Ο στόχος του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, όταν ξεκίνησε την δεκαετία του 1950, ήταν κυρίως πολιτικός. Να εξαλειφθούν οι αιτίες των πολεμικών αναμετρήσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών με την βαθμιαία οικοδόμηση της Ευρωπαϊκής πολιτικής ομοσπονδίας. Τα κράτη-μέλη ήταν έξη, ένας όμιλος αναπτυγμένων χωρών με πολλές ομοιότητες. Η δυναμική της παγκόσμιας εξέλιξης οδήγησε σε διεύρυνση του ομίλου και σε όλο και στενώτερη κοινή δράση. Τα μέλη έγιναν είκοσι οκτώ. Οι πλούσιοι του Βορρά πρέπει να συζήσουν με τους φτωχούς του Νότου. Οι αναπτυγμένες δημοκρατίες της Δυτικής Ευρώπης με τους κληρονόμους του σοβιετικού αυταρχισμού της Ανατολικής Ευρώπης. Το σχήμα, όπως διαμορφώθηκε μέχρι σήμερα, δεν ανταποκρίνεται πια στις ανάγκες. Παρουσιάζει όλο και περισσότερες δυσλειτουργίες. Η Ένωση βρίσκεται σε «διαδικασία μετάβασης» χωρίς να έχει ορισθεί το «προς τα πού». Οι εκλογές για την ανάδειξη του νέου Ευρωπαικού Κοινοβουλίου τον προσεχή Μαιο μπορεί να αποτελεσουν ένα σημαντικό σταθμό σ’ αυτήν τη μεταβατική διαδικασία.
Η αφετηρία του προβλήματος είναι ότι η Ευρωζώνη είναι μια ατελής οικονομική και νομισματική ένωση χωρών-μελών με διαφορετικά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά. Όταν ιδρύθηκε, δεν υπήρχε σχέδιο οικονομικής διακυβέρνησης που θα αντιμετώπιζε τις ανισότητες μεταξύ του αναπτυγμένου πυρήνα και των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών της περιφέρειας. Οι δημιουργοί της θεωρούσαν ότι οι αυτοματισμοί της αγοράς θα εξαλείψουν βαθμιαία τις ανισορροπίες. Οι εξελίξεις τους διέψευσαν. Οι διαφορές εντάθηκαν. Έλειψαν τραγικά οι διαδικασίες για την συστηματική προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης. Οι ωφέλειες δεν κατανεμήθηκαν ισόρροπα σε όλα τα μέλη.
Οι διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις δεν επέτρεψαν τη λύση του προβλήματος. Οι αναπτυγμένες χώρες του Βορρά θεωρούν, ότι σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να αλλάξει ο κανόνας που αποκλείει την επιβάρυνση μιας χώρας είτε με την πληρωμή των χρεών άλλων χωρών είτε με τη μεταφορά πόρων από τους «πλούσιους» στους «φτωχούς». Η υποχρέωση αλληλεγγύης, η οποία τις βαρύνει, δεν μπορεί να επεκταθεί πέραν των όσων έχουν συμφωνηθεί στις Συνθήκες.
Από τις περιφερειακές χώρες έχουν προταθεί διάφοροι τρόποι για να ξεπερασθεί το πρόβλημα. Έχει για παράδειγμα διατυπωθεί η άποψη ότι κάθε χώρα της Ευρωζώνης θα πρέπει ανάλογα με τις οικονομικές εξελίξεις, είτε να παίρνει μέτρα σταθεροποίησης όπως τον περιορισμό των κρατικών δαπανών, είτε να αυξάνει τη ζήτηση στο εσωτερικό της και έτσι τις εισαγωγές από τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. Τούτο και αν ακόμη η ακολουθούμενη πολιτική οδηγεί σε υπέρβαση του προβλεπόμενου ανωτάτου ορίου πληθωρισμού. Ταυτόχρονα θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα υπερεθνικό σύστημα κάλυψης (ασφάλισης) των κρατών μελών στο οποίο θα συνεισφέρουν όλα τα μέλη ανάλογα του μεγέθους των οικονομιών τους. Το σύστημα θα παρέχει στοχευμένη στήριξη σε χώρες που έχουν υποστεί σοβαρά οικονομικά πλήγματα.
Απέναντι στις προτάσεις αυτές οι χώρες μέλη είναι αρνητικές ή διστακτικές. Θέλουν να δουν την εξειδίκευσή τους, να υπάρξει συζήτηση για να εντοπισθούν με σαφήνεια οι πιθανές επιπτώσεις και τα βάρη που αναλαμβάνουν. Η επικρατούσα κατάσταση δυσκολεύει την εξεύρεση ενός κοινά αποδεκτού δρόμου. Εχθρότητες έχουν παγιοποιηθεί, η κοινή γνώμη είναι δύσπιστη, τα ευρωπαϊκά όργανα έχουν χάσει κύρος. Και προπαντός δεν υπάρχει σύμπνοια. Τα παραδείγματα είναι πολλά.
Η Ένωση έχει χρηματοδοτήσει με διάφορους τρόπους την Ελλάδα μέχρι και τις αρχές του 2013. Το ύψος των πόρων και εγγυήσεων που διατέθηκαν φτάνει τα 340 δις περίπου. Είναι μια πρωτόγνωρη σε παγκόσμιο επίπεδο χρηματοδότηση. Πραγματοποιήθηκε όμως με τρόπο που προκάλεσε την οικονομική κατάρρευση της χώρας. Τόσο το Ινστιτούτο Bruegel όσο και το ΔΝΤ επισήμαναν ότι τα μέτρα που επιβλήθηκαν από τους δανειστές δεν είχαν μελετηθεί ικανοποιητικά. Πολλοί Έλληνες αλλά και πολλοί Πορτογάλοι, Ιταλοί και Ισπανοί θεωρούν ότι η χώρα τους πρέπει να απαλλαγεί το ταχύτερο από την παρουσία των επιτηρητών της Ένωσης και τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει.
Στη Γερμανία, στην Αυστρία, στην Ολλανδία αλλά και σε άλλες χώρες ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού θεωρεί την συμπαράσταση προς την Ελλάδα υπερβολική. Ζητούν την αποχώρηση της Ελλάδος από την Ευρωζώνη. «Το σενάριο της Ιφιγένειας», η Ελλάδα να θυσιασθεί για να επανέλθει «ούριος άνεμος» στην Ευρωζώνη, παραμένει πιθανό. Ιδίως γιατί το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και δεν πρόκειται να περιορισθεί το 2020 στο 124% του ΑΕΠ, όπως είναι ο στόχος.
Οι εθνικολαϊκιστικές δυνάμεις έχουν ενισχυθεί σε πολλές χώρες της Ένωσης και επιδιώκουν να σταματήσουν την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Βουλευτές και πολίτες διαμαρτύρονται με ποια λογική και με ποια νομιμοποίηση «οι Βρυξέλλες» θα καθορίζουν τους μισθούς και τις συντάξεις στις χώρες τους και επισημαίνουν στα κράτη μέλη τα ελλείμματα του προϋπολογισμού τους και τα υπερβολικά χρέη τους ώστε να μειώσουν τις δαπάνες τους. Όμως ήδη με τούς νέους κανονισμούς οι έλεγχοι καθίστανται νόμιμοι και μάλιστα προβλέπονται πρόστιμα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης στις κοινοτικές επιταγές. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει καταλογίσει μέχρι στιγμής πρόστιμα για να μην ενταθούν οι αντιδράσεις. Η αναγκαία για την πρόοδο της Ένωσης ενιαία οικονομική διακυβέρνηση προϋποθέτει τη μετάθεση αρμοδιοτήτων από τα κράτη μέλη προς το ευρωπαϊκό κέντρο. Όμως ούτε ως προς την έκταση της μεταφοράς των εξουσιών ούτε ως προς τον τρόπο άσκησής του από το κέντρο υπάρχει ταύτιση απόψεων. Αμφιβολίες προέκυψαν και για ποιο είναι αυτό το κέντρο.
Η «τραπεζική ένωση» συζητείται στην Ευρωζώνη από το 2010. Επιδίωξη ήταν και είναι να λειτουργήσει στις αρχές του 2015. Ένα από τα κεντρικά σημεία τριβής παρέμενε επί καιρό το θέμα, ποιος θα λαμβάνει την απόφαση για το κλείσιμο και την εκκαθάριση μιας τράπεζας. Σύμφωνα με τις Συνθήκες αρμόδια είναι είτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είτε το Συμβούλιο Υπουργών. Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία δεν μπορούσαν όμως να δεχθούν ότι θα κλείνουν τράπεζές τους χωρίς να έχουν οι ίδιες τον πρώτο λόγο. Το αποτέλεσμα μετά από συνεχείς διαπραγματεύσεις ήταν ένα νέο σχήμα μνημείο πολυπλοκότητας. Στα όργανα που θα αποφασίζουν και θα εκτελούν την εκκαθάριση κεντρικό ρόλο θα παίζουν σε χώρες τον πυρήνα της Ευρωζώνης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα συμμετέχει μόνον περιορισμένα. Ο ρόλος του Συμβουλίου των Υπουργών θα είναι μειωμένος σε σχέση με τις συνήθεις εξουσίες του.
Κάθε πρόβλημα απαιτεί λοιπόν λόγω του συσχετισμού δυνάμεων ειδική μεταχείριση με αποτέλεσμα συνεχείς συμβιβασμούς ιδιαίτερες λύσεις, νέες επινοήσεις, μεταστροφές πολιτικής και το χειρότερο μακρά περίοδο αδράνειας ώστε να ολοκληρωθούν οι συζητήσεις. Αναπόφευκτη συνέπεια είναι οι λύσεις να γίνονται όλο και πιο δύσκολες. Η χρηματοδότηση της Ελλάδας αποτελεί ένα επιπλέον παράδειγμα. Πραγματοποιήθηκε με διμερή δάνεια των μελών της Ευρωζώνης, ακολούθησε μετά η ανάθεση του θέματος στον Μηχανισμό Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης (ESFS), τον οποίο διαδέχτηκε αργότερα ο Μηχανισμός Σταθεροποίησης (ESM). Παρά ταύτα χρειάστηκε αναδιάρθρωση (κούρεμα) του χρέους που αποφασίστηκε από τη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης. Στην Κύπρο κλήθηκαν οι μέτοχοι και οι καταθέτες των τραπεζών να συμμετάσχουν στη διάσωσή τους (bail in), πράγμα που δεν συνέβη στην Ιρλανδία και την Ισπανία. Η νέα αυτή πρακτική φαίνεται ότι θα αποτελέσει πια κανόνα, αν και την περίοδο 2010-2012 είχε σαφέστατα απορριφθεί.
Μία επιπρόσθετη δυσκολία προκύπτει από το γεγονός, ότι οι τροποποιήσεις των Συνθηκών είναι εξαιρετικά δύσκολες. Οι κανόνες που ισχύουν σε ορισμένες χώρες προβλέπουν είτε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος ή την ψήφιση της νέας ρύθμισης από ειδική πλειοψηφία του κοινοβουλίου. Η απόρριψη του σχεδίου Ευρωπαϊκού Συντάγματος από τη Γαλλία και την Ολλανδία το 2005 οδήγησε την Ένωση να επιδιώκει λύσεις που δεν απαιτούν μεταβολή των Συνθηκών, λύσεις καθόλου εύκολες.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαμορφώθηκε υπό την πίεση της κρίσης μία πολυεπίπεδη υπερεθνική διακυβέρνηση. Αλλά η μορφή και οι στόχοι της είναι ακόμη ρευστοί. Τα εθνικά κράτη μέλη δεν έχουν ακόμη προσδιορίσει κανόνες για τις περαιτέρω εκχωρήσεις κυριαρχίας, τις αρχές της συνεργασίας και τα βάρη τα οποία θα πρέπει να αναλάβουν. Ούτε έχουν συγκεκριμενοποίηση το περιεχόμενο της μελλοντικής πολιτικής τους αποφασίζοντας αν και σε ποιο μέτρο θα υπάρχου κεντρικές πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη και τον περιορισμό των κοινωνικών ανισοτήτων. Η συνέχεια είναι αβέβαιη. Η αδράνεια, οι μεταστροφές πολιτικής, οι νέες αναζητήσεις και οι νέες λύσεις θα συνοδεύονται από πολιτικούς και οικονομικούς κλυδωνισμούς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα εξακολουθήσει να υπάρχει. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης μόνον ευρύτερα σχήματα συνεργασίας μπορούν να εξασφαλίσουν ενεργό συμμετοχή στη διαχείριση των υπερεθνικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η κάθε χώρα. Το ζητούμενο είναι να καταστεί η Ένωση δύναμη προόδου για τους λαούς της και όχι μηχανισμός διαχείρισης των υστερήσεών τους. Για να γίνει αυτό, η Ένωση θα πρέπει να εμβαθύνει την ενοποίηση της στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο και να επαναπρσδιορίσει το περιεχόμενο της ενοποίησης στη βάση των σημερινών συνθηκών της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι περισσότερη και καλύτερη Ευρώπη. Όχι λιγότερη Ευρώπη. Η Ελλάδα θα πρέπει να επιδιώξει την μετεξέλιξη της Ένωσης. Η συμμετοχή της στο νέο υπό διαμόρφωση σχήμα θα εξαρτηθεί από τις επιδόσεις της και την ουσιαστική συμβολή της σ’ αυτό.