Τριάντα εννέα χρόνια μετά την καταστροφή του 1974 η ρεαλιστική και πραγματιστική προσέγγιση που υποστήριξαν ο Βασιλείου και ο Κληρίδης είναι περισσότερο αναγκαία παρά ποτέ. Με την παγκοσμιοποίηση, την επέκταση των διεθνών συνεργασιών, τη δημιουργία νέων δεδομένων στη Μέση Ανατολή αυξάνεται τόσο η πίεση για μια λύση όσο και σε περίπτωση αποτυχίας της ο κίνδυνος της παγίωσης της σημερινής κατάστασης. Η σημερινή στιγμή είναι μια στιγμή με δυνατότητες. Η ανεύρεση κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στην λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου δημιουργούν προϋποθέσεις συνεργασίας αλλά και ενέχουν τον κίνδυνο οριστικών ρήξεων.
Ας μη παραβλέπουμε, ότι το θέμα των πηγών ενέργειας δεν αφορά την Κύπρο και τα όμορα κράτη αλλά και τις υπερδυνάμεις που θα έχουν έμμεσα λόγο. Αναγκαία είναι επίσης η δημιουργία ενός ισχυρού εσωτερικού μετώπου εθνικής ευθύνης υπέρ της λύσης. Μιας λύσης η οποία θα εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα της ενωμένης ομοσπονδιακής Κύπρου καθώς και την αποτελεσματική συμμετοχή της στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Πρώτος στόχος είναι να αρχίσουν και πάλι οι συνομιλίες στη βάση ενός πλαισίου που θα διευκολύνει τη νέα προσπάθεια να καταλήξει σε θετικό αποτέλεσμα, σε αμοιβαία αποδεκτή λύση. Το πλαίσιο αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι η Κύπρος είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ελευθερία διακίνησης προσώπων και κεφαλαίων είναι ορισμένα από τα αυτονόητα σημεία που θα το αποτελούν. Οι φόβοι που έχουν εκφραστεί και οι κίνδυνοι που επισείονται είναι έκφραση μιας παραδοσιακής νοοτροπίας που παραβλέπει το διεθνές περιβάλλον, τις οικονομικές αναγκαιότητες, την όλο και πιο αρνητική επίπτωση μιας συνεχιζόμενης χωρίς προοπτικές εξόδου διαμάχης. Η επιθετική στάση της τουρκοκυπριακής πλευράς κατά την τελευταία συνάντηση με τον πρόεδρο της Κύπρου κο Αναστασιάδη είναι ένδειξη ότι φοβούνται την συνεννόηση γιατί η συνεννόηση και όχι η υπάρχουσα κατάσταση έχει τη στήριξη της Διεθνούς Κοινότητας.
Τα πλεονεκτήματα της λύσης του κυπριακού είναι προφανή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λύση θα δημιουργήσει μια νέα δυναμική η οποία θα βοηθήσει την ανάκαμψη της κυπριακής οικονομίας. Θα προσφέρει νέες ευκαιρίες επενδύσεων, αίσθημα ασφάλειας, εμπιστοσύνη στο μέλλον. Η λύση θα οδηγήσει, επίσης, σε μια δυναμική παραγωγική περιφερειακή συνεργασία, η οποία θα ενισχύσει τις προσπάθειες για ειρήνη και σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Η Κύπρος ως παράγοντας σταθερότητας πια θα είναι ο κρίκος ευρύτερων συνεργασιών, ένας κρίκος που σήμερα λείπει.
Αναφορικά με την οικονομική κρίση στην Κύπρο. Μήπως ήταν λάθος η ένταξη της Κύπρου στην Ένωση; Η συμμετοχή της Κύπρου στην Ένωση προσφέρει μια ισχυρή γεωπολιτική ασπίδα προστασίας. Μέσα σε ένα ασταθές και μεταβαλλόμενο διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον μια μικρή χώρα, όπως η Κύπρος, μπορεί να αξιοποιήσει τους μηχανισμούς και τις ασφαλιστικές δικλείδες που της προσφέρει η ισότιμη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να θωρακίσει την ασφάλεια και τα συμφέροντά της. Και, βεβαίως, η Ένωση μπορεί να λειτουργήσει βοηθητικά στις προσπάθειες εξεύρεσης λύσης του κυπριακού και να εγγυηθεί ότι η λύση που θα συμφωνηθεί θα είναι λειτουργική, βιώσιμη και αποτρεπτική σε διχοτομικές λογικές.
Θα ήθελα να αναφερθώ και στο θέμα εάν αντλήσαμε από το ταραχώδες παρελθόν μας τα διδάγματα που θα έπρεπε. Αυτή τη στιγμή η Κύπρος όπως και η Ελλάδα, πρέπει να εκπονήσουν μια ρεαλιστική στρατηγική, ένα σχέδιο για τους εφικτούς δρόμους προς τη σταθεροποίηση και την ανάπτυξη-σχέδιο σκληρό αλλά εφαρμόσιμο. Θα λαμβάνει κριτικά υπόψη τους περιορισμούς των Μνημονίων, δεν θα παραβλέπει όμως τις δυσκολίες του δανεισμού και τη διεθνή οικονομική και πολιτική κατάσταση. Ταυτόχρονα θα πρέπει να επιδιώξει με θάρρος τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Είναι η μόνη δυνατότητα αποφυγής της διολίσθησης προς την έξοδο από την Ευρωζώνη. Για να πετύχουν Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να συμμετάσχουν ενεργά στη διαμόρφωση της νέας αρχιτεκτονικής της Ένωσης. Αυτή τη στιγμή τους λείπει το κύρος και η πειθώ. Έχουν περιθωριοποιηθεί. Έχουν χάσει επίσης ένα σημαντικό πλεονέκτημα που διέθεταν, την ιστορική σύνδεσή τους με διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και τον πολιτισμό τους. Χάρη σ’ αυτήν εξασφάλιζαν αποδοχή μεγαλύτερη από εκείνη που αναλογούσε στην οικονομική και πολιτική τους παρουσία. Η Ελλάδα και η Κύπρος μπορεί και πρέπει να ξανακερδίσουν την απήχησή τους. Χρειάζεται δουλειά, σύστημα, συνέπεια και επιμονή.