Το ερώτημα που βασανίζει όλους είναι ποια θα είναι η εξέλιξη της κρίσης στην Ελλάδα.
Δύο χρόνια έχουν περάσει από τότε που άρχισε η παγκόσμια κρίση. Στις αναπτυγμένες χώρες επικρατεί συγκρατημένη αισιοδοξία. Θεωρούν ότι τα χειρότερα είναι πίσω τους. Στον ορίζοντα διαγράφεται η πιθανότητα μιας σταθερής ανάκαμψης. Η Γερμανία αποτελεί και πάλι τον ισχυρό μοχλό για την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρώπη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες επικρατούν όμως αμφιβολίες για την εξέλιξη. Ο αυξητικός αναπτυξιακός ρυθμός περιορίστηκε μετά από το πρώτο εξάμηνο του 2010. Πολλοί σχολιαστές πιστεύουν ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν χρηματοδότησε τη ζήτηση στον αναγκαίο βαθμό. Ακολούθησε μεν την ορθή πολιτική, τη νομισματική και δημοσιονομική επέκταση, αλλά όχι στο επιβεβλημένο μέτρο για να ενισχύσει την ανάκαμψη.
Η κριτική τους μεταφέρεται άκριτα στην Ελλάδα. Υποστηρίζεται ότι η θεραπεία που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Ένωση στην ελληνική οικονομία έφερε την ύφεση στην Ελλάδα αντί για την έξοδο από την κρίση. Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι όμως το ίδιο με εκείνο των ΗΠΑ. Στις ΗΠΑ έχουν ακόμη απεριόριστες δυνατότητες χρηματοδότησης των ελλειμμάτων τους είτε μέσω δανεισμού είτε με εκτύπωση νέου νομίσματος. Η Ελλάδα αντίθετα δεν μπορεί ούτε να δανεισθεί ούτε να τυπώσει νόμισμα. Είναι ανάγκη να εξοικονομήσει τους αναγκαίους πόρους για την επιβίωσή της. Είναι υποχρεωμένη να μειώσει δραστικά τα όσα δαπανά τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Το θέμα προς συζήτηση λοιπόν δεν είναι αν θα υπάρξουν περιορισμοί. Οι περιορισμοί επιβάλλονται. Το πρόβλημα που πρέπει να μας απασχολεί είναι οι ιεραρχήσεις των περικοπών, η έκτασή τους και οι κοινωνικές τους επιπτώσεις.
Η ύφεση και η ανεργία είχαν ήδη προβλεφθεί από το 2008. Τότε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας υποστήριζε ότι η παγκόσμια κρίση δεν πρόκειται να θίξει την Ελλάδα. Διαψεύστηκε θεαματικά. Πριν δύο χρόνια επίσης είχε επισημανθεί ότι η υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα μας δεν θα είναι παροδική. Σε χώρες ενός χαμηλότερου επιπέδου ανάπτυξης με πιο έντονα οικονομικά προβλήματα, όπως η Ελλάδα, η κρίση και η ύφεση διαρκούν πολύ περισσότερο. Και σ’ αυτή την επισήμανση οι πολιτικές δυνάμεις δεν έδωσαν τη σημασία που έπρεπε. Θεωρούσαν, ότι οι πόροι που διαθέτουμε είναι ανεξάντλητοι.
Είναι ακόμη αβέβαιο πόσος χρόνος θα απαιτηθεί για να μπούμε σε διαδικασία ουσιαστικής ανάκαμψης. Κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ σύμφωνα με τις εκθέσεις τους τον Μάιο του 2010 η στροφή προς την ανάκαμψη θα πραγματοποιηθεί το 2012. Η Ελλάδα θα παρουσιάσει ρυθμό ανάπτυξης 1,1% περίπου. Βέβαιο είναι ότι ορισμένα αρνητικά φαινόμενα, όπως η ανεργία, θα συνεχισθούν και θα είναι εκτεταμένα, ακόμη και αν η οικονομική δραστηριότητα παρουσιάζει σημάδια βελτίωσης. Μετά την προβλεπόμενη πτώση του ΑΕΠ συνολικά κατά 8,5% περίπου από το 2009 μέχρι και το 2011 η αύξησή του κατά 1% στο 2012 θα σημάνει μια αλλαγή. Αλλά ο ρυθμός του 1% δεν είναι αρκετός. Θα χρειαστούν με αυτό το ρυθμό ακόμη κάποια χρόνια για να αναπληρώσουμε τις απώλειες και να φτάσουμε στο επίπεδο ανάπτυξης που ήμασταν στην αρχή της κρίσης το 2008. Η ανάπτυξη όχι μόνο πρέπει να είναι σταθερή αλλά και υψηλή, ώστε να καλύψουμε τις απώλειές μας μέχρι το 2015.
Ορισμένοι ξένοι «σοφοί», που μας συνιστούν «επέκταση» αντί για «περιορισμούς», είναι κατά κανόνα οι ίδιοι που υποστήριζαν την αποχώρηση μας από τη ζώνη του ευρώ, την πτώχευση της χώρας, την αναδιαπραγμάτευση του χρέους υπό συνθήκες αδυναμίας δανεισμού. Είναι συνταγές βέβαιης καταστροφής. Το ενδιαφέρον τους δεν αφορά την Ελλάδα. Είτε τους ενοχλεί η ΟΝΕ και το ευρώ και επιδιώκουν να ενισχύσουν τις ΗΠΑ και το δολάριο είτε θέλουν να διαμορφώσουν μια ΟΝΕ απαλλαγμένη από χώρες που απορροφούν κατ’ αυτούς αδικαιολόγητα πόρους και επηρεάζουν αρνητικά την ανταγωνιστικότητα των προηγμένων χωρών. Οι εγχώριοι κήρυκες «της επέκτασης» ή της εξόδου από την ΟΝΕ αγνοούν συνειδητά και επίμονα ότι η Ελλάδα δεν είναι «παγκόσμια δύναμη». Δεν έχει τις δυνατότητες να επιβάλλει τη θέλησή της στις διεθνείς αγορές. Θεωρούν ότι ο βολονταρισμός μπορεί να λύσει τα προβλήματά μας. Ονειρεύονται ότι θα καταφέρουμε αυτό που δεν κατάφερε κανείς άλλος. Όμως, ακόμη και η Ελβετία με τις διεθνείς τράπεζές της και η Νορβηγία με το πετρέλαιό της αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν περιοριστικές πολιτικές.
Κριτήριό μας πρέπει να είναι το δικό μας συμφέρον. Ταυτίζεται αυτή τη στιγμή αλλά και στο μέλλον με μια ισχυρή ζώνη του ευρώ και την Ελλάδα μέλος της. Η Ένωση μας στηρίζει. Με το αζημίωτο βέβαια. Άλλοι όμως δεν μας βοηθούν ούτε και με ακριβά ανταλλάγματα. Η αναγκαστική ή η εκούσια έξοδος από τη ζώνη του ευρώ θα οδηγήσει σε μια θεαματική χειροτέρευση του επιπέδου ζωής μας για πολλά χρόνια. Η λιτότητα, η αβεβαιότητα, ο φόβος και η ανέχεια θα φτάσουν σε πρωτόγνωρα επίπεδα.
Η πρώτη μεγάλη κρίσιμη στιγμή στην προσπάθεια ανάρρωσης θα έρθει, όταν η Ελλάδα θα δανειστεί από τις διεθνείς αγορές διαθέτοντας κρατικά ομόλογα. Τότε θα διαπιστωθεί, αν η διεθνής οικονομική κοινότητα θεωρεί την προσπάθειά μας σοβαρή και βιώσιμη. Κατά το οικονομικό επιτελείο ο πρώτος δανεισμός με την έκδοση ομολόγων θα πραγματοποιηθεί το 2011. Επιτυχία θα είναι να δανειστούμε με επιτόκιο που θα κυμαίνεται στο επίπεδο εκείνου που ζητείται από την Ισπανία ή την Ιρλανδία, δηλαδή περί το 5%. Αυτό σημαίνει μια δραστική μείωση σε σχέση με εκείνο που ισχύει για μας σήμερα. Είναι περίπου 10%. Μια τόσο σημαντική πτώση του επιτοκίου προϋποθέτει ένα μόνιμο ευνοϊκό κλίμα στη διεθνή κοινότητα. Ίσως το 2011 να μην έχει επέλθει ακόμη μια τέτοια αλλαγή απόψεων. Η μόνιμη πτώση των επιτοκίων είναι όμως αναγκαία προϋπόθεση μιας θετικής εξέλιξης. Αν παραμείνουν και στους επόμενους δανεισμούς σε υψηλά επίπεδα θα προκύψουν πάλι αμφιβολίες για τη δυνατότητά μας να υπερβούμε την κρίση στις διεθνείς αγορές.
Έχουμε και άλλους σκοπέλους μπροστά μας. Το δημόσιο χρέος ήταν στο τέλος του 2009 127% του ΑΕΠ σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις. Κατά τα χρόνια 2012-2014 θα φτάσει την κορύφωσή του, στο επίπεδο του 144% του ΑΕΠ σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ. Θα είναι το υψηλότερο σημείο διακύμανσής του μετά τη μεταπολίτευση. Το δεύτερο τετράμηνο του 2013 πρόκειται να εισπράξουμε την τελευταία δόση του δανείου της Ένωσης. Άλλη χρηματοδότηση από την Ένωση προς το παρόν δεν προβλέπεται. Από το 2013 αρχίζει επίσης η εξόφληση του δανείου των 110 δις ευρώ. Θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το 2018. Είναι ένα επιπρόσθετο βάρος. Οι δανειακές ανάγκες του 2013 και του 2014 συνολικά υπολογίζονται σε ποσό υψηλότερο από το δάνειο των 110 δις που μας «ξελάσπωσε» το 2010. Η περίοδος περί το 2013 προβλέπεται λοιπόν δύσκολη. Για να την αντιμετωπίσουμε θα πρέπει να έχουμε αποκτήσει την εμπιστοσύνη των εταίρων μας σε βαθμό, ώστε να συζητήσουμε χωρίς πίεση τη βελτίωση των όρων εξόφλησης των μελλοντικών υποχρεώσεών μας, την πορεία του δανεισμού μας και της αποπληρωμής των οφειλών.
Θα έχουμε να επιδείξουμε σημαντικά επιτεύγματα μεταξύ άλλων, στη μείωση του ελλείμματος, στη ρύθμιση του ασφαλιστικού, στην τακτοποίηση των στατιστικών μας. Υπάρχουν επιπρόσθετα αισιόδοξα στοιχεία. Η Ένωση έχει συμφέρον να πετύχει το πείραμα της συμπαράστασης προς την Ελλάδα. Αν δεν έχει θετική έκβαση, θα ενταθεί κατά πολύ η αμφισβήτηση της ικανότητας της Ένωσης να αντιμετωπίζει εσωτερικές της κρίσεις, θα εξασθενήσει η διεθνής διαπραγματευτική της θέση. Οι απώλειες κεφαλαίων θα αφορούν κατά σημαντικό ποσοστό την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τράπεζες κρατών μελών. Για να αποφύγει η Ένωση μια τέτοια εξέλιξη θα είναι πρόθυμη να μας διευκολύνει και πάλι με παρατάσεις του χρόνου εξόφλησης του δανείου και με μείωση επιτοκίων. Προϋπόθεση όμως θα είναι να έχει σχηματίσει την πεποίθηση ότι η συμπαράστασή της βρήκε ανταπόκριση, η συνεργασία υπήρξε καλή και οι νέες πρωτοβουλίες δεν πρόκειται να την οδηγήσουν σε περιπέτειες. Η πειστικότητα και η αποτελεσματικότητα της προσπάθειάς μας είναι τα ισχυρότερα όπλα μας για να «ομαλοποιήσουμε» και να ελέγξουμε την κρίση. Θεαματικά ανακοινωθέντα και αισιόδοξες διαβεβαιώσεις δεν διαμορφώνουν από μόνες τους το κλίμα που έχουμε ανάγκη.
Κάθε νέος δανεισμός, αλλά και οι ρυθμίσεις εξυπηρέτησής μας θα συνοδεύονται αναπόφευκτα από όρους. Θα υπάρχουν επιτηρήσεις υπό τη μία ή την άλλη μορφή. Η οικονομική διακυβέρνηση της Ένωσης, η οποία είναι σήμερα ζητούμενο, θα συνεπάγεται άλλωστε ελέγχους και περιορισμούς. Ήδη έχει συμφωνηθεί οι προϋπολογισμοί των κρατών μελών να εξετάζονται από την Ένωση προτού ψηφιστούν από τα Εθνικά Κοινοβούλια.
Μέχρις ότου ξεπεράσουμε τα προβλήματα θα υπάρχουν παράμετροι αβεβαιότητος που επιβάλλουν τη μόνιμη εγρήγορση. Η πρώτη είναι η διεθνής εξέλιξη. Παρατηρώντας τους μήνες που πέρασαν διαπιστώνουμε ότι το ύψος του επιτοκίου δανεισμού του ελληνικού δημοσίου εξαρτάται και από παράγοντες άσχετους προς την Ελλάδα. Η προσπάθεια σταθεροποίησης της ισπανικής οικονομίας ή η ευρωστία των ιρλανδικών τραπεζών επηρεάζουν το δανεισμό μας. Κάθε σοβαρό διεθνές ή ευρωπαϊκό πρόβλημα έχει επίπτωση και σε μας γιατί κλονίζει την εμπιστοσύνη προς τις οικονομίες που παρουσιάζουν αδυναμίες, όπως η δικιά μας.
Η δεύτερη παράμετρος αβεβαιότητας συνδέεται με την εφαρμογή του μνημονίου. Είμαστε υπό στενή παρακολούθηση. Τα εύσημα που μας απονέμονται από τον αρμόδιο Επίτροπο, το ΔΝΤ ή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποσκοπούν να πείσουν τις διεθνείς αγορές για τη θετική εξέλιξη της προσπάθειας και έτσι να διευκολύνουν το δανεισμό μας. Η πραγματική γνώμη των δανειστών μας αποτυπώνεται όμως στις παρατηρήσεις των επιτηρητών, στους στόχους που μας θέτουν, στην ευκολία ή δυσκολία με την οποία μας παρέχουν την κάθε δόση του δανείου. Η αποτυχία στην επίτευξη των στόχων, οι λάθος κινήσεις που ανατρέπουν θετικά αποτελέσματα θα οδηγούν σε εμπλοκές. Στη διάρκεια εφαρμογής του μνημονίου, το αργότερο το 2013, θα διεξαχθούν οι επόμενες εκλογές. Θα είναι μια εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή. Θα μπορέσουν τα κόμματα να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων ή θα ακολουθήσουν την πατροπαράδοτη συνταγή των χωρίς μέτρο υποσχέσεων; Μια τέτοια εξέλιξη θα έχει ιδιαίτερα αρνητική επίπτωση στη χώρα.
Ένας στόχος στον οποίο όλοι συμφωνούν είναι η «ανάπτυξη». Είναι καθοριστικής σημασίας. Χωρίς αναπτυξιακές προσπάθειες η ύφεση θα μετατραπεί σε μακροχρόνια στασιμότητα. Στα διάφορα σενάρια των διεθνών οργανισμών για τις μελλοντικές εξελίξεις στη χώρα μας μια αύξηση 1% του ρυθμού ανάπτυξης επί πλέον του προβλεπόμενου για κάθε χρόνο από το μνημόνιο αλλάζει δραστικά την εικόνα προς το καλύτερο. Ανάπτυξη δεν γίνεται δια μαγείας. Προϋποθέτει συνθήκες εμπιστοσύνης για τις μελλοντικές εξελίξεις. Χρειάζεται στρατηγική αντίληψη για τη δημιουργία των προϋποθέσεών της, την κατεύθυνση της προσπάθειας, τις ιεραρχήσεις των μέτρων και κυρίως τη χρήση των πόρων που υπάρχουν. Η έλευση ενός ή δύο μεγάλων επενδυτών είναι ένα δείγμα ότι το κλίμα βελτιώνεται. Ένδειξη όμως ότι κάτι αλλάζει στην γραφειοκρατική και ολιγοπωλιακή Ελλάδα θα είναι οι πολλές μικρές ξένες επενδύσεις που δεν στηρίζονται σε ειδικές ρυθμίσεις.
Οι ιδιώτες επιχειρηματίες διστάζουν να επενδύσουν υπό τις σημερινές συνθήκες. Κύριος και αναγκαίος μοχλός ανάπτυξης είναι οι δημόσιες επενδύσεις και οι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΣΠΑ). Αυτή τη στιγμή όμως η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να περικόπτει τις δημόσιες επενδύσεις για να επιτύχει το στόχο της μείωσης του ελλείμματος. Η πρακτική αυτή πρέπει να σταματήσει. Η Ελλάδα θα πρέπει να προτείνει στους δανειστές της ένα βραδύτερο ρυθμό μείωσης του ελλείμματος ώστε οι πόροι που θα παραμένουν έτσι στη διάθεσή της χώρας να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε δημόσιες επενδύσεις. Η ώθηση της ανάπτυξης, την οποία θα πετύχουμε, θα συμβάλει στη μείωση του ελλείμματος χωρίς ταυτόχρονη εκτεταμένη ύφεση. Θα καταφέρουμε έτσι και τη συγκράτηση της ανεργίας.
Οι όλο και υψηλότεροι φόροι δεν ευνοούν την ανάπτυξη. Χρειάζεται να εξοικονομήσουμε δαπάνες σε κατευθύνσεις στις οποίες διστάζουμε. Μπορούμε να περιορίσουμε και άλλο τις αμυντικές δαπάνες. Να παραβλέψουμε τη βολή των κρατικό-κομματικών μηχανισμών ακόμη και αν το κέρδος μας θα είναι μικρό. Η κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων και οι απόρρητες δαπάνες των υπουργείων για παράδειγμα είναι επίσης δυνατό να περικοπούν.
Οι επιπτώσεις της σταθεροποίησης δεν είναι ίδιες για όλους. Επιβαρύνουν ιδίως τους μισθωτούς και συνταξιούχους, αυξάνουν τις κοινωνικές ανισότητες, καθυστερούν την ανάπτυξη υπηρεσιών καθοριστικών για την ποιότητα ζωής των πολιτών με χαμηλότερο εισόδημα. Ό,τι έγινε δεν μπορεί να ισχύσει για πάντα. Η κυβερνητική πολιτική θα πρέπει να συνδυασθεί με μια θεώρηση για τη δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος και την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων του μνημονίου. Το σχέδιο αυτό θα πρέπει να είναι ορατό και κατανοητό.
Το μνημόνιο αποτελεί σύμβαση μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών της. Το περιεχόμενό της εκφράζει το συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των συμβαλλόμενων. Η Ελλάδα δέχτηκε χωρίς πολλές συζητήσεις να εφαρμόσει την πολιτική που της υπαγορεύτηκε γιατί βρισκόταν με την πλάτη στον τοίχο, σε πλήρη αδυναμία δανεισμού και στα πρόθυρα της πτώχευσης. Θα μπορούσε να προτείνει ως προς ορισμένα σημεία άλλα ισοδύναμα μέτρα που δεν θα είχαν τις ίδιες κοινωνικές επιπτώσεις. Το εύρος των δυνατών διορθώσεων θα καθορισθεί από την πρόοδο προς τον κεντρικό στόχο. Στο μέτρο που η εφαρμογή των συμφωνηθέντων και οι εξελίξεις θα σταθεροποιούν την οικονομία, θα ανακτούμε την ελευθερία διαπραγμάτευσης και νέων συμφωνιών.
Η θέση της Νέας Δημοκρατίας, που αρνείται το μνημόνιο αλλά θέλει τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ, αποτελεί συνηθισμένο δείγμα πολιτικίστικης τακτικής και ηθελημένης αυταπάτης. Το μνημόνιο δεν είναι πανάκεια αλλά η αντικατάστασή του με μια «μη πολιτική» στιγμιαίων εμπνεύσεων και εθνικιστικής πολυλογίας θα επιδεινώσει τα προβλήματα. Η τακτική του άλλοτε περιορίζουμε και άλλοτε μοιράζουμε απλόχερα ό,τι έχουμε ανάλογα με τις πολιτικές σκοπιμότητες αποβαίνει σε βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού μας που ζει με τη δουλειά του και δεν έχει την περιουσία για να αντιμετωπίζει τις περιοδικές καταρρεύσεις της οικονομίας. Το 1987, όταν σταμάτησε η προσπάθεια σταθεροποίησης του 1985 και επικράτησε λόγω των μελλοντικών εκλογών η άποψη «Τσοβόλα δώστα όλα», η Ελλάδα βρέθηκε σε ελάχιστο χρόνο στην ίδια κακή κατάσταση που ήταν το 1985. Η Νέα Δημοκρατία στην περίοδο της διακυβέρνησής της μετά το 2004 με την πρόσληψη εκατοντάδων χιλιάδων πελατών της στο Δημόσιο, την κατάργηση του φόρου κληρονομιάς, τις παράνομες επιδοτήσεις προς τους αγρότες και άλλα πολλά εξάλειψε όλη τη πρόοδο που είχε επιτευχθεί από το 1996 και μετά. Τα πράγματα αυτή τη φορά θα εξελιχθούν πολύ χειρότερα, αν σταματήσουμε την προσπάθεια. Όχι μόνο θα επανέλθουμε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας που είμαστε στις αρχές του 2010, αλλά η όποια κυβέρνηση θα είναι έρμαιο των κερδοσκόπων. Για να δανειστεί χρήματα θα πληρώνει επιτόκια σε πρωτόγνωρο ύψος και θα παρέχει εξαιρετικά επαχθείς εγγυήσεις. Το μόνο που θα έχουμε πετύχει θα είναι να εμφυσήσουμε νέα ορμή στη διεθνή χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, σε βάρος μας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισε να προετοιμάζει τις δημοσιονομικές κατευθύνσεις για το 2014. Σε εξέλιξη είναι επίσης η συζήτηση για την οικονομική διακυβέρνηση. Και τα δύο θέματα έχουν σχέση με τη συνεχή μεταφορά πόρων από τις ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου προς το ευρωπαϊκό κέντρο, τις επιπτώσεις αυτής της άνισης συναλλαγής και τη διαμόρφωση νέων πολιτικών για την εξισορρόπηση των ανισοτήτων. Η κυβέρνηση δεν έχει δημοσιοποιήσει τις προτάσεις της, ενώ άλλες χώρες έχουν ήδη συνεισφέρει τις σκέψεις τους στις συζητήσεις. Πρέπει όμως να έχουμε γνώμη και να την υποστηρίξουμε δυνατά και με θάρρος να συμμετέχουμε στις εξελίξεις ως ισότιμοι εταίροι παρά το δανεισμό μας. Τα θέματα αφορούν την κρίση, τη θέση μας στην ΟΝΕ, την αντιμετώπιση των προβλημάτων μας.
Όσο πιο έντονη είναι μια κρίση τόσο πιο αναγκαία είναι να πετύχει η προσπάθεια ελέγχου της. Η αποτυχία δεν συνεπάγεται απλώς μια αναβολή, αλλ’ αντίθετα μια θεαματική οπισθοδρόμηση, μια αισθητή χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου, μια περίοδο με νέα μέτρα ακόμη πιο σκληρά χωρίς κοινωνικές ευαισθησίες ή κριτήρια δικαιοσύνης. Αποτυχία δεν επιτρέπεται. Το αποτέλεσμα της σημερινής προσπάθειας δεν είναι διαπραγματεύσιμο. Κριτήρια αποτίμησής του δεν μπορεί να είναι το πολιτικό κόστος, η εκλογική επιτυχία, οι αντιδράσεις συντεχνιών ή πελατειακών δικτύων. Το μέτρο αξιολόγησής του είναι ένα και μόνο, η επάνοδος στην αναπτυξιακή πορεία και η σαφής βελτίωση της κατανομής του εισοδήματος σε προσδιορίσιμο χρόνο.
Ο δρόμος είναι μακρύς αλλά είναι δυνατό να πετύχουμε.