Χρειάζεται ρεαλισμός
Τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση βασίζουν τις εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις τους στην κοινή υπόθεση, ότι το τέλος της περιόδου των μνημονίων θα σημάνει μια γοργή επιστροφή στην ομαλότητα. Βεβαιώνουν, ότι οι συνταγές που προσφέρουν θα εξασφαλίσουν την δραστική ανάκαμψη της χώρας. Τα αλληλένδετα προβλήματα, που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και η Ευρωζώνη, δεν μπορούν όμως να λυθούν ως δια μαγείας σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, όπως αφήνουν να εννοηθεί οι διαβεβαιώσεις αυτές. Χρειάζεται συστηματική και επίπονη προσπάθεια, ριζικές υπερβάσεις και ανατροπές και στην Ελλάδα και στην Ευρωζώνη.
Μία σύντομη απαρίθμηση των κρίσιμων θεμάτων της χώρας δείχνει το εύρος της επιβεβλημένης αλλαγής.
Η παραγωγική βάση της χώρας είναι περιορισμένη, η ποιότητα των προϊόντων χαμηλή, οι τεχνολογικές γνώσεις ανεπαρκείς, το κόστος παραγωγής υψηλό.
Συνέπεια είναι η χαμηλή ανταγωνιστικότητα. Η παραγωγή που βρίσκει διεξόδους στις διεθνείς αγορές δεν μπορεί να στηρίξει σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Η Ελλάδα ξοδεύει περισσότερο απ’ ό,τι παράγει. Η οικονομική πολιτική προσαρμοζόταν κατά κανόνα στα αιτήματα διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Αποτέλεσμα ήταν το κράτος παροχών, η πελατειακή πολιτική και η πλημμύρα των συντεχνιακών ομάδων. Συνέπεια ήταν τα συνεχή ελλείμματα των προϋπολογισμών, των ισοζυγίων πληρωμών, το αυξανόμενο δημόσιο χρέος και η σημερινή κρίση. Το πολιτικό-οικονομικό-κοινωνικό σύστημα παραμένει όμως περίπου το ίδιο παρ’ όλο που χρεοκόπησε αμετάκλητα.
Το κράτος είναι αναποτελεσματικό. Το χαρακτηρίζουν οι υστερήσεις στην οργάνωση της διοίκησης, το χαμηλό επίπεδο των γνώσεων και των ικανοτήτων των υπαλλήλων, οι δαιδαλώδεις διαδικασίες, η πολυνομία, η τυπολατρεία.
Η ανεργία. Η μη παραγωγική απασχόληση. Η πληθώρα μεταπρατών, μεσαζόντων, διαμεσολαβητών, ο υπερβολικός αριθμός δημοσίων υπαλλήλων σε σχέση με τα καθήκοντα που επιτελούν, το μεγάλο ποσοστό αυτοαπασχολουμένων λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων ανεύρεσης ικανοποιητικής εργασίας.
Οι δυσκολίες στην πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων λόγω έντονης αντίδρασης του πλέγματος εξουσίας που διαμόρφωσε η συλλειτουργία κομμάτων, συντεχνιών οικονομικών συμφερόντων και πελατειακών δικτύων. Η χωρίς ενδοιασμούς αντιπαλότητα που χαρακτηρίζει την πολιτική ζωή.
Τα προβλήματα της χώρας δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν από την Ελλάδα είτε σε αντιπαράθεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση είτε αδιαφορώντας για τις εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο. Η Ελλάδα είναι ενταγμένη από τα πράγματα στο ευρωπαϊκό και στο διεθνές σύστημα οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας. Η αυτονομία της χώρας λειτουργεί μέσα σε ένα υπέρτερο πλαίσιο καθοριστικό για τις δυνατότητές της και άρα τις επιλογές της. Παρ’ όλα αυτά πιστεύουμε ότι όλοι οι άλλοι είναι υποχρεωμένοι να συμμορφωθούν με τη θέλησή μας οτιδήποτε και αν ζητήσουμε. Διαμαρτυρόμαστε για τους τοκογλυφικούς τόκους που πρέπει να πληρώσει η χώρα. Παρ’ όλα αυτά προσφεύγουμε πάντα στις ίδιες αγορές για να δανειστούμε, επειδή κανένας άλλος δεν μας δανείζει. Το λογικό συμπέρασμα, να ξοδεύουμε λιγότερο για να μη δανειζόμαστε, θεωρείται έκφραση μιας ανάλγητης πολιτικής λιτότητας. Έντονη δυσπιστία αντιμετωπίζει και το συμπέρασμα, ότι πρέπει να είμαστε μέλη ενός υπερεθνικού συνόλου, όπως η Ευρωζώνη. Όμως μόνοι μας δεν έχουμε την απαραίτητη εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών και αγορών, τη δυνατότητα να εξασφαλίζουμε χρηματοδοτήσεις για την ανάπτυξη με χαμηλότερο επιτόκιο ή την εξασφάλιση ότι μπορούμε να προσφύγουμε στους μηχανισμούς στήριξης της Ευρωζώνης που βοηθούν τα κράτη μέλη σε ώρα κρίσης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη αντιμετωπίζουν και αυτές μια σειρά από προβλήματα που είτε συναρτώνται με την αντιμετώπιση του ελληνικού θέματος, είτε με την πρόληψη μιας παρόμοιας κρίσης στο μέλλον. Τέτοια είναι:
Η διαφορά επιπέδων ανάπτυξης μεταξύ του πυρήνα της Ένωσης και της περιφέρειάς της, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα των περιφερειακών χωρών και τα μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών τους. Συνέπεια της κατάστασης αυτής είναι ο αυξανόμενος δανεισμός και το αυξανόμενο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος των περιφερειακών χωρών. Κατά τις χώρες του πυρήνα η θεραπεία του φαινομένου αυτού απαιτεί δημοσιονομικούς περιορισμούς και συνεχή διαρθρωτικά μέτρα. Είναι κατ’ αυτούς η πολιτική που θα επιτρέψει στις χώρες της περιφέρειας να υπερβούν από μόνες τους τις δυσκολίες τους παρά το ανταγωνιστικό περιβάλλον. Πρόκειται για μια ωραιοποίηση της κατάστασης. Στην πραγματικότητα παροδικές βελτιώσεις και νέες κρίσεις θα είναι αναπόφευκτες στην περιφέρεια και θα διαδέχονται η μία την άλλη όσο θα υπάρχει αισθητή διαφορά ανταγωνιστικότητας μεταξύ των εταίρων.
Λύση αποτελεί είτε η αμοιβαιοποίηση των χρεών που δεν επιτρέπεται σήμερα είτε η δημιουργία ενός συστήματος μεταφοράς πόρων προς την περιφέρεια πέραν των υφισταμένων σήμερα μεταβιβάσεων των διαρθρωτικών ταμείων. Τα θέματα αυτά παραμένουν ωστόσο ταμπού στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Απόλυτη σιωπή συνάντησαν και άλλες προτάσεις π.χ. για την δημιουργία ενός υπερεθνικού συστήματος ασφάλισης, που θα παρέχει στοχευμένη στήριξη σε χώρες που έχουν υποστεί σοβαρά οικονομικά πλήγματα.
Η κρίση αντιμετωπίστηκε με μέτρα, που δεν προβλέπονταν στις Συνθήκες και ήταν μάλιστα αντίθετες στο πνεύμα τους, όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης (EFSF) και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθεροποίησης (ESM). Μια πληθώρα νέων ρυθμίσεων, όπως το Δημοσιονομικό Σύμφωνο και το «Ευρωπαϊκό εξάμηνο», και ένα σύνολο κανονισμών (six pack/two pack) καθόρισαν νέους κανόνες ελέγχου των δημοσιονομικών κάθε χώρας. Οι προϋπολογισμοί των κρατών μελών π.χ. τώρα πια ελέγχονται και εγκρίνονται από το ευρωπαϊκό κέντρο. Το σύστημα παρακολούθησης και ελέγχου είναι όμως πολύπλοκο, δυσεφάρμοστο και ελλιπές. Ασαφές παραμένει ποιος θα το αποτιμά και πως θα διαμορφώνεται η οικονομική και η δημοσιονομική πολιτική για το σύνολο της Ευρωζώνης. Η Ευρωζώνη χρειάζεται οπωσδήποτε μια οικονομική κυβέρνηση ικανή να την καθοδηγεί. Το θέμα της οικονομικής διακυβέρνησης έχει συζητηθεί στην Ευρωζώνη με πενιχρά αποτέλεσμα μέχρι σήμερα. Αλλαγές σ’ αυτή την κατεύθυνση δεν είναι επιθυμητές απ’ όλες τις χώρες του πυρήνα.
Η ανάγκη στενότερης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και δραστικής επέκτασης της ενιαίας διακυβέρνησης είναι αναμφισβήτητη. Από όλους σχεδόν αναγνωρίζεται ότι το κοινό νόμισμα χωρίς ενιαία δημοσιονομική πολιτική για το σύνολο της Ευρωζώνης θα παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα. Κοινός τόπος είναι επίσης η ανάγκη ενός ενιαίου προϋπολογισμού για την Ευρωζώνη, ώστε να πραγματοποιούνται δράσεις που θα εξισορροπούν τις διαφορές μεταξύ κέντρου και περιφέρειας και θα επιτρέπουν τις πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη των υποδομών, την βελτίωση της εκπαίδευσης και την προστασία του περιβάλλοντος σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ζητούμενο είναι και κοινοί φορολογικοί κανόνες ώστε να αποφεύγεται το φορολογικό ντάμπιγκ και η φοροδιαφυγή κυρίως των πολυεθνικών επιχειρήσεων.
Η εμβάθυνση όμως της ολοκλήρωσης στο επίπεδο της Ευρωζώνης θέτει σημαντικά προβλήματα και προκαλεί έντονες αντιδράσεις. Ήδη έχει επισημανθεί το πρόβλημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης των αποφάσεων των εκτελεστικών ευρωπαϊκών οργάνων. Η εξουσία βρίσκεται σήμερα με τρόπο ασυμμετρικό στα χέρια των χωρών με τη μεγαλύτερη οικονομική ισχύ και των κεντρικών γραφειοκρατικών μηχανισμών της Ένωσης ιδίως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι λαοί που εφαρμόζουν τις αποφάσεις τους ελάχιστες δυνατότητες έχουν να τις αμφισβητήσουν μεσω των αντιπροσωπευτικών οργάνων της Ε.Ε . Εκείνοι που παίρνουν τις αποφάσεις δεν λογοδοτούν ούτε κρίνονται για τις πράξεις τους. Το δημοκρατικό έλλειμμα στην Ένωση αποτελεί κοινό τόπο. Όπως και το διαζύγιο μεταξύ εξουσίας και υποχρέωσης λογοδοσίας.
Η αποκατάσταση της δημοκρατικής λειτουργίας στο σύστημα της διακυβέρνησης της Ευρωζώνης αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο. Έχει προταθεί, μεταξύ άλλων, η θεσμοθέτηση ενός κοινοβουλίου της Ευρωζώνης που θα αποτελείται είτε από τους βουλευτές του Ευρωκοινοβουλίου που εκπροσωπούν τα κράτη μέλη της ΟΝΕ ή από εκπροσώπους των εθνικών κοινοβουλίων. Διαδεδομένη είναι επίσης η γνώμη, ότι για να επιτευχθεί μια ενιαία και αποτελεσματική διακυβέρνηση είναι απαραίτητη η θεσμοθέτηση ενός υπουργείου οικονομικών της Ένωσης. Ο υπουργός θα επιλέγεται και θα λογοδοτεί στο κοινοβούλιο της Ευρωζώνης. Πιο συντηρητικές προτάσεις προβλέπουν την σύσταση μιας «Επιτροπής Εποπτείας του ευρώ» στην οποία θα συμμετέχουν εκατό εκπρόσωποι των εθνικών κοινοβουλίων και ανάλογος αριθμός ευρωβουλευτών. Η Επιτροπή αυτή θα έχει ελεγκτικές αρμοδιότητες.
Οι προτάσεις για ένα νέο τρόπο συνολικής διακυβέρνησης της Ένωσης δεν έχουν μέχρι τώρα απασχολήσει συστηματικά είτε τις κυβερνήσεις των κρατών μελών είτε τα όργανα της Ένωσης στις μεταξύ τους επίσημες συζητήσεις. Ούτε είναι πιθανό να τις απασχολήσουν άμεσα αν και προβληματισμοι εκφράζονται από διάφορες πλευρές. Συναντούν τις έντονες αντιρρήσεις ορισμένων κρατών, που φοβούνται, ότι θα χάσουν κάθε δυνατότητα επιρροής των εξελίξεων σε περίπτωση πολιτικής ενοποίησης. Ένα πρόσθετο ιδιαίτερα σοβαρό εμπόδιο είναι ότι η αποδοχή των προτάσεων αυτών προϋποθέτει την αλλαγή των Συνθηκών. Έντονη βούληση για την τροποποίησή τους δεν υπάρχει όμως κάτω από τις κρατούσες συνθήκες. Οι πολίτες σε αρκετές χώρες, αν και θέλουν να υπάρξει μια αποτελεσματικότερη λειτουργία της Ευρωζώνης, φαίνεται να αμφισβητούν τη θεσμοθέτηση μιας υπερεθνικής οικονομικής ή και πολιτικής εξουσίας που θα μπορεί να αποφασίζει για θέματα της χώρας τους ανεξάρτητα από την άποψη της κυβέρνησης ή του κοινοβουλίου τους. Πιο εφικτή είναι μια νέα Συνθήκη για την Ευρωζώνη, η οποία θα ενοποιήσει τις σημερινές πολλαπλές ρυθμίσεις σ’ ένα πιο λειτουργικό πλαίσιο και θα θεσμοθετήσει τις αναγκαίες αλλαγές για μια οικονομική κυβέρνηση που επιλέγεται και λογοδοτεί δημοκρατικά.
Το πρόβλημα μιας συντονισμένης αποτελεσματικής δράσης των χωρών της Ευρωζώνης δεν αφορά μόνο την υπέρβαση της σημερινής κρίσης και την αποφυγή νέων κρίσεων στο μέλλον. Αφορά το πολύ σοβαρότερο θέμα της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης απέναντι στις ΗΠΑ, στην Κίνα και του ελέγχου των συνεπειών της παγκοσμιοποίησης. Οι προβλέψεις είναι δυσοίωνες. Σ’ έναν πολυπολικό κόσμο, όπου οι άλλες μεγάλες δυνάμεις θα αυξάνουν τις σφαίρες επιρροής τους, η Ευρώπη για να διατηρήσει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο θα πρέπει να ενισχύσει τις δυνατότητές της και να μιλά με μια φωνή. Αλλιώς θα επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις, ότι σε μια πεντηκονταετία καμιά από τις ευρωπαϊκές χώρες δεν θα ανήκει πια στις οχτώ σημαντικότερες χώρες του κόσμου παρ’ όλο που σήμερα ανήκουν σ’ αυτές τέσσερεις.
Για την Ελλάδα, το διακύβευμα των ευρωεκλογών δεν αφορά το μνημόνιο. Όχι μόνο γιατί θα παύσει να ισχύει στη διάρκεια του έτους, αλλά και γιατί στην Ευρωζώνη ισχύουν ήδη παραπλήσιοι κανόνες που δεσμεύουν τα μέλη της στη τήρηση συγκεκριμένων επιδιώξεων, στην προώθηση διαρθρωτικών μεταβολών και στον σεβασμό των δημοσιονομικών στόχων. Το διακύβευμα των ευρωεκλογών είναι για τη χώρα η διαμόρφωση μιας πολιτικής ατζέντας για την αντιμετώπιση της υστέρησής της στο πλαίσιο της συμμετοχής στην Ευρωζώνη αλλά και για την ανάπτυξη της Ένωσης προς πρός ένα καλύτερο πρότυπο- προς την οικονομική, δημοσιονομική και τελικά πολτική ενοποίηση ως δημοκρατική Ένωση αλληλεγγύης, κοινωνικής δικαιοσύνης και συνοχής. Αυτό προϋποθέτει όμως και άποψη και στόχους για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το ρόλο της χώρας στην προσπάθεια αυτή. Στόχος της εκλογικής αναμέτρησης δεν πρέπει να είναι η αντιπαράθεση γύρω από τα θέματα της τρέχουσας εσωτερικής πολιτικής και βεβαίως όχι το κυνήγι του σταυρού. Επιδίωξή της πρέπει να είναι η ενημέρωση των πολιτών, ώστε να γίνουν κατανοητά τα προβλήματα, οι υπάρχουσες νομοτέλειες, οι περιορισμοί και οι δυνατότητες της χώρας. Να συνειδητοποιήσουν την πραγματικότητα, να αποδεχθούν και να στηρίξουν τις επιβεβλημένες προσπάθειες. Να αλλάξουν οι νοοτροπίες ώστε οι πολίτες να μην ζουν σ’ ένα μικρόκοσμο αποσυνδεδεμένο από τις παγκόσμιες εξελίξεις με τη φαντασίωση, ότι είναι σε θέση να αποφύγουν τις συνέπειες της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της παγκοσμιοποίησης, ότι μπορούν άκοπα και χωρίς συνέπειες να διαφωνούν και να επιβάλουν τη θέλησή τους. Η χώρα χρειάζεται να συνειδητοποιήσει τα προβλήματά της και να ασχοληθεί ουσιαστικά με αυτά για να τα ξεπεράσει. Χρειάζεται ρεαλισμός.