Θεωρώ σημαντικό να διευκρινιστούν οι συνθήκες ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ, προκειμένου να γίνει καλύτερα κατανοητό το «ελληνικό πρόβλημα» στην κρίσιμη αυτή στιγμή, κατά την οποία οι σχέσεις εμπιστοσύνης με την Ευρώπη έχουν διαταραχθεί.
Στη διάρκεια μιας συνέντευξής του στο γαλλικό TF1, ο Γάλλος πρόεδρος Ν. Σαρκοζί χαρακτήρισε ως «παραποιημένα» τα στατιστικά δεδομένα που παρουσίασε η Ελλάδα προκειμένου να ενταχθεί στην οικονομική και νομισματική Ένωση. Επίσης υποστήριξε ότι η είσοδος της χώρας στη ζώνη του Ευρώ ήταν «λάθος» που διέπραξαν οι κυβερνήσεις της εποχής εκείνης, στις οποίες ο ίδιος δεν μετείχε.
Ας ανακαλέσουμε, λοιπόν, στη μνήμη μας τα γεγονότα: τα κριτήρια ένταξης εγκρίθηκαν με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και αφορούσαν το δημοσιονομικό έλλειμμα (που έπρεπε να είναι κάτω από το 3% του ΑΕΠ), τον πληθωρισμό, τα επιτόκια και τη σταθεροποίηση των συναλλαγματικών ισορροπιών. Τα στοιχεία πιστοποιήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα (ΕΚΤ), ενώ η απόφαση ελήφθη από τους υπουργούς οικονομικών στο πλαίσιο του ΕCOFIN.
Η Ελλάδα εισήλθε στη ζώνη του ευρώ με βάση την αξιολόγηση των επιδόσεών της του έτους 1999. Στη συνέχεια, το 2004, αμέσως μετά τις εκλογές, η καινούρια κυβέρνηση του κόμματος της Ν. Δημοκρατίας προχώρησε σε αναδρομική αλλαγή των κανόνων που αφορούσαν την εγγραφή των στρατιωτικών δαπανών: αντί της εγγραφής τους κατά τον χρόνο παράδοσης του εξοπλισμού –όπως ήταν ο κανόνας στην πλειονότητα, μάλιστα σήμερα στο σύνολο, των ευρωπαϊκών χωρών- οι δαπάνες μεταφέρθηκαν στο χρόνο κατά τον οποίο πραγματοποιούνταν οι παραγγελίες.
Αυτό είχε ως συνέπεια, σημαντικά ποσά που έπρεπε να περιληφθούν στους μετά το 2004 προϋπολογισμούς να εγγραφούν σαν δαπάνες της προηγούμενης περιόδου –περιλαμβανομένου του 1999- μεταφορά η οποία διόγκωσε τα προηγούμενα ελλείμματα.
Έχω επανειλημμένως καταγγείλει αυτό το τέχνασμα, που υπέκρυπτε πολιτικά κίνητρα. Δυστυχώς, ο κ. Σαρκοζί το υιοθέτησε κι αυτός, με μεγάλη καθυστέρηση, αμφισβητώντας ουσιαστικά την αξιοπιστία των υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ. Αλλά δεν θα πρέπει επίσης να μας διαφύγει μια λεπτομέρεια που υποδηλώνει κακοπιστία στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης: το δημοσιονομικό έλλειμμα της Γαλλίας το 1997, έτος της ένταξής της – που υπολογιζόταν στο 3,3% του ΑΕΠ- ήταν υψηλότερο από της Ελλάδας (3,1%) ακόμη και μετά την προσαρμογή του 2004.
Θα ήθελα να ελπίζω ότι ο παροξυσμός για τα στατιστικά δεδομένα θα δώσει, εντέλει, τη θέση του σε έναν πιο ώριμο στοχασμό, προσανατολισμένο στους όρους που θα εξασφαλίζουν τη συνύπαρξη των διαφόρων χωρών με άνισα επίπεδα ανάπτυξης στους κόλπους της νομισματικής ένωσης. Αυτός θεωρώ ότι είναι ο μοναδικός τρόπος προκειμένου να συνεχιστεί το ευρωπαϊκό σχέδιο.