Απορίες, του Κώστα Σημίτη
Η Σύνοδος Κορυφής της 25ης Μαρτίου διαμόρφωσε το πλαίσιο που θα ισχύσει εφεξής στην Ένωση και στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση της κρίσης. Στην ελληνική κοινή γνώμη επικράτησε η άποψη ότι το αποτέλεσμα για τη χώρα μας παρουσιάζει τόσο μια θετική όσο και μια αρνητική πλευρά. Θετική είναι η επιμήκυνση της εξόφλησης του δανείου των 110 δις ευρώ και η μείωση του καταβαλλόμενου επιτοκίου κατά μία ποσοστιαία μονάδα. Αρνητική πλευρά αποτελούν οι επιπτώσεις νέων περιοριστικών ρυθμίσεων με αντίκτυπο στις αμοιβές των εργαζομένων και τις δαπάνες του κράτους, όπως προκύπτουν από το Σύμφωνο για το Ευρώ.
Οι αποφάσεις της 11ης και της 25ης Μαρτίου δεν παρέχουν ούτε για την Ευρωζώνη ούτε για την Ελλάδα μια οριστική απάντηση στο πρόβλημα της κρίσης. Δεν αποτελούν την ολική λύση, στην οποία όλοι προσβλέπουμε. Το κεντρικό ερώτημα, πώς θα υπερβεί η Ένωση το χάσμα μεταξύ των αναπτυγμένων και των περιφερειακών χωρών παρέμεινε αναπάντητο. Έτσι έμειναν και όσον αφορά την Ελλάδα εκκρεμή θέματα, απορίες και ασαφείς προοπτικές. Χρειάζεται μια ευρύτερη ενημέρωση από την κυβέρνηση, ώστε να μην επικρατεί ούτε αδικαιολόγητη αισιοδοξία ούτε καταθλιπτική απαισιοδοξία.
Η Ελλάδα στο τέλος του 2011 αναμένεται να έχει δημόσιο χρέος ύψους 153% του ΑΕΠ ή 345 δις ευρώ περίπου. Καθοριστικό στοιχείο για τον περιορισμό του χρέους είναι τα περισσεύματα των προϋπολογισμών ή σε μια πιο τεχνική γλώσσα το πρωτογενές πλεόνασμα (δηλαδή το υπόλοιπο που προκύπτει εάν αφαιρέσουμε από τα έσοδα τα έξοδα, στα οποία δεν προσμετρούνται οι οφειλές τόκων). Εάν είναι ψηλό εξοφλούμε τους δανειστές μας. Εάν είναι ανύπαρκτο ή χαμηλό αυξάνεται το χρέος. Η κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιδιώκουν το πρωτογενές πλεόνασμα να είναι συνεχώς 6% του ΑΕΠ από το 2014 και μετά, ώστε να μειωθεί με γοργούς ρυθμούς το χρέος. Η Ελλάδα όμως έχει παρουσιάσει συνεχές πρωτογενές πλεόνασμα σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης μόνο για μια οκταετία από το 1994 μέχρι και το 2002. Τα υπόλοιπα χρόνια μετά το 1981 υπήρχαν ελλείμματα. Αλλά και στα χρόνια των πλεονασμάτων το υψηλότερο πλεόνασμα που επιτεύχθηκε έφτασε μόνο 4,3% του ΑΕΠ. Οι αριθμοί αυτοί απέχουν από τους σημερινούς στόχους μας. Δείχνουν τη μεγάλη δυσκολία της προσπάθειας που έχουμε να επιτελέσουμε. Είναι όμως και αμφίβολο αν η πρόβλεψη της κυβέρνησης είναι ακριβής. Το Ίδρυμα Bruegel, ένας οργανισμός ερευνών που συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θεωρεί ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα πρέπει να είναι, επί περίπου είκοσι χρόνια, 8,4% του ΑΕΠ, ώστε να μειώσει η Ελλάδα το χρέος της στο 60% του ΑΕΠ, το ανώτατο επιτρεπτό όριο χρέους που προβλέπει η ΟΝΕ. Ο στόχος 8,4% κατά το Ίδρυμα δεν είναι επιτεύξιμος. Τα τελευταία 50 χρόνια καμιά από τις αναπτυγμένες χώρες δεν μπόρεσε να φτάσει τέτοια επίδοση.
Κατόπιν τούτου προκύπτει το ερώτημα, μήπως μπορούμε να αρκεστούμε με μία πιο περιορισμένη μείωση του χρέους, ώστε να φτάσει σε είκοσι χρόνια από το 153% του ΑΕΠ στο 100%. Δυστυχώς αυτό δεν μπορεί να γίνει. Η απάντηση είναι σαφής. Είμαστε υποχρεωμένοι να συμμορφωθούμε με το ανώτατο όριο του 60%. Το ορίζουν οι Συνθήκες. Αλλά και γιατί η Ελλάδα ανέλαβε στις 11 Μαρτίου την υποχρέωση να μειώνει κατά το 1/20 ετησίως το επιπλέον του 60% του ΑΕΠ χρέος της και να φτάσει έτσι το 2031 το 60%. Παράβαση της υποχρέωσης συνεπάγεται ποινές. Το προβλέπει έτσι σχετικός κανονισμός που βρίσκεται στη διαδικασία της υιοθέτησης.
Η ουσιαστική μείωση του χρέους δεν είναι στόχος, που προκύπτει από «μονεταριστικές πεποιθήσεις» ή «γερμανικές αντιλήψεις πειθαρχίας». Η εμπειρία έχει δείξει ότι ένα χρέος που ξεπερνά το 100% του ΑΕΠ δεν είναι βιώσιμο. Κατά την επικρατούσα αντίληψη το χρέος δεν πρέπει να ξεπερνά το 90% του ΑΕΠ. Μπορεί να αντιμετωπιστεί ακόμη και όταν φτάσει επίπεδα περί το 100% του ΑΕΠ αλλά οπωσδήποτε με όλο και πιο αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη της χώρας. Το ελληνικό χρέος ύψους περίπου 153% του ΑΕΠ είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η δραστική μείωσή του ήταν και είναι λοιπόν αναγκαία. Όμως το χρονικό διάστημα περιορισμού του και ο ρυθμός μείωσης των ετησίων ελλειμμάτων θα έπρεπε να είναι πολύ πιο εκτεταμένα από τα προβλεπόμενα στο Μνημόνιο. Η πολιτική μείωσης με κάθε τρόπο σε ελάχιστο χρόνο περιορίζει την οικονομική δραστηριότητα και την ανάπτυξη. Η χώρα οδηγήθηκε σε καθοδική σπειροειδή πορεία την οποία δύσκολα θα ανατρέψει. Οι ρυθμίσεις που πετύχαμε στη Σύνοδο Κορυφής για την επιμήκυνση του χρόνου εξόφλησης του δανείου και τη μείωση του επιτοκίου βελτιώνουν μεν αλλά όχι αποφασιστικά τη θέση μας. Μειώνουν τα 345 δις που χρωστάμε μόνο κατά 10 δις περίπου. Η χρησιμότητά τους έγκειται κυρίως στο ότι κατανέμοντας την εξόφληση της οφειλής καλύτερα στο χρόνο διευκολύνουν την χρησιμοποίηση πόρων για την ανάπτυξη.
Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι καθοριστικής σημασίας για την αντιμετώπιση της κρίσης. Υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης εξασφαλίζουν πόρους για την μείωση του χρέους. Χαμηλοί ρυθμοί αντίθετα επιτείνουν την κρίση. Η ύφεση προβλέπεται να συνεχισθεί το 2011 με μείωση του ΑΕΠ κατά 3%. Για τα επόμενα χρόνια προβλέπεται από το Μνημόνιο ονομαστική ανάπτυξη περί το 4% του ΑΕΠ ετησίως, ένας στόχος χαμηλός, αλλά δύσκολα πραγματοποιήσιμος με βάση τη μέχρι τώρα εμπειρία. Αν το τραπεζικό σύστημα συναντήσει δυσκολίες χρηματοδότησης, η εξέλιξη θα είναι δυσμενής. Ο απεγκλωβισμός από την κατάσταση αυτή δεν είναι εύκολος και δεν θα επέλθει αυτόματα. Χρειάζονται επενδύσεις, αλλά το οικονομικό κλίμα δεν τις ευνοεί. Ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ευρωζώνη δεν πρόκειται ν’ αυξηθεί θεαματικά τα επόμενα χρόνια. Η επερχόμενη αύξηση των επιτοκίων, η συνεχιζόμενη περιοριστική δημοσιονομική πολιτική και η χαμηλή κατανάλωση στις ΗΠΑ, την Κίνα και τη Γερμανία θα τον επηρεάσουν αρνητικά.
Ένα τρίτο πρόβλημα είναι ο ελληνικός πληθωρισμός. Δεν θα πρέπει να αυξηθεί στο μέλλον. Οι τιμές των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών στο εξωτερικό δεν θα πρέπει να ακριβαίνουν σε σχέση με τις ευρωπαϊκές. Τα δύο τελευταία χρόνια ο πληθωρισμός είχε ως κύρια αιτία την αύξηση του ΦΠΑ. Όμως δεν είναι βέβαιο ότι το 2011 θα επανέλθει σε ένα σταθερό ρυθμό περί το 2%, όπως υπολογίζεται στα διάφορα σενάρια. Στην αγορά επικρατούν ακόμη ολιγοπωλιακές καταστάσεις που πιέζουν τις τιμές προς τα πάνω. Ο ελληνικός πληθωρισμός υπήρξε σταθερά υψηλότερος εκείνου των άλλων χωρών της Ευρωζώνης κατά μιάμιση μονάδα περίπου. Αυτό πρέπει να σταματήσει. Και θα σταματήσει αν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που πρέπει να κάνουμε, πάψουν να είναι επιφανειακές υπό την επίδραση των μικροσυμφερόντων συγκεκριμένων ομάδων. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε να δώσει τέλος στην περίοδο των χαμηλών επιτοκίων, διότι το 2011 ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης θα είναι υψηλότερος του 2%. Ήδη το Μάρτιο διαμορφώθηκε στο 2,6%. Είναι ένα σήμα κινδύνου για την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων.
Ασαφές είναι στην κοινή γνώμη, αν έχουν αξιοποιηθεί όλα τα κοινοτικά κεφάλαια που έχουμε στη διάθεσή μας και αν εκμεταλλευτήκαμε την υπόσχεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι μπορούν να προχωρήσουν τα έργα χωρίς ελληνική συνεισφορά. Οι στατιστικές απορρόφησης των κοινοτικών κονδυλίων, που δημοσιεύονται είναι παραπλανητικές ως προς το ερώτημα, εάν προχωρεί ένα πρόγραμμα σε τρόπο ώστε να ολοκληρωθεί το ταχύτερο. Στην έναρξη του σχεδιασμού ενός έργου η απορρόφηση είναι ελάχιστη, στην περίοδο ολοκλήρωσής του μεγάλη. Ο αναγνώστης της στατιστικής δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει μια απορρόφηση 10% των κονδυλίων, όταν δεν ξέρει, πότε έπρεπε να αρχίσει και πότε να τελειώσει ένα έργο. Μπορεί να είναι μια πολύ καλή ή καταστροφική εικόνα. Χρειάζεται να δοθεί μια καθαρή εικόνα. Αν είναι θετική θα βελτιώσει τη θέση της χώρας. Αν όχι, θα μάθουμε πού χρειάζεται ένταση της προσπάθειας. Η σημερινή ασαφής πληροφόρηση λειτουργεί αρνητικά.
Η κυβέρνηση ελπίζει, ότι θα αντλήσει κεφάλαια στις διεθνείς αγορές μάλλον το δεύτερο εξάμηνο του 2011, πάντως από το 2012 και μετά. Είναι όμως αβέβαιο αν οι αγορές θα χρηματοδοτήσουν τη χώρα με επιτόκιο που δεν θα την επιβαρύνει υπέρμετρα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα σενάρια για την εξέλιξη του χρέους προβλέπει ότι το επιτόκιο των δανείων που θα χορηγούν στην Ελλάδα θα είναι κατά μέσο όρο 4,5%. Όμως το επιτόκιο είναι σήμερα απαγορευτικό σε επίπεδα πολύ υψηλότερα του 4,5% επειδή οι αγορές αμφιβάλλουν για τη δυνατότητα της Ελλάδας να εξοφλήσει το σύνολο του χρέους της. Θα παραμείνει υψηλό ιδίως μετά την απόφαση της Συνόδου Κορυφής της 25ης Μαρτίου. Η Ένωση αποφάσισε, ότι σε περίπτωση αναδιάρθρωσης του χρέους μιας χώρας μετά το 2013 θα περικόπτονται οι απαιτήσεις των τραπεζών που τη δάνεισαν. Οι επενδυτές δεν πρόκειται επομένως να μειώσουν το ήδη πολύ υψηλό επιτόκιο ώστε να περιορίσουν έτσι τις χρηματικές επιπτώσεις μιας πιθανής αναδιάρθρωσης.
Το υψηλό επιτόκιο έχει ως συνέπεια ο δανεισμός να λειτουργεί αποσταθεροποιητικά, να αυξάνει σταθερά το χρέος. Γι’ αυτό βλέπουμε στις στατιστικές η Ελλάδα να χρωστά όλο και περισσότερα χρήματα παρά τις προσπάθειες που καταβάλλουμε. Για να μπορούμε να δανειζόμαστε χωρίς να αυξάνει το χρέος πρέπει το ονομαστικό επιτόκιο να είναι συνεχώς μικρότερο του ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης, δηλαδή μικρότερο του 4,5%. Στη σημερινή κατάσταση με το επιτόκιο να βρίσκεται σε επίπεδο άνω του 10% δεν είναι ρεαλιστικό να ελπίζουμε ότι σύντομα θα υπάρξει κατακόρυφη πτώση του και θα φτάσει το 3,5%. Υπό τις συνθήκες αυτές χρειάζονται κινήσεις, που θα επαναφέρουν σαφήνεια για το τι θα συμβεί. Πρέπει να είναι πειστικές και να αποτελούν βιώσιμες λύσεις. Η έλλειψη ενός πειστικού σχεδίου ανάκαμψης προκαλεί την ένταση των αμφιβολιών για την δυνατότητα θετικής έκβασης της κρίσης με αποτέλεσμα τη φυγή των καταθέσεων προς το εξωτερικό και τον αισθητό περιορισμό των ισχνών δυνατοτήτων ανάκαμψης.
Κατά την κυβέρνηση ο υπάρχον Μηχανισμός, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), θα μπορεί να αγοράζει ελληνικά ομόλογα απ’ ευθείας από την Τράπεζα της Ελλάδας (πρωτογενής αγορά) σε περίπτωση που δεν έχει αποκατασταθεί η πρόσβαση «της Ελλάδας στις αγορές μέχρι τις αρχές του 2012». Έτσι η χώρα δεν διατρέχει τον κίνδυνο να μη διατεθούν τα ομόλογά της και να στερέψει η χρηματοδότησή της. Ωστόσο, κατά τη κυβέρνηση πάντα, «ενδεχόμενη διευκόλυνση της Ελλάδας μέσω της αγοράς ομολόγων από το EFSF θα πρέπει προηγουμένως να εγκριθεί ομόφωνα από το Eurogroup, το οποίο πιθανώς να ζητήσει ανταλλάγματα στα πλαίσια του υπάρχοντος Μνημονίου».
Η άποψη που επικρατεί στις Βρυξέλλες διαφέρει. Αναδεικνύει τις δυσκολίες αυτού του εγχειρήματος. Θεωρεί ότι η αγορά ελληνικών ομολόγων από τον υπάρχοντα ή τον μελλοντικό Μηχανισμό Στήριξης θα είναι δυνατή «μόνο ως εξαίρεση». Δεν θα μπορέσει να καταστεί μόνιμη πρακτική και εάν ακόμη οι αγορές διατηρήσουν τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα. Ο υφιστάμενος Μηχανισμός πιθανώς να αγοράσει ελληνικά ομόλογα μέχρι το 2013. Μετά όμως θα πρέπει ν’ απευθυνθούμε στο νέο μόνιμο Μηχανισμό (Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας-ΕΜΣ) υπό τους νέους αυστηρούς όρους που έχουν προβλεφθεί γι’ αυτή την περίπτωση.
Επιπρόσθετα οι εταίροι δεν είναι υποχρεωμένοι να περιορισθούν στα πλαίσια του Μνημονίου. Μπορούν να επιβάλλουν άλλες λύσεις. π.χ. να ζητήσουν την αποτίμηση της βιωσιμότητας του χρέους και την αναδιάρθρωση του σε περίπτωση που δεν κριθεί βιώσιμο. Είναι ρύθμιση που προβλέπεται στους όρους λειτουργίας του ΕΜΣ που εγκρίθηκαν την 25 Μαρτίου και αφορά την παροχή δανείων.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν δανεισθεί από την ΕΚΤ δίνοντας ως ενέχυρο ομόλογα του Δημοσίου περίπου 98 δις ευρώ. Είναι ένα ποσό, το οποίο δύσκολα μπορεί να επιστραφεί στο άμεσο μέλλον. Όσο πάσχει η αξιοπιστία της χώρας, η διεθνής αγορά θα αρνείται τον δανεισμό σε ελληνικές τράπεζες. Χρειάζεται λοιπόν να συνεχισθεί η στήριξη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Όμως, η ΕΚΤ αμφιβάλλει αν πρέπει να συνεχίσει τη διαδικασία παροχής ρευστότητας. Κατά την άποψη πολλών μελών της Ευρωζώνης η πρακτική αυτή είναι αντίθετη με τις Συνθήκες. Εφαρμόστηκε λόγω των έκτακτων περιστάσεων και πρέπει να σταματήσει οπωσδήποτε. Η πίεση για να τερματίσει η ΕΚΤ τις παρεμβάσεις της θα επιταθεί, αν ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη συνεχίζει να αυξάνεται. Η προσφορά χρημάτων από την ΕΚΤ ενισχύει τις πληθωριστικές πιέσεις και άρα θα πρέπει να περιορισθεί. Στην περίπτωση αυτή οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να βρουν αντίστοιχα κεφάλαια. Οι επιπτώσεις αυτές θα είναι στενότητα κεφαλαίων στην ελληνική αγορά και ύφεση, βαθύτερη απ’ ό,τι γνωρίσαμε μέχρι σήμερα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ ελπίζουν ότι το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης ακινήτων ύψους 50 δις ευρώ θα συμβάλει αποφασιστικά στην ανατροπή της κατάστασης. Θα μειώσει το χρέος κατά 20% του ΑΕΠ και θα συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη. Στην απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής υπάρχει ρητή αναφορά στο πρόγραμμα και ανάληψη από την Ελλάδα υποχρέωσης εκτέλεσής του. Όμως η πρόβλεψη, ότι η χώρα θα μπορέσει να πετύχει το στόχο των 50 δις μέχρι το 2015 δεν είναι ρεαλιστική. Δεν υπάρχουν προεργασία, μελέτες ή σχέδια από τα οποία προκύπτει ότι είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί η αναληφθείσα υποχρέωση έγκαιρα στο σύνολό της. Οι καλές προθέσεις δεν αρκούν. Η εμπειρία δείχνει ότι χρειάζονται χρόνια έως ότου ωριμάσει και εφαρμοστεί το σχέδιο κατασκευής ενός έργου ή αξιοποίησης ενός περιουσιακού στοιχείου. Το αεροδρόμιο των Σπάτων και τα ξενοδοχειακά συγκροτήματα της Πύλου αποτελούν απτά παραδείγματα του μακρύ χρόνου προεργασίας ώστε να μετουσιωθεί μια πρόθεση σε σχέδιο και έργο που αποδίδει χρήματα.
Η κυβέρνηση ακολουθεί μια πολιτική που μπορεί να περιγραφεί με τις λέξεις «βλέποντας και κάνοντας». Περιμένει τα αποτελέσματα της προσπάθειάς της και ανάλογα επιδιώκει πρόσθετους στόχους, ζητά από τους δανειστές προσαρμογές των όρων του δανείου και διερευνά νέες δυνατότητες χρηματοδότησης. Είναι μια τακτική με χρονικό ορίζοντα ένα έως δύο χρόνια. Η στάση αυτή είναι κατανοητή. Μια που στην Ένωση θα συνεχισθεί η συζήτηση για την αντιμετώπιση της κρίσης, σχεδιασμοί για το μέλλον πρέπει να λάβουν υπόψη τους την υπάρχουσα ρευστότητα.
Ο προγραμματισμός όμως είναι αναγκαίος για να χειριστούμε τις αβέβαιες μελλοντικές εξελίξεις. Χρειάζεται ένα πλαίσιο πολιτικής που συνυπολογίζει τη δυναμική της εξέλιξης, τις μακροοικονομικές προοπτικές, το μέγεθος του χρέους και τις συνθήκες που το επηρεάζουν. Ο στόχος δεν είναι μόνο να εξασφαλισθεί η επόμενη δόση του δανείου. Μακροπρόθεσμες λύσεις ακόμη και λύσεις που σήμερα φαίνονται απίθανες ή απορριπτέες πρέπει να εξετάζονται συνεχώς. Έχει υποστηριχθεί για παράδειγμα η επιμήκυνση της διάρκειας όλων ανεξαιρέτως των δανείων και η μείωση του επιτοκίου τους περίπου στο επίπεδο εκείνου που πληρώνει η Γερμανία. Στο εξωτερικό όλο και περισσότεροι αναλυτές υποστηρίζουν ότι η αναδιάρθρωση, η περικοπή δηλαδή του διαπραγματεύσιμου χρέους (αυτού που ανήκει σε ιδιώτες) κατά 30%, είναι η ενδεδειγμένη λύση. Η κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ελλάδος έχουν σθεναρά αρνηθεί την ανάγκη της αναδιάρθρωσης. Η αναδιάρθρωση καθιερώθηκε όμως από την απόφαση της 25ης Μαρτίου ως μέσο για τον περιορισμό του υπερβολικού χρέους μιας χώρας. Μπορεί να τεθεί ως προϋπόθεση της χορήγησης βοήθειας από το νέο Μηχανισμό και έτσι να επιβληθεί σε μια χώρα.
Η μακριά και δύσκολη περίοδος προσαρμογής έχει μόλις αρχίσει. Ζήσαμε το πρώτο μεγάλο σοκ της κρίσης, αντιμετωπίσαμε τις άμεσες συνέπειες, αλλά η πραγματική δοκιμασία των οικονομικών και πολιτικών αντοχών μας θα έρθει τα επόμενα χρόνια, όταν χρειαστεί εμμονή στο στόχο. Για να ισχυροποιηθεί η στήριξη της κυβέρνησης από την κοινή γνώμη σ’ αυτή τη μεγάλη προσπάθεια χρειάζεται μια πειστική απάντηση στα ερωτήματα και τις απορίες που μας απασχολούν. Ασάφειες που παραμένουν και δεν διευκρινίζονται μπορεί να οδηγήσουν τη χώρα σε μεγαλύτερη ακόμη αστάθεια. Όπως χρειάζεται και μία μεγαλύτερη αίσθηση της συνευθύνης των άλλων πολιτικών δυνάμεων και των κοινωνικών εταίρων, προκειμένου μέσα από μία συνεννόηση να προκύψει ένα σχεδιασμός ρεαλιστικής εξόδου από την κρίση.