Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Ο προϋπολογισμός του 2001 είναι ιστορικός. Είναι ο πρώτος προϋπολογισμός της Ελλάδας μέσα στην ΟΝΕ. Είναι ο πρώτος προϋπολογισμός των τελευταίων 35 ετών που δείχνει ότι η Ελλάδα δεν ζει με δανεικά. Που δίνει το στίγμα της ισχυρής Ελλάδας και της ισχυρής κοινωνίας που οικοδομούμε μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Που προωθεί την δημιουργία μιας νέας ελληνικής πραγματικότητας, μιας πρωτόγνωρης Ελλάδας με διεθνή ακτινοβολία.
Ο προϋπολογισμός του 2001 θέτει τις βάσεις μιας δυναμικής τροχιάς ταχείας οικονομικής ανάπτυξης. Συγχρόνως θέτει τις βάσεις για την Ελλάδα του ισχυρού κοινωνικού κράτους και της ενισχυμένης κοινωνικής συνοχής. Για την Ελλάδα της ολόπλευρης πραγματικής σύγκλισης στα αντίστοιχα επίπεδα των ανεπτυγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η 1/1/2001 σηματοδοτεί μια εποχή αισιοδοξίας αλλά και νέων συλλογικών ευθυνών.
Η κατάκτηση της ΟΝΕ είναι απόδειξη ότι οι αλλαγές που επιχειρούμε αποδίδουν. Έχουμε ευθύνη να τις επεκτείνουμε για να πατήσουμε γερά στα πόδια μας σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που αργά αλλά σταθερά αλλάζει. Για να βγούμε κερδισμένοι απέναντι στις προκλήσεις μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Έχουμε ευθύνη να κάνουμε την ΟΝΕ μέσο ισχυροποίησης της κοινωνίας μας. Να νοιώσει καθένας περισσότερη ασφάλεια, δύναμη, δυνατότητες επιλογών, αυτοπεποίθηση και ευημερία. Η ΟΝΕ δεν θα έχει νόημα ως επίτευγμα αν δεν αξιοποιηθεί στο έπακρο με συγκεκριμένες παράλληλες πολιτικές.
Ποιές είναι οι κρίσιμες αυτές πολιτικές; Η ανταπόκρισή μας στις προκλήσεις της νέας οικονομίας. Διαρθρωτικές αλλαγές ιδιαίτερα στους τομείς της ενέργειας και των τηλεπικοινωνιών, που δίνουν στον πολίτη την δυνατότητα επιλογής βελτιωμένων υπηρεσιών. Ολοκλήρωση των μεγάλων έργων υποδομής που αναβαθμίζουν την ποιότητα ζωής, που προωθούν την περιφερειακή ανάπτυξη. Ένα εργασιακό πλαίσιο που ενισχύει την προσφορά απασχόλησης και προστατεύει την εργασία. Που δίνει δουλειά στον άνεργο. Ένα βιώσιμο και δίκαιο ασφαλιστικό σύστημα που εγγυάται το συνταξιοδοτικό μέλλον όλων. Ένα αποτελεσματικότερο και ταχύτερο κράτος με αναβαθμισμένες υπηρεσίες στη διάθεση του πολίτη. Μια ενίσχυση της αυτοδιοίκησης για να αναπτυχθούν πρωτοβουλίες στην περιφέρεια. Μια ολοκληρωμένη πολιτική για την αγροτική ανάπτυξη με στόχο την αύξηση των ευκαιριών απασχόλησης και των εισοδημάτων στην ύπαιθρο και στη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.
Αυτές οι πολιτικές είναι καθοριστικές για το μέλλον της πατρίδας μας γιατί ανοίγουν το δρόμο για την «κοινωνική αξιοποίηση της προόδου». Η κοινωνική αξιοποίηση της προόδου είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
«Κοινωνική αξιοποίηση της προόδου» σημαίνει αξιοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης για την ισχυροποίηση της κοινωνίας και ιδιαίτερα του κοινωνικού κράτους. Σημαίνει διάχυση της ευημερίας στην κοινωνία. Σημαίνει την άνοδο του εισοδήματος των πολιτών με στόχο την πραγματική σύγκλιση. Σημαίνει την εδραίωση μιας δημόσιας παιδείας που εξοπλίζει τους νέους με επαρκείς γνώσεις, σταθερές αξίες και ισχυρά κίνητρα. Σημαίνει την ενίσχυση των δικτύων κοινωνικής προστασίας, ιδιαίτερα με τη δημιουργία ενός ευρύτερου δικτύου ασφάλειας κατά του κοινωνικού αποκλεισμού. Σημαίνει την αναδημιουργία ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας με ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά και υψηλές προδιαγραφές.
Η συνεπής οικονομική πολιτική δεν οδηγεί μόνον στην κοινωνική πρόοδο. Εγγυάται παράλληλα την εθνική ανεξαρτησία, την αμυντική θωράκιση και την ασφάλεια της Ελλάδας. Η συνεπής οικονομική πολιτική δίνει στην Ελλάδα φωνή και κύρος. Η συνεπής οικονομική πολιτική – σε συνδυασμό με την υπεύθυνη εξωτερική μας πολιτική – προασπίζει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και ενισχύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Ελλάδας στην συνολική προσπάθεια να καταστεί η ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων ένας χώρος ειρήνης, σταθερότητας, ανάπτυξης και συνεργασίας μεταξύ των λαών.
Κυρίες και κύριοι,
Για περίπου τριάντα χρόνια η δραχμή κυμαίνονταν ελεύθερα και χωρίς περιορισμούς. Στο διάστημα αυτό δέχτηκε πολλές επιθέσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις διατήρησε την αξία της, σε άλλες όχι. Σε κάθε όμως νομισματική κρίση, το τίμημα που κατέβαλε η χώρα για την υπεράσπιση της δραχμής ήταν υπερβολικά υψηλό. Είχαμε φυγή κεφαλαίων και υποχρεωνόμασταν να ανεβάσουμε τα επιτόκια για να στηρίξουμε το εθνικό νόμισμα. Έτσι, όμως, ανακόπτονταν η ανάπτυξη της χώρας.
Με τη συμμετοχή μας στην ΟΝΕ, αφήνουμε οριστικά πίσω τις μέρες της αστάθειας, των δημοσιονομικών ανισορροπιών και των νομισματικών κρίσεων. Εδραιώνεται η νομισματική σταθερότητα, που ευνοεί το μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, τις επενδύσεις, τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης. Η νομισματική σταθερότητα καταργεί το φόρο του πληθωρισμού και προστατεύει το εισόδημα του χαμηλόμισθου και του συνταξιούχου. Διασφαλίζει χαμηλά επιτόκια για όσους θέλουν να αποκτήσουν σπίτι, για όσους θέλουν να ξεκινήσουν τη δική τους επιχείρηση.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Με τον προϋπολογισμό του 2001 αλλάζουμε σελίδα στη σύγχρονη δημοσιονομική ιστορία της χώρας. Κλείνουμε οριστικά το κεφάλαιο των υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, που τραυμάτισαν την οικονομία, που την οδήγησαν πολλές φορές στα πρόθυρα της δημοσιονομικής κατάρρευσης και που υπήρξαν αφετηρία συναλλαγματικών κρίσεων.
Ο προϋπολογισμός του 2001 είναι ο πρώτος προϋπολογισμός που είναι εναρμονισμένος με τις αρχές του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, και που προβλέπει μεσοπρόθεσμα ισοσκελισμένο ή πλεονασματικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Στον Προϋπολογισμό προβλέπεται πλεόνασμα Γενικής Κυβέρνησης 0,5% ως ποσοστό του Α.Ε.Π.
Η Ελλάδα κατάφερε μέσα σε μια επταετία να μειώσει το έλλειμμά της κατά 10 περίπου εκατοστιαίες μονάδες ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ την ίδια περίοδο η ΕΕ-15 μείωσε το αντίστοιχο δημοσιονομικό της έλλειμμα κατά περίπου 5 εκατοστιαίες μονάδες. Η χώρα μας, δηλαδή, πραγματοποίησε διπλάσια σχεδόν δημοσιονομική προσαρμογή σε σχέση με την Ε.Ε. Τη σύγκριση αυτή, τα νούμερα αυτά, δεν τα αμφισβητεί κανείς στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Προέρχονται από την ίδια πηγή, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν αντικατοπτρίζουν κάποιο λογιστικό τρυκ που εμείς επινοήσαμε, όπως αρέσκονται να λένε οι επικριτές μας. Βγαίνουν με την ίδια μεθοδολογία σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.
Μάλιστα, η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει τα ελλείμματά της, ακολουθώντας μια κοινωνικά δίκαιη φορολογική πολιτική. Τα αυξημένα έσοδα δεν προέρχονται από την επιβολή νέων φόρων, όπως ισχυρίζεται η αντιπολίτευση, αλλά από τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και την πάταξη της φοροδιαφυγής. Έτσι, κυρίως, αυξήσαμε τα δημόσια έσοδα.
Η αύξηση των φορολογικών εσόδων στον Προϋπολογισμό του 2001 δεν είναι λοιπόν επιδρομή στα εισοδήματα των μισθωτών, όπως ισχυρίζεται η Αντιπολίτευση. Που το βρήκε και το λέει αυτό; Εξαπατούν το λαό όσοι μιλούν για νέα φορολογική επιβάρυνση της οικογένειας, εμφανίζοντας τα έσοδα από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και από τη φορολογία των επιχειρήσεων σαν να τα καταβάλουν οι μισθωτοί.
Η αύξηση των φορολογικών εσόδων προκύπτει από τη μεγέθυνση του ΑΕΠ και από τη μεγέθυνση της φορολογικής βάσης. Είναι ένδειξη ανάπτυξης, αλλά και κοινωνικής δικαιοσύνης γιατί συμμετέχουν περισσότεροι στη φορολογία. Έτσι ενισχύουμε την κοινωνική υπευθυνότητα και συνοχή, όταν ο καθένας αναλαμβάνει τα βάρη που του αναλογούν. Έτσι προστατεύουμε τις υγιείς και συνεπείς επιχειρήσεις από τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Έτσι έχουμε το περιθώριο για περαιτέρω φορολογικές ελαφρύνσεις στο μέλλον, τόσο προς τους μισθωτούς όσο και προς τις επιχειρήσεις.
Η συνεχής προσπάθειά μας για δικαιοσύνη στη φορολογική πολιτική φαίνεται και από τη διαχρονική πορεία των έμμεσων φόρων. Οι έμμεσοι φόροι πλήττουν αναλογικά περισσότερο τους οικονομικά ασθενέστερους επειδή καταβάλλονται από όλους τους πολίτες, ανεξάρτητα από το εισόδημά τους. Οι έμμεσοι φόροι περιορίστηκαν σημαντικά, από 70,2% επί του συνόλου των φορολογικών εσόδων το 1993, όταν το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε ξανά ως κυβέρνηση, σε 58,4% το 2000, ενώ το ποσοστό αναμένεται να μείνει στα ίδια επίπεδα το 2001, δηλαδή στο 58,5%.
Εδώ θέλω να σταθώ για να τονίσω με λύπη μου την ρηχότητα των επιχειρημάτων της Νέας Δημοκρατίας, που συνέκρινε τα ποσοστά αυτά ανάμεσα στο 2000 και το 2001, δηλαδή το 58,4% και 58,5% για να μας κατηγορήσει για τους έμμεσους φόρους, και απέφυγε να δείξει τη γιγαντιαία διαχρονική πτώση από το 70,2% του 1993. Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά. Η Νέα Δημοκρατία, απελπισμένη, ψάχνει απεγνωσμένα στους αριθμούς να βρει επιχειρήματα και διυλίζει τον κώνωπα, ενώ καταπίνει την κάμηλο. Και δεν είναι μόνο αυτό το παράδειγμα. Το ίδιο συμβαίνει με όλες τις συγκρίσεις που κάνει μεταξύ του 2000 και 2001, πολλές φορές διαστρεβλώνοντας και τους αριθμούς, ψάχνοντας στο δεύτερο δεκαδικό ψηφίο να βρει κάποια χειροτέρευση.
Ο κοινωνικός χαρακτήρας της φορολογικής πολιτικής, όμως, φαίνεται και από τα μερίδια των επιχειρήσεων και των μισθωτών στα φορολογικά έσοδα. Τα τελευταία χρόνια αυξάνεται και το μερίδιο των επιχειρήσεων στα φορολογικά έσοδα και μειώνεται το μερίδιο συμμετοχής των μισθωτών, λόγω της ικανοποιητικής πορείας των κερδών που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις, αλλά και λόγω των συνεχών φορολογικών ελαφρύνσεων που παρέχονται στους χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους.
Έτσι, το ποσοστό συμμετοχής του Φόρου Εισοδήματος Νομικών Προσώπων στο σύνολο του Φόρου Εισοδήματος, αυξήθηκε από 26,8% το 1993 σε 40,6% το 2000 και αυξάνεται περαιτέρω στο 42,3% το 2001. Αντίθετα, η συμμετοχή του Φόρου Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων – στους οποίους περιλαμβάνονται και οι μισθωτοί – στο σύνολο του Φόρου Εισοδήματος μειώθηκε από 49,3% το 1993 στο 46,7% το 2000 και προβλέπεται να μειωθεί στο 46% το 2001.
Είναι γεγονός ότι η πρόοδος στον περιορισμό των ελλειμμάτων του Δημοσίου προέρχεται κυρίως από την πάταξη της φοροδιαφυγής και όχι τόσο από τη μείωση των δαπανών. Πώς, όμως, φαντάζεται η Αξιωματική Αντιπολίτευση ότι θα επιτευχθεί η δραστική μείωση των δαπανών που διατυμπανίζει; ή, όπως κομψά το διατυπώνει, η αλλαγή στο «μίγμα της οικονομικής πολιτικής». Μήπως πιστεύει ότι δεν χρειάζονται περισσότερα μέσα για την υγεία και την παιδεία; Μήπως δεν χρειάζονται εξειδικευμένα στελέχη για τον έλεγχο της κατανομής των πόρων του Γ’ ΚΠΣ σε όλους τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης; Ας σταματήσει λοιπόν την ανεύθυνη ρητορική και ας μας πει τι θα περικόψει. Τί θα πάρει πίσω και από ποιούς;
Με τη μείωση του χρέους αποδεσμεύουμε τους πόρους που μέχρι σήμερα δαπανούμε για την εξυπηρέτησή του. Κάθε μία στις τρεισήμισι δραχμές που δαπανούσε η χώρα το 1994 ήταν για τους τόκους. Σήμερα, μόνο μία στις πέντε δραχμές που δαπανά η χώρα είναι για τόκους. Στοχεύουμε να περιορίσουμε ακόμη περισσότερο το ποσό που δαπανούμε για τόκους ώστε τα λεφτά που θα εξοικονομήσουμε να τα διαθέσουμε για την κοινωνική μας πολιτική.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Ο στόχος μας στην επταετία 1993-1999 ήταν η ονομαστική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας για να πετύχουμε την είσοδό μας στην ΟΝΕ. Ο στόχος της νέας τετραετίας είναι η προώθηση της πραγματικής και της κοινωνικής σύγκλισης. Μετά από τόσα χρόνια προσπαθειών ήρθε η ώρα να καρπίσει το δέντρο που φυτέψαμε. Ήρθε η ώρα για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όλων των Ελλήνων. Γιατί ο στόχος μας για την πραγματική σύγκλιση είναι στόχος που θα φέρει τους Έλληνες στο ίδιο επίπεδο με τους υπόλοιπους πολίτες της Ευρώπης.
Ο Προϋπολογισμός του 2001 είναι ο πρώτος της νέας τετραετίας και είναι ο προϋπολογισμός της «πραγματικής σύγκλισης». Δίνει ουσιαστική ώθηση στο στόχο μας για επίσπευση της πραγματικής σύγκλισης. Βάζει τα θεμέλια για την οικονομική απογείωση της χώρας. Η Ελλάδα από το 1996 μέχρι σήμερα συνεχώς αναπτύσσεται ταχύτερα από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το 2001, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα είναι της τάξης του 5%, έναντι 3,4% που προβλέπεται για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η εκτίμηση αυτή με μικρές αποκλίσεις γίνεται αποδεκτή από όλες τις εκθέσεις που αξιολογούν την ελληνική οικονομία. Έτσι, διαψεύδονται για πολλοστή φορά οι Κασσάνδρες που προβλέπουν τον κατακλυσμό μέσα στην ΟΝΕ. Διαψεύδονται οι προβλέψεις και η κινδυνολογία της Ν. Δημοκρατίας για το μέλλον της οικονομίας μέσα στην ΟΝΕ. Η Νέα Δημοκρατία μονότονα μας μιλά για δημιουργικές λογιστικές που αποκρύπτουν την πραγματική εικόνα. Για ποια όμως εικόνα μιλάνε; Μήπως για το 4,1% ρυθμό ανάπτυξης του 2000 ή για το 5% του 2001; Ή μήπως θεωρούν λογιστικά τα μεγέθη και τους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ;
Δεν θέλω να αδικήσω τη Νέα Δημοκρατία. Οφείλω να αναγνωρίσω μια συνέπεια στις θέσεις της και στις εκτιμήσεις της για το μέλλον. Τη συνέπεια της μόνιμης διάψευσης των προβλέψεών της.
Αλλά και για τα επόμενα χρόνια οι ρυθμοί ανάπτυξης της Ελλάδας προβλέπεται να υπερβαίνουν τους αντίστοιχους της Ευρώπης, γεφυρώνοντας μέρα με την ημέρα, χρόνο με το χρόνο την απόσταση που μας χωρίζει από τους εταίρους. Πριν από δέκα χρόνια ήμασταν στο 60% του βιοτικού επιπέδου της Ε.Ε. Σήμερα βρισκόμαστε στο 70% και θα το πλησιάζουμε χρόνο με το χρόνο.
Πρέπει όμως να το καταλάβουμε όλοι εδώ, σ’ αυτή την αίθουσα της Βουλής, ότι μόνο με την ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη και την ταχύτερη αύξηση της παραγωγικότητας θα αυξηθούν τα εισοδήματα των Ελλήνων χωρίς να αυξηθεί ο πληθωρισμός. Χωρίς να απειληθεί η αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων των μισθωτών. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Αυτό το έχουν καταλάβει οι Έλληνες και κωφεύουν στις σειρήνες που υπόσχονται χωρίς να δεσμεύονται. Γιατί ξέρουν ότι εμείς πετύχαμε μια μέση ετήσια μεταβολή των πραγματικών, τονίζω των πραγματικών, μισθών 2,3%, ακόμα και την εποχή της σταθεροποίησης, την περίοδο δηλαδή 1994-1999. Κι αυτό είναι κάτι για το οποίο είμαστε περήφανοι.
Εμείς διαμορφώσαμε τις προϋποθέσεις για μια βιώσιμη και μακροχρόνια ανάπτυξη, σταθεροποιώντας το μακροοικονομικό περιβάλλον. Εμείς εξασφαλίσαμε με την πολιτική μας, το σχεδιασμό μας και την επιμονή μας, τους πόρους του Γ’ ΚΠΣ που θα απογειώσουν την ελληνική οικονομία.
Οι δημόσιοι και ιδιωτικοί πόροι του Γ’ ΚΠΣ προσεγγίζουν τα 17,5 τρις. Οι πόροι αυτοί αποτελούν το άρμα της αναπτυξιακής προσπάθειας. Θα γεφυρώσουν το χάσμα της χώρας στην παραγωγική υποδομή. Θα στηρίξουν τη γεωργική παραγωγή, την ανάπτυξη της περιφέρειας. Θα στηρίξουν τη μετάβαση στη νέα οικονομία. Θα φέρουν την Ελλάδα πιο κοντά στην κοινωνία της πληροφορίας και στην κοινωνία της γνώσης. Θα συμβάλλουν στην καταπολέμηση του ψηφιακού αναλφαβητισμού. Θα συνδράμουν στους τομείς της επαγγελματικής κατάρτισης και της δια βίου εκπαίδευσης.
Δεν είναι, όμως, μόνον οι επενδύσεις που θα απογειώσουν την ελληνική οικονομία. Είναι και το όλο επιχειρηματικό κλίμα που στηρίζεται στην αξιοπιστία της πολιτικής μας, στη συνέπεια των λόγων μας.
Αναγγείλαμε ότι θα προχωρήσουμε σε ριζοσπαστική μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος το 2003, κάτι που έχει να γίνει από τη δεκαετία του 1950. Θέλουμε να απλοποιήσουμε το δαιδαλώδες σύστημα συσσωρευμένων φόρων υπέρ τρίτων, φοροαπαλλαγών, τις ποικίλες παρεμβάσεις και εξαιρέσεις. Θέλουμε να φτιάξουμε ένα σύστημα που να είναι κοινωνικά δίκαιο, να μην ωθεί τον ιδιώτη στην παραοικονομία, να αμείβει την εργασία, την αποταμίευση και την επενδυτική δραστηριότητα. Θέλουμε ένα σύστημα που να παρέχει σωστά και τεκμηριωμένα κίνητρα για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της ανεργίας και της υπογεννητικότητας. Θέλουμε ένα σύστημα, που να είναι αποδεκτό, ώστε να μείνει σταθερό χωρίς παρεμβάσεις στο μέλλον. Και αυτό θα το κάνουμε, αφού εξετάσουμε όλες τις πτυχές και σε συνεργασία με τους εμπλεκόμενους φορείς της οικονομίας.
Στο μεταξύ, προχωρούμε και τις διαρθρωτικές αλλαγές με συνέπεια και εγρήγορση. Αντλήθηκαν σημαντικά ιδιωτικά κεφάλαια από δημόσιες επιχειρήσεις, επιταχύνθηκε ο εκσυγχρονισμός τους και η προσαρμογή τους σε συνθήκες ανταγωνισμού.
Το πρόγραμμα των μετοχοποιήσεων και ιδιωτικοποιήσεων θα ολοκληρωθεί χωρίς καθυστερήσεις, αλλά με πλήρη διαφάνεια. Θα προχωρήσουμε με διαδικασίες ξεκάθαρες. Χωρίς αποκλεισμούς ή ευνοϊκή μεταχείριση. Με όφελος για τα δημόσια ταμεία και, άρα, τον Έλληνα πολίτη, μακριά από τη λογική του ξεπουλήματος που ευνοούν η επιθυμούν ορισμένοι.
Στην επιτάχυνση της αναπτυξιακής προσπάθειας συμβάλλει και η πολιτική μας για την απασχόληση. Η αύξηση της απασχόλησης και η καταπολέμηση της ανεργίας αποτελούν προτεραιότητα της Κυβέρνησης. Την πολιτική μας για την απασχόληση την αποτυπώσαμε στο νόμο που πρόσφατα ψήφισε η Βουλή. Ο νόμος αυτός είναι η χρυσή τομή μεταξύ των επιδιώξεων των εργοδοτών και των εργαζομένων. Είναι απαραίτητο συμπλήρωμα της συνολικής κυβερνητικής πολιτικής κατά της ανεργίας και ολοκλήρωσης του κοινωνικού κράτους. Είναι ένας νόμος που δεν υποκύπτει σε σκοπιμότητες, δεν χωρίζει την αγορά εργασίας στους «εντός» και τους «εκτός».
Η αναπτυξιακή πορεία της χώρας θα βοηθηθεί και με τη ρύθμιση του ασφαλιστικού προβλήματος. Η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού δεν είναι μόνον ένα ζήτημα που αφορά την ευστάθεια και τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Αφορά, επίσης,
την κινητικότητα των εργαζομένων και τον απεγκλωβισμό τους από συγκεκριμένο κλάδο, εταιρεία, ή δράση,
τη δίκαιη κατανομή της σύνταξης με βάση τις προηγούμενες συνολικές εισφορές του συνταξιούχου, την ηλικία συνταξιοδότησής του, αλλά και τις ελάχιστες ανάγκες του,
το τι κοινωνία θα κληρονομήσουμε στις επόμενες γενιές, του πώς θα ζουν οι Έλληνες για τις επόμενες δεκαετίες.
Αυτή είναι μια βαριά ευθύνη, μια ιστορική ευθύνη. Αν την αντιμετωπίσουμε όλοι με την ωριμότητα που της αξίζει, νομίζω ότι θα μπορέσουμε να βρούμε λύσεις καλές για όλους.
Η πολιτική μας σ’ αυτό το θέμα είναι ξεκάθαρη. Η αναλογιστική μελέτη που έχει ανατεθεί σε ξένο οίκο θα είναι έτοιμη τον Φεβρουάριο. Στη συνέχεια, με ευθύνη του Υπουργείου Εργασίας, θα διεξαχθεί ευρύς κοινωνικός διάλογος. Στον διάλογο αυτό θα κατατεθούν όλες οι απόψεις, από όπου και να προέρχονται. Αντίστοιχοι διάλογοι έχουν γίνει επιτυχώς και οδήγησαν σε συναινετικές λύσεις μακράς πνοής σε χώρες όπως η Σουηδία και η Ιταλία. Στην Γερμανία οδεύουν προς μια αντίστοιχη κοινά αποδεκτή λύση.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Ο Προϋπολογισμός του 2001 είναι και προϋπολογισμός της «κοινωνικής σύγκλισης». Οικοδομούμε ένα κοινωνικό κράτος που ενισχύει το αίσθημα της σιγουριάς, που τονώνει την κοινωνική συνοχή, που καλλιεργεί την κοινωνική αλληλεγγύη, που απαντά στα σύγχρονα προβλήματα του κοινωνικού αποκλεισμού. Επενδύουμε στην κοινωνική προστασία γιατί αποτελεί όχι μόνο αξία αλλά και αναπτυξιακό μοχλό, επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο.
Στα χρόνια της σταθεροποίησης, η κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα δεν υστέρησε. Για παράδειγμα, στο διάστημα 1994-1999, η αποπληθωρισμένη σωρευτική αύξηση των συντάξεων έφτασε περίπου το 35%. Οι κοινωνικές μας δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνονται και συγκλίνουν συνεχώς προς το μέσο κοινοτικό όρο. Είναι μάλιστα σχετικά υψηλές σε σχέση με τις χώρες της Νότιας Ευρώπης.
Ο νέος Προϋπολογισμός εστιάζεται στην ενίσχυση των οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερων ομάδων του πληθυσμού και στη δικαιότερη διανομή του εισοδήματος. Η εισοδηματική πολιτική για το 2001 προβλέπει αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων που θα υπερβαίνουν τον πληθωρισμό και θα φθάσουν το 3,5% και 5,5% αντίστοιχα.
Παράλληλα, σημαντική αύξηση του μηνιαίου διαθέσιμου εισοδήματος των μισθωτών και συνταξιούχων θα προέλθει από την τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας και την αύξηση των αφορολόγητων ορίων.
Επιπλέον, μια σειρά μέτρων που έχουν ληφθεί, τοποθετούν τη μέριμνα για τους χαμηλοσυνταξιούχους και τις ασθενέστερες κοινωνικά και οικονομικά ομάδες στην πρώτη σειρά των κυβερνητικών προτεραιοτήτων. Υπενθυμίζω:
την αύξηση του ΕΚΑΣ ώστε από τον προσεχή Ιανουάριο η ελάχιστη σύνταξη να διαμορφώνεται στις 152.000 δρχ., όπως υποσχεθήκαμε προεκλογικά
την απαλλαγή χαμηλόμισθων από τις ασφαλιστικές εισφορές
την αύξηση επιδομάτων για τα άτομα με ειδικές ανάγκες
την αύξηση των κατώτατων συντάξεων του ΟΓΑ ώστε από τον προσεχή Ιανουάριο να διαμορφώνεται στις 48.000 δρχ.
τη χορήγηση οικονομικής ενίσχυσης στους χαμηλόμισθους συνταξιούχους και ανέργους για την κάλυψη επιβάρυνσης δαπανών πετρελαίου θέρμανσης.
Υπενθυμίζω, επίσης,
Το πρόγραμμα Βοήθεια στο Σπίτι για τους ηλικιωμένους, που επεκτείνεται σταδιακά σε όλη την Ελλάδα.
Τα 191 Κέντρα Κοινωνικής Μέριμνας για την εξυπηρέτηση των ηλικιωμένων.
Τους 190 περίπου Βρεφονηπιακούς ή παιδικούς Σταθμούς και Κέντρα Δημιουργικής Απασχόλησης για τα παιδιά σχολικής ηλικίας.
Το θεσμό του ολοήμερου σχολείου, που συνεχώς επεκτείνεται.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Θέλω να τονίσω με έμφαση. Την πορεία της πραγματικής σύγκλισης, την πορεία για μια ισχυρή κοινωνία την επιδιώκουμε και τη διαμορφώνουμε επειδή ο τόπος μας έχει ακόμη πολλά και σημαντικά προβλήματα. Τα συναντούμε γύρω μας, πολλές φορές καθημερινά. Από τις ανεπάρκειες των συγκοινωνιών μέχρι το χαμηλό επίπεδο της δημόσιας διοίκησης. Από την ανεργία μέχρι τα υπερφορτωμένα νοσοκομεία. Εμείς γνωρίζουμε επίσης, ότι δίπλα στην Ελλάδα που ανοίγεται στον κόσμο με αισιοδοξία υπάρχει η άλλη Ελλάδα, ανέτοιμη για αλλαγές. Εμείς δεν θα είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι όσο υπάρχουν αρνητικά φαινόμενα καθυστέρησης, ανεπάρκειας, που ταλαιπωρούν και δυσκολεύουν τους πολίτες. Έχουμε ανοιχτό μέτωπο με τα φαινόμενα αυτά. Και έχουμε τις δυνάμεις, την ιδεολογία και το σχέδιο να τα πολεμήσουμε. Κάθε χρόνο είναι καλύτερες οι προϋποθέσεις για να κερδίσουμε αυτή τη μάχη. Με την οικονομική πολιτική μας εξασφαλίζουμε περισσότερους πόρους. Όμως να έχουμε συνείδηση ότι χρειάζεται χρόνος και προσπάθεια. Και προπαντός θέληση να προχωρήσουμε σε νέους δρόμους.
Αυτά τα φαινόμενα πολύ λίγο έχουν σχέση με τις αιτιάσεις της Αντιπολίτευσης. Η αντιπολίτευση τις μέρες αυτές μίλησε και πάλι για κοινωνικά ανάλγητη κυβέρνηση, για καταστροφική πολιτική για την ελληνική οικονομία, για την ελληνική κοινωνία και την Ελλάδα. Τα ίδια έλεγαν κάθε χρόνο εδώ ίδια εποχή.
Όμως κάποτε, και οι πολιτικοί πρέπει να είναι υπόλογοι για την αξιοπιστία των λόγων τους. Πρέπει να εξηγήσουν στο λαό ποιά ήταν η σχέση της καταστροφολογίας τους με τα όσα πραγματοποιήθηκαν.
Σήμερα ο κάθε πολίτης μπορεί να διαπιστώσει ότι η αντιπολίτευση της χώρας εξακολουθεί να αδυνατεί να σπάσει το φαύλο κύκλο της μίζερης πολιτικής αντίληψης που καλλιεργεί, του κενού αντιπολιτευτικού λόγου, της παγίδας του διάχυτου αρνητισμού. Η Νέα Δημοκρατία ούτε αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να αρθεί στο επίπεδο των περιστάσεων. Μένει αυτοπεριχαρακωμένη σε μια εποχή πολιτικού φεουδαρχισμού. Θεωρεί ότι η διεκδίκηση της εξουσίας έχει τη λογική της συστηματικής άρνησης και όχι της λύσεως προβλημάτων, της ανάληψης ευθύνης και της προβολής προτάσεων.
Θα επαναλάβω και φέτος. Η χώρα πάει μπροστά, η κοινωνία πάει μπροστά, η Αντιπολίτευση μένει όλο και πιο πίσω. Η Αντιπολίτευση πιστεύει ότι με την αγκίστρωση στην υπερβολή, στο δικανικό καταγγελτικό λόγο, με το παιχνίδι των εντυπώσεων συχνά, μπορεί να παρεμποδίσει την κυβέρνηση στην εκτέλεση του έργου της. Αυτός είναι ο κύριος στόχος της. Αυτός όμως δεν μπορεί να είναι κύριος στόχος ενός κόμματος. Η ελληνική κοινωνία απαιτεί από την αντιπολίτευση υπευθυνότητα, γόνιμη αντίληψη, οραματική τοποθέτηση και σοβαρή κριτική για δημιουργική συμβολή. Και η ελληνική κοινωνία είναι απόλυτα ώριμη να διακρίνει τί είναι σοβαρό και χρήσιμο για την πρόοδο του τόπου και τί όχι.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Οι πολιτικές που ακολουθούμε οδηγούν στην ευημερία και στην ενίσχυση της θέσης της Ελλάδας στον κόσμο. Ο εκσυγχρονισμός της Ελλάδας είναι ένα μακρόπνοο εθνικό εγχείρημα. Η Ισχυρή Ελλάδα απαιτεί υπευθυνότητα, απαιτεί συνέπεια, απαιτεί μαχητικότητα, απαιτεί αφοσίωση. Η Ελλάδα του 2004, το οικοδόμημα της προόδου και της ευημερίας δεν χτίζεται από τη μία μέρα στην άλλη. Χτίζεται σταδιακά. Πάνω σε βάσεις που εγγυώνται την αντοχή και την διάρκεια. Πάνω στην υπεύθυνη αξιοποίηση του παρόντος κι όχι στην βιαστική υποθήκευση του μέλλοντος. Ο προϋπολογισμός του 2001 το αναδεικνύει. Αναδεικνύει την πορεία προς μια νέα πραγματικότητα. Κερδίζουμε μάχες. Προσπερνάμε εμπόδια. «Κερδίζουμε το παρόν – Κατακτούμε το μέλλον.» Γι’ αυτό σας ζητώ να ψηφίσετε τον προϋπολογισμό. Η ψήφιση του προϋπολογισμού είναι ένα «Ναι» στην Ελλάδα της ανάπτυξης και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Να κάνουμε με αποφασιστικότητα ένα ακόμα βήμα μπροστά. Για την Ελλάδα και τους Έλληνες, για τους πολίτες και το έθνος που με ευθύνη εκπροσωπούμε.