυτές τις παρουσίασα σε ομιλίες και άρθρα σε όλη τη διάρκεια της οκταετίας, όπου προσπάθησα να αναδείξω τη διαρκή αντιπαράθεση της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας με τις αμυντικές στάσεις στην κοινωνία μας. Επισήμαινα ότι μαζί με τη δυναμική της ελληνικής κοινωνίας για τον προσδιορισμό του αύριο και τη δημιουργική θέληση να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις συμβαδίζουν η οχύρωση πίσω από το χθες, οι κάθε μορφής συντηρητικές πολιτικές, που παγιδεύουν την επίλυση των προβλημάτων.
Μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της σύγκρουσης ανάμεσα στους φορείς που διεκδικούν την πατρωνία των φοβικών αντιλήψεων και την κυβέρνηση ήταν η υπόθεση των ταυτοτήτων. Η ουσία της αφορούσε τη δυνατότητα της ελληνικής πολιτείας να λειτουργεί ως λαϊκό και όχι θρησκευτικό κράτος. Αφορούσε επίσης τον περιορισμό μιας πλειοψηφίας στην προσπάθειά της να επιβάλει διακρίσεις σε βάρος προσώπων ή ομάδων που αποτελούν μειοψηφίες. Στο θέμα αυτό αναφέρθηκα ήδη διεξοδικά στο κεφάλαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η συνολική επίδραση της κυβέρνησης προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού της πολιτικής κουλτούρας και της ιδεολογίας ήταν θετική. Αποφασιστικός παράγοντας γι’ αυτό ήταν η εικόνα σοβαρότητας και αποτελεσματικότητας της κυβέρνησης. Ένα μέρος δηλαδή της κοινωνίας καθρεφτίστηκε στην εικόνα της κυβέρνησης και στην εικόνα που δημιουργήθηκε διεθνώς για τη χώρα, τονώνοντας έτσι την αυτοεκτίμησή της.
Αλλά και τα νέα μηνύματα που μετέδιδαν οι κυβερνητικές πολιτικές συνέβαλαν σημαντικά στην αλλαγή των νοοτροπιών. Κυρίως άλλαζε ριζικά η φιλοσοφία της εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα έπαψε να επικαλείται διαρκώς τις ιδιαιτερότητες της ή να παραπονείται για τις «αδικίες» που υφίσταται από τους ισχυρούς, τροφοδοτώντας έτσι την εσωστρέφεια και την αμυντική ψυχολογική περιχαράκωση. Η Ελλάδα συμμετείχε ενεργά και εποικοδομητικά στις ευρωπαϊκές διαδικασίες ενοποίησης με άποψη και ενδιαφέρον για τη γενική πορεία. Ενέταξε τα ιδιαίτερα προβλήματά της στη γενική πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των νατοϊκών σχεδιασμών κλπ., έτσι ώστε να αποτελούν θέματα μιας ευρύτερης διαδικασίας επίλυσης διαφορών και όχι απλές διμερείς συγκρούσεις δύσληπτες για τους τρίτους. Προέταξε τους διεθνείς κανόνες και το διεθνές δίκιο ως πλαίσιο επιχειρηματολογίας των εθνικών μας θέσεων χωρίς να ζητά από τους τρίτους να κρίνουν ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, αλλά πώς μεταφράζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο γενικός κανόνας, στον οποίο όλοι έχουν συναινέσει. Τα αποτελέσματα στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής είναι γνωστά και συγκεκριμένα. Χρειάζεται όμως να τονιστεί εδώ και η θετική επίδραση που είχαν οι αντιλήψεις αυτές στο εσωτερικό της χώρας, στην εδραίωση ενός διαφορετικού «κοινού αισθήματος» για τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο.
Η οκταετία προκάλεσε σημαντικά ρήγματα στην κυρίαρχη άποψη για το πώς ασκείται η πολιτική. Έτσι μεγάλο τμήμα της κοινωνίας δεν αποδέχεται πια τους συνεχείς τακτικισμούς, τους υψηλούς τόνους αντιπαράθεσης, τις γενικόλογες τοποθετήσεις. Δυσπιστεί στα μεγάλα λόγια. Απαιτεί συγκεκριμένες προτάσεις, σχέδιο και αποτέλεσμα. Απέκτησε πλέον συνείδηση ότι τα μεγάλα εγχειρήματα προϋποθέτουν προγράμματα και η μετατροπή τους σε πράξη δουλειά, επιμονή, συνέπεια. Είδε ότι το σχέδιό μας είχε χρονοδιάγραμμα, ρυθμό, προοπτική. Άφηνε χώρο για τις απαραίτητες κοινωνικές συναινέσεις, αλλά είχε και αποφασιστικότητα για τις αναγκαίες ρήξεις και τομές, συχνά δυσάρεστες, μετά όμως την εφαρμογή τους αποδεκτές. Γι’ αυτό και παραδειγμάτισε.
Το κράτος παροχών είχε καλλιεργήσει, την αντίληψη ότι οι παροχές είναι δυνατές οποτεδήποτε. Είναι αποτέλεσμα πίεσης και η χορήγησή τους άσχετη προς την πορεία της οικονομίας. Η οκταετία όμως έδειξε ότι οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική πολιτική είναι αλληλένδετες. Η πρόοδος στο ένα επίπεδο επιτρέπει και την ταυτόχρονη πρόοδο στο άλλο με μια σταθερά κλιμακούμενη εισοδηματική πολιτική και μηχανισμούς αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου. Έδειξε ότι το κοινωνικό κράτος δεν πραγματώνεται με πελατειακές πρακτικές, αλλά με πολιτικές που επικεντρώνονται στους πιο αδύναμους της κοινωνίας μας. Γι’ αυτό και η κοινωνία αντιδρά πια και αρνείται ειδικές ρυθμίσεις και προνομιακές μεταχειρίσεις, είτε πρόκειται για εργαζομένους είτε όχι.
Το έργο στην οικονομία μετά την ένταξη στην ΟΝΕ κρίνεται πια με βάση τα αποτελέσματα. Τους πολίτες τους απασχολεί ο ρυθμός ανάπτυξης, το επίπεδο του πληθωρισμού, το ύψος των επιτοκίων των στεγαστικών και καταναλωτικών τους δανείων. Συγκρίνουν μισθούς και τιμές στην Ελλάδα με εκείνους στην υπόλοιπη Ένωση. Διερωτώνται αν και πώς προχωρεί η σύγκλιση. Η αρχική αντίδραση των πολιτών απέναντι στα κριτήρια του Μάαστριχτ αντικαταστάθηκε συν τω χρόνω από το ενδιαφέρον για τη διατήρηση των μακροοικονομικών προϋποθέσεων της σταθερότητας. Το ευρώ δεν έγινε δημοφιλές διότι δεν έφερε τη σταθερότητα στο βαθμό που όλοι ήλπιζαν και την πλήρη εξάλειψη της ακρίβειας. Συνέβαλε ωστόσο στην εδραίωση της αντίληψης ότι πρέπει να συμμετέχουμε στην κοινή ευρωπαϊκή πορεία. Η επιτήρηση όμως της ελληνικής οικονομίας που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μετά την απογραφή της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας δημιούργησε ανησυχία και ηττοπάθεια, φαινόμενα που κατά κάποιο τρόπο είχαν ξεπεραστεί.
Το μετρά, το αεροδρόμιο των Σπάτων, η γέφυρα Ρίου- Αντιρρίου υπήρξαν και για την κοινή γνώμη ορόσημα μιας πολιτικής δημιουργίας υποδομών. Η κοινή γνώμη απαιτεί πια οι πόροι να επενδύονται με σχέδιο και σύνεση έτσι ώστε να γίνονται έργα που πολλαπλασιάζουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες.
Μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας ήταν αρνητικό απέναντι στην έννοια της επιχειρηματικότητας. Σήμερα οι έννοιες επιχειρηματίες-επιχειρηματικότητα έχουν μια θετική αποτίμηση στη συνείδηση των πολιτών. Άλλαξε επίσης η άποψη για την αναγκαιότητα παρέμβασης του κράτους στην οικονομία με κρατικές επιχειρήσεις. Η επιχειρηματική δραστηριότητα του κράτους συναντά αμφιβολίες, οι αποκρατικοποιήσεις και οι ιδιωτικοποιήσεις έχουν αποδοχή, όταν τεκμηριώνεται η αναγκαιότητά τους για την ανάπτυξη.
Η αίσθηση ότι περάσαμε οριστικά σε μια νέα εποχή είναι διάχυτη. Όλοι -ακόμα κι αν δεν το συζητούν- το νιώθουν. Αντιλαμβάνονται ότι αφήσαμε οριστικά πίσω μας την εποχή της ψωροκώσταινας, ότι προσεγγίσαμε τις πιο αναπτυγμένες χώρες. Νιώθουν ότι η εικόνα της χώρας μας στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, η εικόνα ευθύνης, σοβαρότητας αλλά και γενναιοδωρίας, μια εικόνα που γοήτευσε και εμάς και τους ξένους, είναι αποτέλεσμα συνεχούς προσπάθειας πολλών ετών, κι έχει πια ρίζες στην κοινωνία μας, έχει προοπτική. Είναι κτήμα όλων αλλά συγχρόνως και ευθύνη όλων.
Ωστόσο η ίδια προσπάθεια που άλλαξε την κοινωνία την έκανε ταυτοχρόνως και πιο απαιτητική, πιο διεκδικητική, αλλά και πιο ευαίσθητη σε ζητήματα κοινωνικά, όπως η ανεργία, η καθημερινότητα στα νοσοκομεία, η περιβαλλοντική προστασία. Είναι μια κοινωνία που αναζητεί νέα ταυτότητα στην ευρωπαϊκή οικογένεια με εύλογες αβεβαιότητες και αμφιθυμίες, αλλά και με συνείδηση ότι είναι μια πιο ισχυρή κοινωνία πολιτών. Μια κοινωνία που πλέον μπορεί πολύ περισσότερα απ’ όσα μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Μια κοινωνία με νέα αυτοπεποίθηση.
Υπάρχουν όμως και διαφορετικές εκτιμήσεις. Υποστηρίχτηκε η άποψη ότι «ο ιδεολογικός μέσος όρος» μετατέθηκε στα τέλη της οκταετίας «πολύ δεξιότερα», ότι κατά την οκταετία το ΠΑΣΟΚ λειτούργησε σαν «μηχανικός» και όχι σαν «ηθικός μεταρρυθμιστής» με αποτέλεσμα τη «δεξιά στροφή» στην κοινωνία.
Η άποψη αυτή πάσχει σε πολλά σημεία. Το εκλογικό αποτέλεσμα δεν αποτελεί απόδειξη των αξιών και αντιλήψεων που επικρατούν στην κοινωνία. Επηρεάζεται όχι μόνο από τα «πιστεύω» των ψηφοφόρων, αλλά και από συγκυριακά γεγονότα, φαινόμενα κόπωσης, εντυπώσεις και αντιδράσεις που προκαλούν πρόσωπα και κόμματα. Εξαρτάται επίσης από τους κυμαινόμενους ψηφοφόρους. Το 4% όμως δεν αντικατοπτρίζει τις κοινωνικές απόψεις του συνόλου των ψηφοφόρων. Οι νοοτροπίες και στάσεις της κοινωνίας αλλάζουν με πιο βραδείς ρυθμούς από τις εκλογικές προτιμήσεις και δεν αναμορφώνονται ανά τετραετία. Ένα «αριστερό» εκλογικό αποτέλεσμα δεν σημαίνει ότι η κοινωνία είναι στην πλειοψηφία της αριστερή, όπως και ένα «δεξιό» εκλογικό αποτέλεσμα δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι υπάρχει δεξιά στροφή.
Δεν αποτελεί επίσης ένδειξη συντηρητικότητας ή προοδευτικότητας το ενδιαφέρον των ψηφοφόρων για τις κομματικές και πολιτικές εξελίξεις, οι συζητήσεις στα καφενεία, «η πολιτικοποίηση» όπως γίνεται αντιληπτή στην Ελλάδα. Σε μια εποχή όπως η δεκαετία του 1970, όπου η πολιτική τοποθέτηση ήταν καθοριστική για την εξεύρεση δουλειάς, την κοινωνική αποδοχή, τη χορήγηση δανείου ή την έγκριση επιχείρησης, όπου η αστυνομία ενδιαφερόταν για το τι εφημερίδα διαβάζουν και ποιους συναναστρέφονται οι πολίτες, η πολιτική στράτευση ήταν όρος για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής. Σήμερα, που η ισονομία είναι γεγονός και κυριαρχεί μια κοινή για όλους ρουτίνα στις σχέσεις με το κράτος, στο χώρο δουλειάς και στο κοινωνικό περιβάλλον, η ενασχόληση με την πολιτική δεν είναι προϋπόθεση της βελτίωσης του τρόπου ζωής. Οι καλύτερες μέρες, που ο καθένας επιδιώκει, δεν είναι συνάρτηση της επιτυχίας ενός κόμματος αλλά άλλων παραγόντων, όπως η σταθερότητα της οικονομίας, η οργάνωση της εκπαίδευσης ή η ποιότητα των υπηρεσιών υγείας.
Υπάρχουν αρκετά και διαφορετικά κριτήρια για το αν μια πολιτική συντελεί στην πρόοδο της κοινωνίας. Συντελεί εφόσον προσφέρει στο άτομο περισσότερη ελευθερία και περισσότερες δυνατότητες εξέλιξης, εφόσον περιορίζει αυταρχικές δομές στην πολιτεία και στην οικογένεια, ενθαρρύνει τη συμμετοχή του πολίτη, προωθεί την αποκέντρωση, αξιοποιεί τη σύγχρονη τεχνολογία και δείχνει περισσότερη ανεκτικότητα. Συμβάλλει ιδιαίτερα όταν προωθεί την εξωστρέφεια και ανοίγει τη χώρα στις ιδέες και τα αποτελέσματα της ανάπτυξης των πιο αναπτυγμένων χωρών. Η ελληνική κοινωνία παρουσίασε σημαντική πρόοδο τα τελευταία οκτώ χρόνια, με όποια από αυτά τα κριτήρια κι αν κρίνουμε τις εξελίξεις. Η εξωστρέφεια, για παράδειγμα, αυξήθηκε κατακόρυφα με την ένταξη στην ΟΝΕ, την εισαγωγή του κοινού νομίσματος και την εφαρμογή των πολιτικών της Ένωσης. Περιορίστηκε η κρατική αυθαιρεσία με θεσμούς όπως ο Συνήγορος του Πολίτη και η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Η αποκέντρωση προχώρησε θεαματικά. Το εθνικιστικό αμυντικό σύνδρομο απέναντι στην Τουρκία και στις βαλκανικές χώρες έχασε την ορμή του.
Η ελληνική κοινωνία παρουσιάζει όμως ακόμη έντονα αμυντικά χαρακτηριστικά. Το συντηρητικό συνεχές που διαμόρφωσε μετά το τέλος του παγκόσμιου πολέμου η επί χρόνια μονοκρατορία της Δεξιάς εξακολουθεί να παίζει καθοριστικό ρόλο. Μετά από δεκαετίες οικονομικής αβεβαιότητας και εξωτερικών επεμβάσεων, μετά την πολύχρονη εμφύλια διαμάχη και την πολιτική αστάθεια που κορυφώθηκε με τη δικτατορία, η ελληνική κοινωνία προσηλώθηκε σε νοοτροπίες που εξασφαλίζουν την επιβίωση, την ασφάλεια και την αποφυγή εμπλοκών. Έτσι δυσπιστεί απέναντι στο νέο και στο διαφορετικό και εμμένει στους τρόπους με τους οποίους συνήθιζε να αντιμετωπίζει ο πολίτης τις προσωπικές δυσκολίες: την πελατειακή οργάνωση, την εξυπηρέτηση του βουλευτή, τη δουλειά στο δημόσιο, τις ειδικές ρυθμίσεις για το μισθό ή τη σύνταξη, τις ειδικές παροχές για το ειδικό πρόβλημα του καθενός. Η στάση αυτή διαπερνά μάλιστα όλες τις πολιτικές δυνάμεις, ευνοώντας την άρνηση, την απόρριψη και την κινδυνολογία και συντηρώντας την εσωστρέφεια και τον λαϊκισμό. Ο εκσυγχρονισμός, η μεταρρύθμιση, είναι υπό τις συνθήκες αυτές ένα δύσκολο εγχείρημα.
Άλλωστε, ο εκσυγχρονισμός δεν προχωρεί με ρυθμό που διατάσσεται. Η κυβέρνηση μπορεί να επιβάλλει μεταρρύθμιση σε μια δραστηριότητα που εξαρτάται άμεσα από την κρατική εξουσία. Για παράδειγμα, επέβαλε άλλοτε την καθαρεύουσα και αργότερα τη δημοτική στα σχολεία. Επέβαλε στη διάρκεια της οκταετίας την πρόσληψη των εκπαιδευτικών με διαγωνισμό, την τήρηση κανόνων διαφάνειας στην οικονομική διαχείριση της τοπικής αυτοδιοίκησης, την εισαγωγή ενός σταθερού νομίσματος, του ευρώ, την προστασία των προσωπικών δεδομένων και πολλά άλλα. Δεν μπορεί όμως να αλλάξει νοοτροπίες και κοινωνικές στάσεις, για παράδειγμα την πελατειακή νοοτροπία ή την καχυποψία απέναντι στους μετανάστες. Η αλλαγή σε εδραιωμένες νοοτροπίες απαιτεί κοινωνική κινητοποίηση, απαιτεί «διάχυτες λειτουργικές και θεσμικές αλλαγές» που θα επηρεάσουν στο χρόνο τις συμπεριφορές των πολιτών. Έτσι, π.χ. η πρόσληψη στο δημόσιο με διαγωνισμό μέσω των διαδικασιών του ΑΣΕΠ περιόρισε τη νοοτροπία της πρόσληψης με ρουσφέτι, ωστόσο δεν την κατάργησε.
Τι εμπόδισε όμως τον αποτελεσματικότερο εκσυγχρονισμό των νοοτροπιών; Ανάμεσα στους αρνητικούς παράγοντες πρέπει να συνυπολογιστούν τόσο οι ποικίλες αρχαϊκότητες όσο και οι νέες πραγματικότητες. Στις αρχαϊκότητες της κοινωνίας πρέπει να καταλογιστεί η αντίληψη του κράτους-προστάτη και οι ισχυρές συντεχνιακές επιβιώσεις. Αλλά και η υιοθέτηση διπλής γλώσσας και διπλής συμπεριφοράς ανεξάρτητα από ιδεολογικές αποχρώσεις σε εκτεταμένα στρώματα του πληθυσμού. Συμφωνούν, για παράδειγμα, με την κατάργηση της «πρόσληψης-ρουσφέτι», αλλά την επιζητούν για τα «δικά τους παιδιά».
Αναφορικά με τις νέες πραγματικότητες, το σημαντικότερο ζήτημα είναι οι συνέπειες της επιταχυνόμενης παγκοσμιοποίησης, Οι συνεχείς κοινωνικές αλλαγές και η διαρκής αναμόρφωση των κανόνων που καθορίζουν τη ζωή μας έχουν άμεσες ιδεολογικές συνέπειες. Τα φοβικά σύνδρομα της κλειστής και προστατευμένης κοινωνίας αναγεννώνται συνεχώς καθώς η κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις. Οι συντηρητικές νοοτροπίες δεν μπορούν να ηττηθούν άπαξ και διά παντός, γιατί οι συνθήκες που τις επιτρέπουν συνεχώς αναπαράγονται. Το ζήτημα επομένως είναι η δυνατότητα των προοδευτικών δυνάμεων να διατυπώσουν τα προβλήματα της παγκοσμιοποίησης με οικουμενικούς όρους κι όχι στενά ελληνικούς. Να περιγράφουν δηλαδή τις αγωνίες της νέας εποχής με κώδικες που αναφέρονται σε οικουμενικές αξίες. Να δείξουν το δρόμο της αντιμετώπισης των προβλημάτων στην πολυεπίπεδη σημερινή πραγματικότητα.
Ένα παράδειγμα αυτών των νέων προκλήσεων είναι η μετανάστευση. Καθώς οι μετανάστες έφτασαν να αποτελούν το 10% του πληθυσμού μέσα σε ελάχιστο διάστημα, οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν εν μέρει εξηγούνται. Ωστόσο το πρόβλημα αυτό δεν είναι μόνον ελληνικό. Είναι μέρος ενός ευρύτερου προβλήματος που αφορά τον σύγχρονο κόσμο. Αφορά δηλαδή τις δυνατότητες ειρηνικής συμβίωσης διαφορετικών γλωσσικών, θρησκευτικών και άλλων πληθυσμιακών ομάδων στον ίδιο χώρο και στο πλαίσιο του ίδιου κράτους. Αν το δούμε με αυτό τον τρόπο, αλλάζει η προοπτική του προβλήματος. Έως τώρα η Ελλάδα ήταν μονοεθνικό κράτος και πάνω σ’ αυτή τη βάση είχαν δημιουργηθεί οι θεσμοί που αφορούσαν την πολιτική και την κοινωνία. Η προσαρμογή σε μια νέα κατάσταση χρειάζεται ιδεολογικούς και θεσμικούς επαναπροσανατολισμούς που επιβάλλουν νέους τρόπους συμπεριφοράς, όπως η ισότιμη μεταχείριση. Παράδειγμα οι μετανάστες-σημαιοφόροι.
Τέλος μια από τις ιδεολογικές προκλήσεις προέρχεται από την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έως τώρα το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα στηρίχτηκε στην ευρωπαϊκή ιδεολογία και στην επιτυχημένη πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η δημιουργία της Ευρώπης των 25 και η ενδεχόμενη ενσωμάτωση άλλων κρατών εμφανίζονται όμως σε μια φάση στασιμότητας μετά την απόρριψη του σχεδίου συντάγματος από τη Γαλλία και την Ολλανδία. Η πολιτική της ευρωδεξιάς, που έχει την πλειοψηφία στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιτείνει πολλαπλά αυτή την εικόνα απαισιοδοξίας. Η ιδεολογία του εκσυγχρονισμού έχει ανάγκη από μια ευρωπαϊκή ιδεολογία, μια που η ενσωμάτωση της Ελλάδας στην Ευρώπη είναι από τους βασικούς πυλώνες αυτής της ιδεολογίας. Αλλά η ευρωπαϊκή ιδεολογία του χθες δεν αρκεί ως ευρωπαϊκή ιδεολογία του αύριο. Το ερώτημα χθες ήταν: Ευρώπη ή όχι; Σήμερα είναι: Ποια Ευρώπη; Η απάντηση επομένως, αν χθες ήταν: ναι στην Ευρώπη, σήμερα πρέπει να είναι: ναι σε μια ισχυρή και προοδευτική Ευρώπη.
Από το βιβλίο «Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα 1996-2004» (σσ. 541-552, εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2005)