Η χρηματοοικονομική κρίση του 2007, αλλά και η κρίση του δημοσίου χρέους του 2009 συνέβησαν σε μια εποχή κατά την οποία στην Ε.Ε. κυριαρχούσε η συντηρητική αντίληψη της αποφυγής νέων πρωτοβουλιών. Κατά την επικρατούσα γνώμη, η Συνθήκη της Λισσαβόνας του 2007 είχε συμπεριλάβει όλες τις αναγκαίες μεταβολές των θεσμικών ρυθμίσεων και άλλες αλλαγές δεν θα έπρεπε να επιδιωχθούν.
Επικρατούσε στην Ένωση μεταρρυθμιστική κούραση σε αντίθεση με την κινητικότητα της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα. Οι αιτίες ήταν διάφορες. Η ένταξη των δέκα νέων μελών το 2003 πολλαπλασίασε τις δυσκολίες των συνεννοήσεων και τα εμπόδια στη λήψη των αποφάσεων της Ένωσης. Οι νέες χώρες που ανήκαν παλιά στο χώρο επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης αντιδρούσαν και αντιδρούν σε ενοποιητικές προσπάθειες και την εφαρμογή κοινών κανόνων. Το μόνιμο επιχείρημά τους ήταν: «Δεν γίναμε μέλη της Ένωσης για να αντικαταστήσουμε τη Μόσχα με τις Βρυξέλλες». Η Γαλλία και η Γερμανία είχαν πιέσει για τη διεύρυνση της Ένωσης με την ελπίδα ότι θα αποκτούσαν νέες αγορές και νέους συμμάχους. Οι νέες χώρες θεωρούσαν όμως ότι ο κατ’ εξοχήν συμπαραστάτης τους ήταν οι ΗΠΑ και εξέφραζαν αμφιβολίες και αντιρρήσεις για την ευρωπαϊκή πολιτική.
Από το 2001 και μετά άρχισε να αλλάζει η σύνθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η σοσιαλδημοκρατική πλειοψηφία αντικαταστάθηκε βαθμιαία. Επικράτησαν κυβερνήσεις στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Ιταλία που δεν είχαν πια το ίδιο ενδιαφέρον για τα ευρωπαϊκά πράγματα. Η προσοχή τους ήταν στραμμένη στα εσωτερικά τους προβλήματα. Αλλά και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την πλειοψηφία αποτελούσαν επίτροποι που ανήκαν σε συντηρητικά κόμματα. Η γραμμή «όχι άλλες αλλαγές, αρκετά έγιναν» εξέφραζε τόσο τις κυβερνήσεις όσο και τα κοινοτικά όργανα. Η σκέψη, μιας συνεχούς μελέτης της λειτουργίας της ΟΝΕ και η συμπλήρωση των Συνθηκών με ρυθμίσεις που θα αφορούσαν τα νέα προβλήματα εγκαταλείφθηκε. Το νόμισμα ήταν ένα θέμα των υπουργών οικονομικών και των κεντρικών τραπεζών. Ένα τεχνικό θέμα με το οποίο δεν θα ‘πρεπε να ασχολούνται οι πρωθυπουργοί. Δεν υπήρχε όραμα. Η Ένωση έπασχε από «βραχυπροθεσμισμό».
Οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που επικράτησαν μετά το 2004 επέτειναν αυτή την τάση. Έστρεψαν την προσοχή αποκλειστικά στα προβλήματα της ενιαίας αγοράς και του ενιαίου νομίσματος Οι πολιτικές για την ανάπτυξη των κρατών μελών κρίθηκαν ασυμβίβαστες με την επιδιωκτέα πολιτική. Η αύξηση της χρηματοδότησης της Ένωσης ώστε να πραγματοποιήσει έργα ματαιώθηκε. Επικράτησε η άποψη ότι η σύγκλιση θα πρέπει να επιδιωχθεί από το κάθε κράτος μέλος με τα δικά του μέσα και όχι με παρεμβάσεις της Ένωσης. Η δημοσιονομική κρίση που άρχισε το 2007 ενίσχυσε αυτή την άποψη.
Η διάθεση της Ένωσης, όταν άρχισε η κρίση, έτεινε στην διατήρηση της εμπεδωμένης κατάστασης, στην αποφυγή παρεμβάσεων, στην υπεράσπιση της άποψης, ότι οι αυτόματοι σταθεροποιητές των αγορών θα λύσουν τα προβλήματα. Το κλίμα ήταν εχθρικό προς τους «ταραξίες» που προκαλούσαν αμφιβολίες για το κοινοτικό οικοδόμημα με τα προβλήματα που δημιουργούσαν. Το λάθος ήταν δικό τους και όχι της Ένωσης.
Πολύ σύντομα οι οικονομικές εξελίξεις αποκάλυψαν μία αλήθεια που συγκάλυπταν οι μέχρι τότε τοποθετήσεις υπέρ της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Ο δρόμος προς την ενοποίηση ήταν και θα είναι δύσκολος, διότι η πολυπλοκότητα του έργου και οι πολλές διαφορές μεταξύ των συμμετεχόντων δεν βοηθούν στη διαμόρφωση μιας συγκροτημένης θεώρησης του επιτεύξιμου τελικού αποτελέσματος. Κάθε βήμα προς την ενοποίηση συνεπάγεται διαφωνίες και διαμάχη μεταξύ διαφόρων ιδεολογιών, σκοπών και συμφερόντων. Οι συμβιβασμοί, οι εξαιρέσεις και οι επιδιώξεις να διατηρηθεί η υφιστάμενη κατάσταση σταματούν την πρόοδο της προσπάθειας. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση προϋποθέτει κίνηση, αλλαγές αλλά και τις αναπόφευκτες αντιπαραθέσεις που τις συνοδεύουν.
Η Ελλάδα ήταν η αφορμή της κρίσης της Ευρωζώνης, όχι όμως η αιτία της. Η αιτία βρίσκεται στο ότι η Ευρωζώνη είναι μια πλήρης νομισματική ένωση, αλλά μια ατελής οικονομική και δημοσιονομική ένωση χωρών-μελών με διαφορετικά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, των ώριμων οικονομιών του Ευρωπαϊκού Βορρά και των λιγότερο ώριμων οικονομιών του Ευρωπαϊκού Νότου. Η τρέχουσα κρίση είναι κατά ένα μικρό μόνο ποσοστό κρίση δημοσίου χρέους, και αυτό αφορά κυρίως την Ελλάδα και την Πορτογαλία. Η ξέφρενη οικοδομική δραστηριότητα και η τεχνητή άνοδος των τιμών στην Ισπανία και στην Ιρλανδία, ο υπερδανεισμός των επιχειρήσεων στην Ιταλία, η άρνηση της Γερμανίας να αυξήσει την εσωτερική της ζήτηση ώστε να διευκολύνει τις εισαγωγές από τις χώρες του Νότου, η πτώση της ανταγωνιστικότητας των χωρών της περιφέρειας έδειξαν ότι αιτίες της ήταν επίσης η κρίση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, του τραπεζικού συστήματος αρκετών χωρών-μελών καθώς και κρίση ελέγχου και εποπτείας από τις δημοσιονομικές και νομισματικές αρχές της Ευρωζώνης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει ακόμη διαμορφώσει μια συνολική πολιτική οικονομικής διακυβέρνησης, ένα νέο τρόπο αντιμετώπισης των ανισοτήτων μεταξύ του αναπτυγμένου κεντρικού πυρήνα και της λιγότερο ανεπτυγμένης περιφέρειας της, διαδικασίες για την συστηματική προώθηση οικονομικής ανάπτυξης, που θα κατανέμουν κατά το δυνατόν ισόρροπα τις ωφέλειές της σε όλα τα μέλη.
Η έλλειψη μιας γενικά αποδεκτής κατεύθυνσης για την μελλοντική εξέλιξη της Ένωσης, οι συζητήσεις και οι διαφορές που προκαλούσε η υφιστάμενη ασάφεια μαζί με τις αναποτελεσματικές προσπάθειες για τον έλεγχο της κρίσης επηρέασαν αρνητικά την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Αντιλαμβάνεται την ευρωπαϊκή πορεία ως πρόβλημα. Στις χώρες του Νότου ένα μεγάλο ποσοστό των πολιτών θεωρεί την εφαρμοζόμενη πολιτική σταθεροποίησης ως καταπιεστική και αδιέξοδη. Στη Γερμανία αντίθετα η κοινή γνώμη την επικροτεί. Τα τρία τέταρτα του πληθυσμού της, δεν θέλουν νέες υποχωρήσεις απέναντι στην Ελλάδα και απορρίπτουν οποιαδήποτε νέα χρηματοδότηση. Στις άλλες χώρες, που δεν είχαν παρασυρθεί στη δίνη της κρίσης, επικρατεί δυσπιστία για τις προσπάθειες ανανέωσης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Κοινή είναι η αίσθηση ότι αλλαγές των Συνθηκών θα περιορίσουν ακόμη περισσότερο τον ανύπαρκτο ρόλο των μικρών κρατών της Ένωσης.
Η έλλειψη μιας πολιτικής που θα πείσει για την ευρωπαϊκή προοπτική δεν αποτελεί απλώς μια καθυστέρηση στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Είναι η αιτία της επαναλαμβανόμενης ανησυχίας και αστάθειας των αγορών. Οι αγορές παρατηρούν την αδυναμία να λυθεί το ελληνικό πρόβλημα, την χειροτέρευση στην κατάσταση της Ισπανίας και της Ιταλίας, τις καθυστερήσεις στη δημιουργία ενός κοινού αποτελεσματικού μηχανισμού σταθεροποίησης ή τις αμφιβολίες για το ρόλο της ΕΚΤ. Διαπιστώνουν ότι υπό τις συνθήκες αυτές οι επενδύσεις τους σε ομόλογα διατρέχουν κινδύνους, τα δάνειά τους μπορούν να μην εξοφληθούν. Ζητούν περισσότερη ενοποίηση, αποτελεσματικότερη διακυβέρνηση. Τα κράτη μέλη όμως διστάζουν, οι δισταγμοί προκαλούν αναταραχές και νέες αντιδράσεις των αγορών.
Αρχή της Συνθήκης είναι ότι στο πλαίσιο της ΟΝΕ κάθε χώρα ευθύνεται μόνον για τις δικές της υποχρεώσεις και δεν είναι υποχρεωμένη να καλύψει τις υποχρεώσεις άλλων κρατών. Σε μια Οικονομική και Νομισματική Ένωση οι ενέργειες της κάθε χώρας επηρεάζουν και τις ενέργειες των άλλων χωρών. Άρα απόλυτος περιορισμός ευθύνης δεν μπορεί να υπάρξει. Η κρίση έδειξε ότι τα μέλη της Ευρωζώνης αναγκάστηκαν να εφεύρουν τρόπους για να ατονήσει ο κανόνας των Συνθηκών κάτω από την πίεση των εξελίξεων και τους κινδύνους που προέκυψαν από την αδυναμία των περιφερειακών χωρών να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Στην περίπτωση της Ελλάδας επινόησαν τη χρηματοδότησή της μέσω διμερών δανείων, στην περίπτωση της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας, τη δημιουργία ενός προσωρινού μηχανισμού σταθεροποίησης. Ο προσωρινός μηχανισμός πήρε αργότερα μόνιμη μορφή. Οι ασάφειες, οι διαφωνίες, οι ημιτελείς λύσεις, οι επανεξετάσεις των θεμάτων ήταν συνεχείς. Οι αποφάσεις για την ενίσχυση των ισπανικών τραπεζών αναθεωρήθηκαν δύο φορές. Η θέσπιση του «δημοσιονομικού συμφώνου» εγγυάται μεν μια αποτελεσματικότερη πρόληψη κρίσεων. Αλλά δεν εξασφαλίζει την εκκαθάριση της υφιστάμενης κρίσης. Απαιτείται και η διευθέτηση πολλών άλλων προβλημάτων πέραν της τήρησης δημοσιονομικής πειθαρχίας. Χρειάζεται ένα σχέδιο για το μέλλον, που θα δώσει στην ΟΝΕ ιδίως τη δυνατότητα να αποφασίζει πιο γρήγορα, πιο αποφασιστικά και να έχει μέσα και δυνατότητες που δεν διαθέτει σήμερα αν και αναγκαίες. Η διαφορά των επιπέδων ανταγωνιστικότητας, διοικητικής ικανότητας ή παιδείας δεν αίρεται εάν δοθούν τώρα χρήματα σε κάθε κατεύθυνση ώστε να εξοφληθούν χρέη, να χορηγηθούν εγγυήσεις ή να ανακεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες. Τα κύρια προβλήματα είναι εδώ και καιρό γνωστά. Είναι η έλλειψη τόσο μιας κεντρικής καθοδήγησης όσο και ένας τρόπος ένταξης όλων των χωρών στην κοινή προσπάθεια. Είναι η διαμόρφωση μιας πολιτικής που θα αντιμετωπίσει τις αιτίες των ανισορροπιών και θα συνενώσει τις επί μέρους προσπάθειες σε μια κοινή κατεύθυνση ανάπτυξης. Αυτή η πολιτική απαιτεί ένα βήμα προς μια πολύ στενότερη οικονομική και πολιτική συνεργασία για την οποία τα μέλη της Ευρωζώνης δεν είναι ακόμη ούτε ιδεολογικά ούτε πολιτικά ούτε τεχνικά έτοιμοι.
Οι υπεύθυνοι της Ευρωζώνης και της Ένωσης προβάλλουν τη σημαντική δουλειά που έγινε για να εξασφαλισθεί η δημοσιονομική πειθαρχία και η παρακολούθηση των οικονομιών των κρατών μελών. Είναι πράγματι εκτεταμένη. Όμως, όπως παρατηρήθηκε από τον Ζ. Ντελόρ, με το ευρωπαϊκό εξάμηνο, το six-pack, το two-pack, το δημοσιονομικό σύμφωνο, το Ευρωπαϊκό σύμφωνο, το σύμφωνο ανάπτυξης, τις ρυθμίσεις για τους μηχανισμούς διάσωσης και τους κανονισμούς της ΕΚΤ «ποιος είναι σε θέση να κατανοήσει ή και να διαχειριστεί το σύστημα;» ποιος μπορεί να συναγάγει με βεβαιότητα, που πρόκειται να οδηγήσει τελικά την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι συνθήκες που επικρατούσαν μέχρι και το 2003, όταν έγινε η διεύρυνση της Ένωσης, έχουν αλλάξει. Η Ένωση βρίσκεται σε μια «διαδικασία μετάβασης». Χαρακτηριστικά της νέας αυτής περιόδου είναι η αλλαγή των παγκοσμίων συσχετισμών και ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία· η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση και η κρίση δημοσίου χρέους που αποσταθεροποίησαν τα τραπεζικά συστήματα χωρίς να διαφαίνεται ένα τέλος της εκτεταμένης ανησυχίας και αβεβαιότητας· οι ελλείψεις και οι ατέλειες που παρουσίασε το σύστημα της ΟΝΕ, ιδιαίτερα το χάσμα μεταξύ του πυρήνα και της περιφέρειάς της· η διεύρυνση της Ένωσης σε είκοσι επτά κράτη-μέλη, που δεν παρουσιάζουν την ομοιογένεια του αρχικού κύκλου των μελών· η ανάδειξη της Γερμανίας σε κύρια πολιτικο-οικονομική δύναμη της Ένωσης. Οι νέες συνθήκες δημιούργησαν νέες δυναμικές και τάσεις στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα: Η προσπάθεια διαμόρφωσης νέων κανόνων ιδίως όσον αφορά την οικονομική συνεργασία οδήγησε σε εντεινόμενες αντιδράσεις κατά της μεταβίβασης εξουσιών από τα κράτη μέλη προς το κέντρο. Υπάρχει αμφισβήτηση της πολιτικής ενοποίησης. Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ιδιαίτερα του Συμβουλίου Υπουργών των Γενικών Υποθέσεων ατόνησε. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναδείχθηκε σε κεντρικό πρωταγωνιστή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απέκτησε μια πιο εμφανή παρουσία. Συνέπεια ήταν οι ισορροπίες στο θεσμικό τρίγωνο Επιτροπή-Ευρωπαϊκό Συμβούλιο- Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να αλλοιωθούν. Ο γερμανογαλλικός άξονας έγινε ο μοχλός διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής πολιτικής και παρά τις προφανείς διαφωνίες μεταξύ των δύο χωρών θα συνεχίσει να έχει καθοριστική επιρροή. Προέκυψαν άτυπες ομαδοποιήσεις των κρατών μελών με ειδικά συμφέροντα. Παρ’ όλα αυτά, παρά τον αυξανόμενο ευρωσκεπτικισμό, παρά τις αντιδράσεις στην πολιτική λιτότητας που ακολουθεί η Ένωση, η πεποίθηση για την ανάγκη μιας ενιαίας, ισχυρής και αποτελεσματικής εξουσίας έχει επικρατήσει.
Έντονη είναι και η πεποίθηση ότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα δεν αφορά μόνο την επίτευξη ενός ενιαίου νομισματικού και οικονομικού χώρου. Η ενωμένη Ευρώπη είναι ένα πολύ ευρύτερο σχέδιο. Προσδιορίζεται από την συνύπαρξη των ευρωπαϊκών λαών επί αιώνες, τις κοινές τους εμπειρίες, τον αλληλοεπηρεασμό των πολιτισμών τους, τους συγγενείς τρόπους ζωής και οργάνωσης των κοινωνιών τους. Προκύπτει από την κοινότητα αξιών, γνώσεων, τις εμπεδωμένες πρακτικές συνεργασίες αλλά και τα οδυνηρά βιώματα των πολέμων και του σκοταδισμού. Συνδέεται με ένα πλέγμα αρχών, στο οποίο η δημοκρατία, η προσωπική ελευθερία, ο σεβασμός του ατόμου, η παιδεία και η συνεχώς επεκτεινόμενη γνώση παίζουν πρωτεύοντα ρόλο. Το σχέδιο αυτό αφορά την ανάγκη κοινής δράσης, το αναπόφευκτο κοινό μέλλον σ’ ένα κόσμο, που αλλάζει με την παγκοσμιοποίηση και στον οποίο νέες δυνατότητες έχουν όλο και πιο καθοριστική παρουσία.
Το ευρώ δεν είναι λοιπόν μόνο αποτέλεσμα οικονομικών εκτιμήσεων ούτε επιβλήθηκε από τις αγορές για να υποτάξουν τους λαούς στις επιθυμίες τους. Ήταν ένα πολιτικά επιβεβλημένο βήμα για να επεκταθούν οι κοινές δραστηριότητες, να καταργηθούν φραγμοί και σύνορα, να υπάρξει οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη. Προέκυψε ως στόχος πολύ πριν αρχίσουν οι συζητήσεις για την σκοπιμότητα και μορφή της νομισματικής Ένωσης.
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι όλο και περισσότερο αναγκαία επειδή η παγκοσμιοποίηση, έχει αυξήσει κατά πολύ την ικανότητα των αγορών να κατευθύνουν και να αποφασίζουν την πολιτική. Η ισορροπία μεταξύ της εξουσίας των αγορών και την εξουσίας των κρατικών θεσμών δεν υπάρχει πια. Οι αγορές έχουν κερδίσει έδαφος. Το υφιστάμενο παγκόσμιο σύστημα χρειάζεται γι’ αυτό μηχανισμούς που ελέγχουν τις διεθνείς αγορές, κανόνες για να καταπολεμείται η διεθνής κερδοσκοπία και κέντρα πολιτικής εξουσίας που να είσαι σε θέση να επιβάλλουν συμπεριφορές τις αγορές ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πολιτών. Η πολιτική ένωση είναι αναγκαία.
Η πολιτική αντιμετώπιση των προβλημάτων της Ευρωζώνης είναι γι’ αυτό αναπόσπαστα δεμένη με την οικονομική θεώρησή τους. Οι ρυθμίσεις για τον έλεγχο της κρίσης, οι κοινή δημοσιονομικοί κανόνες, το κοινό πλαίσιο για την σύνταξη των προϋπολογισμών θα πρέπει να νοούνται και να εφαρμόζονται σε συνάρτηση με την ευρύτερη επιδίωξη για μια κοινή πορεία. Οι υποχρεώσεις που ανέλαβε κάθε μέλος με τη συμμετοχή του και τα δικαιώματα που απέκτησε είναι συναρτημένα με τη δέσμευση για αμοιβαία αλληλεγγύη και την επιδίωξη του κοινού συμφέροντος της Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι ούτε μια λέσχη όπου μόνον οι εκλεκτοί έχουν λόγο ούτε μία συνένωση κρατών που διοικείται με διαταγές από μια Αρχή με υπερεξουσίες. Είναι ένα κοινό εγχείρημα ελευθερίας, ανάπτυξης και προσαρμογής στις νέες παγκόσμιες συνθήκες.
Εάν οι χώρες που βρίσκονται σε κρίση είχαν διατηρήσει το νόμισμά τους θα ήταν σε θέση να το υποτιμήσουν ώστε να γίνουν πάλι ανταγωνιστικές και να ανακάμψουν σε λίγα χρόνια. Αυτό δεν είναι πια δυνατό. Τα κράτη σε κρίση πρέπει να εφαρμόσουν για πολύ χρόνο μια αυστηρή πολιτική λιτότητας και εκτεταμένες διαρθρωτικές αλλαγές. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι μια περιοριστική πολιτική με αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη δεν αποφεύγεται με μια υποτίμηση. Χωρίς περιορισμούς ο πληθωρισμός που ακολουθεί την υποτίμηση ακυρώνει τα κέρδη της. Μια τέτοια εξέλιξη οδηγεί επίσης σε ύφεση, κοινωνική αναταραχή, στην ανάδειξη πολιτικών δυνάμεων που διαμαρτύρονται κατά της συμμετοχής στην Ευρωζώνη, την απώλεια αξιοπιστίας και χρόνια στασιμότητας. Η οικονομική κρίση και ύφεση στη νότια Ευρώπη δεν αντιμετωπίσθηκαν με πειστικό τρόπο. Εάν η λιτότητα στο Νότο είχε συνδεθεί με δημοσιονομική επέκταση στο Βορρά η συνολική δημοσιονομική επίδοση της Ευρωζώνης θα ήταν με μακροοικονομικούς όρους ουδέτερη. Αυτό δεν συνέβη. Από τη στιγμή που ο Βορράς εφάρμοσε πολιτική λιτότητας η Ευρωζώνη οδηγήθηκε σε ύφεση. Σημαντικά μέτρα που να αφορούν τις χώρες του Νότου δεν έχουν ληφθεί ακόμη. Η αντιμετώπιση των αιτίων της κρίσης παραμένει αναγκαία. Η διαφορά των επιπέδων ανάπτυξης μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας της Ένωσης θέτει σε κίνδυνο την ενότητα της Ευρωζώνης και την ύπαρξη του ευρώ. Η Ευρωζώνη είναι ένα επίτευγμα το οποίο για οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους δεν πρέπει να ανατραπεί. Μία επιστροφή σε διαφορετικά νομίσματα των χωρών μελών της ούτε χρήσιμη ούτε δυνατή είναι.
Οι δυσκολίες προσαρμογής της υφισταμένης δομής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη νέα πραγματικότητα αυξάνονται συνεχώς. Για την αντιμετώπιση της κρίσης αποφασίστηκε μία σειρά πρωτοβουλιών και νέων μέτρων. Τα μέλη της Ευρωζώνης αποδέχτηκαν μια πιο εκτεταμένη κοινή διακυβέρνηση, έναν πιο αυστηρό συντονισμό των εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών για τη διαχείριση της κρίσης. Οι πρωτοβουλίες που πάρθηκαν άλλαξαν το υφιστάμενο καθεστώς του ευρώ αλλά δεν το αντικατέστησαν με άλλη τάξη πραγμάτων, την οποία θα μπορούν να χειριστούν οι υπεύθυνοι πιο εύκολα. Αντίθετα ο χειρισμός του υπάρχοντος καθεστώτος έγινε πιο πολύπλοκος και δύσκολος. Λείπει η σαφήνεια. Η συνέχεια στην οικοδόμηση της Ευρώπης δεν έχει ευκρίνεια στόχων. Το κύριο χαρακτηριστικό της νέας κατάστασης είναι το αυξανόμενο νομικό, θεσμικό και πολιτικό χάσμα μεταξύ της Ευρωζώνης και των μελών που δεν συμμετέχουν σ’ αυτήν. Οι κανόνες διαφέρουν από περίπτωση σε περίπτωση.
Ζητούμενο είναι ένας νέος τρόπος λειτουργίας της Ένωσης. Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Δύο είναι τα κεντρικά θέματα που απαιτούν απάντηση. Το πρώτο, για το οποίο έχει υπάρξει εκτεταμένη συζήτηση, αφορά τον τρόπο διακυβέρνησης της ΟΝΕ. Η επικεφαλίδα που χρησιμοποιείται για την περιγραφή του είναι «οικονομική διακυβέρνηση». Το δεύτερο αφορά την αντιμετώπιση των ανισορροπιών στην Ένωση ώστε να λειτουργήσει και σε όφελος των πιο αδύναμων χωρών, να κατανέμει την ευημερία ανάμεσα στις διάφορες περιοχές της. Δεν έχει τίτλο και δεν έχει προκαλέσει το ίδιο εκτεταμένο ενδιαφέρον όπως το πρώτο. Θα μπορούσε να περιγραφεί με τις λέξεις «ένταξη και συμμετοχή».
Στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία, όπου οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνδέσεις μεταξύ των κρατών έχουν πάρει πρωτόγνωρη έκταση, η επιστροφή στην απόλυτη αυτονομία δεν είναι πια δυνατή τόσο για μικρές χώρες όσο και για τα κράτη της Ένωσης. Η συμβίωση, η συνεργασία, ο συντονισμός των πολιτικών, οι κοινές στοχεύσεις αποτελούν αδήριτη αναγκαιότητα. Στο σύμπλεγμα που συνιστά η Ένωση πρόβλημα δεν είναι η επανάκτηση της χαμένης αυτονομίας, αλλά η διαμόρφωση μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής που ταιριάζει στις σύγχρονες συνθήκες υπέρβασης των συνόρων και ανταποκρίνεται ταυτόχρονα στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες των πληθυσμών της Ένωσης. Είναι η εφεύρεση τρόπων συνεργασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο ώστε να είναι εφικτή η προσαρμογή του ευρύτερου οικονομικού κοινωνικού συστήματος στα αιτήματα και στις αξίες των πολιτών, η οικονομική αποτελεσματικότητα με έλεγχο της αγοραίας οργάνωσης, η ανάπτυξη με δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος, η δημοκρατική οργάνωση με ουσιαστικές δυνατότητες συμμετοχής. Ζητούμενο είναι η πολιτική της ευρωπαϊκής πολιτείας στη υπερεθνική ευρωπαϊκή εποχή που θα εξασφαλίζει τόσο τις ιδιαιτερότητες του κάθε κράτους μέλους, όσο και την πραγματοποίηση των κοινών σκοπών.
Η οικονομική διακυβέρνηση και τα μόνιμα μέτρα αντιμετώπισης των κρίσεων απαιτούν σε κάθε περίπτωση αλλαγές στις Συνθήκες. Προθυμία όμως για τροποποιήσεις των Συνθηκών δεν υπάρχει ούτε στους πολιτικούς ούτε στους πολίτες. Η τελευταία αλλαγή, που οριστικοποιήθηκε το 2009 και είναι γνωστή ως Συνθήκη της Λισσαβόνας, ήταν αποτέλεσμα μακρών διαπραγματεύσεων, της απόρριψης ενός Ευρωπαϊκού Συντάγματος και σφοδρών αντιπαραθέσεων σχεδόν επί μια δεκαετία. Η μεταφορά εξουσιών από τα κράτη μέλη στα όργανα της Ένωσης είναι μεν μια αναπόφευκτη πορεία αλλά συναντά πια έντονες αντιδράσεις ιδίως στις μικρές χώρες και αυτές που δεν ανήκουν στην Ευρωζώνη. Οι πολίτες, αν και θέλουν να προχωρήσει η οικονομική ενοποίηση, δεν αποδέχονται να υπάρχει μια υπέρτερη οικονομική εξουσία που θα μπορεί να αποφασίζει για θέματα της χώρας τους αγνοώντας την άποψη της κυβέρνησης ή του κοινοβουλίου τους. Η ευρωπαϊκή πολιτική θεωρούν ότι περιορίζει τα κράτη μέλη στην προσπάθεια να ανταποκριθούν στις ανάγκες των πολιτών τους. Το επίκεντρό της είναι η ελεύθερη λειτουργία της αγοράς και όχι η διόρθωση των συνεπειών της αγοραίας οργάνωσης. Η κοινωνική δικαιοσύνη πάσχει. Αλλά και η δημοκρατία υποφέρει. Οι πολύπλοκες διαδικασίες αποφάσεων, η σωρεία των συμμετεχόντων στην διαμόρφωση μιας κοινά αποδεκτής γνώμης περιορίζουν την δυνατότητα παρέμβασης και αλλαγής της πολιτικής.
Για να ξεπερασθεί η σημερινή αποστασιοποίηση από τα ευρωπαϊκά προβλήματα δεν αρκούν η «τραπεζική ένωση» ή η συμμετοχή του Ευρωκοινοβουλίου στη λήψη των αποφάσεων. Ο Ζ. Ντελόρ έλεγε ότι «οι άνθρωποι δεν μπορούν να ερωτευτούν μια ενιαία αγορά». Χρειάζονται ιδέες και προτάσεις που θα προκαλέσουν σε όλες τις χώρες μια ευρύτερη κινητοποίηση για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Θα πρέπει να προσδιορίσουμε και να εξηγήσουμε ποιο μέλλον επιδιώκουμε σε σχέση με το σήμερα. Να πείσουμε, ότι την εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τον ανταγωνισμό των ΗΠΑ, της Κίνας και άλλων πολιτειών με εκατοντάδες εκατομμύρια πληθυσμό, αν επιμένουμε στην πολυδιάσπαση, σε κρατίδια, τους εθνικούς εγωισμούς και την μονήρη πορεία του κάθε κράτους. Η ιστορία της ηπείρους μας με τους συνεχείς πολέμους, τις ηγεμονικές επιδιώξεις και τις εθνικιστικές εξάρσεις της δυσκολεύει την κατανόηση ενός «αφηγήματος για το κοινό μέλλον». Αλλά χωρίς αυτά δεν θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε και να βελτιώσουμε τον κοινό τρόπο ζωής και με τις ελευθερίες, τις δυνατότητες και τις αξίες του.
Ο Γιούργκεν Χάμπερμας, ο Μάρτιν Γούλφ και πολλοί άλλοι έχουν τονίσει την ύπαρξη δημοκρατικού ελλείμματος στην Ευρωζώνη. Αναφέρουν, ότι η εξουσία έχει συγκεντρωθεί στα χέρια των κυβερνήσεων των χωρών που χορηγούν τα δάνεια, ιδίως της Γερμανίας και τριών γραφειοκρατικών μηχανισμών, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Τονίζουν ότι οι λαοί των χωρών που επλήγησαν δεν μπορούν να ασκήσουν επιρροή στις χώρες αυτές και τους μηχανισμούς αυτούς. Οι πολιτικοί που οφείλουν να λογοδοτούν στους λαούς είναι χωρίς ισχύ. «Το διαζύγιο μεταξύ υποχρέωσης λογοδοσίας και εξουσίας προσβάλλει κάθε έννοια δημοκρατικής διακυβέρνησης». Η κρίση της Ευρωζώνης δεν είναι λοιπόν μόνον κρίση οικονομική, είναι και κρίση δημοκρατικής νομιμοποίησης και λογοδοσίας. Η δημοκρατία αποτελεί αναγκαιότητα, εάν θέλουμε η Ευρωπαϊκή Ένωση να γίνει δεκτή από τους πολίτες της και να εκφράζει τα συμφέροντά τους.
Η πολιτική Ένωση μπορεί να πραγματοποιηθεί βαθμιαία. Η οικονομική διακυβέρνηση αποτελεί ένα βήμα για να ενισχυθεί η συνεργασία, να εξετασθούν τρόποι επίλυσης διαφορών ως προς τις ακολουθητέες πολιτικές και να διευρυνθεί η δημοκρατική λογοδοσία των ευρωπαϊκών οργάνων δια της ανάδειξης του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι εμπειρίες που θα αποκτηθούν στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας θα επιτρέψουν να σχεδιασθεί το επόμενο βήμα ενοποίησης με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία.
Αναζητώντας το νέο πλαίσιο λειτουργίας της Ένωσης δεν θα έπρεπε κανείς να θέσει πρώτα το ερώτημα, αν επιδιώκεται Ομοσπονδία ή Συνομοσπονδία κρατών ή ένα άλλο σχήμα κοινής δράσης. Σημασία έχει να προσεγγιστούν τα προβλήματα με μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις, να αναζητηθούν λύσεις που παράγουν οφέλη για όλα τα κράτη μέλη και να αναγνωρισθούν τα όρια του περιορισμού της εθνικής κυριαρχίας που συνεπάγεται η δημιουργία μιας υπερεθνικής οντότητας.
Πολλοί σχολιαστές των πρόσφατων εξελίξεων στην Ε.Ε. έχουν ήδη εκφραστεί υπέρ μιας βαθμιαίας προσέγγισης σε νέες μορφές συνεργασίας. Παρά τις διαφορές στα επιμέρους σκεπτικά τους συμφωνούν ότι η έξοδος από την κρίση επιβάλλει πάντως «την φυγή προς τα εμπρός» δηλαδή στην κατεύθυνση της οικονομικής διακυβέρνησης και της πολιτικής ενοποίησης. Αυτός είναι ο στόχος που πρέπει με σοβαρότητα και επιμονή να επιδιώξουμε. Το ελληνικό πρόβλημα δεν ήταν μία ατυχία στην πορεία της Ένωσης, η παρεκτροπή που ανέτρεψε ένα καλά σχεδιασμένο εγχείρημα. Ήταν ο καταλύτης που ανέδειξε τις αδυναμίες της μέχρι τώρα λειτουργίας της Ε.Ε., την ανάγκη μιας νέας διαμόρφωσης των θεσμών της για να ανταποκριθούν στον όλο και ευρύτερο ρόλο που καλείται να αναλάβει.